ANGELA MORÉ | Η ασυνείδητη μετάδοση τραυμάτων και συμπλεγματικών ενοχών στις επόμενες γενεές

 In ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΚΕΙΜΕΝΑ, ΚΕΙΜΕΝΑ

Απόσπασμα από το δοκίμιο της συγγραφέως με τίτλο:

Die unbewusste Weitergabe von Traumata und Schuldverstrickungen an nachfolgende Generationen

 

3.1 Η διαγενεακή μεταβίβαση σε αυτούς που επιβίωσαν του Ολοκαυτώματος

Από τα μέσα της δεκαετίας του 60 προστέθηκαν στη γνώση μας – σχετικά με τις βαρύτατες και δια βίου συνέπειες της συστηματικής καταδίωξης κι εξόντωσης των ελαχίστων που επιβίωσαν των εθνικοσοσιαλιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης – και τα ίχνη αυτών των εμπειριών στους απογόνους τους. Στην βάση των ευρημάτων που προέκυψαν από τις ψυχαναλυτικές ψυχοθεραπείες αποκαλύφθηκαν συγκαλυμμένες σχέσεις ανάμεσα στις γενιές και δημιουργήθηκαν καινούριες έννοιες για να τις περιγράψουν. Έννοιες όπως «Χρονικό τούνελ» (J.Kestenberg 1995), «Τηλεσκόπιο» (H. Faimberg 1985) και «διαμεσολαβημένο τραύμα» (I. Kogan 1990).

Μέχρι ενός σημείου υπήρξε μια παρανόηση αυτών των λέξεων καθώς έγιναν αντιληπτές ως αιτιολογικές και περιεκτικές εξηγήσεις. Με αυτόν τον τρόπο χάθηκε από αυτές τις ονομασίες ο μεταφορικός τους χαρακτήρας. Η πρόθεση αυτών των εννοιών ήταν να απεικονίσουν ένα κεντρικό στοιχείο του βιώματος. Επιπρόσθετα υπήρξε ο κίνδυνος να χαθούν εξαιτίας μιας υπέρ-ερμηνείας αυτών των λέξεων, οι ιδιαίτερες διαφορές ανάμεσα στις συνέπειες του ακραίου τραυματισμού της πρώτης γενιάs και στον αντίκτυπο του στην δεύτερη γενιά. Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις διαφορές η Grubrich-Simitis μιλάει για έναν μετασχηματισμό του ακραίου τραυματισμού της πρώτης γενιάς σε ένα «αθροιστικό τραύμα» της δεύτερης.

Ακριβώς γιατί πολλά μέλη της πρώτης γενιάς παρέμειναν εσωτερικά φυλακισμένοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και δεν μπόρεσαν να απελευθερωθούν ψυχικά από αυτό που βίωσαν εκεί. Σε πολλούς επιβιώσαντες παρατηρήθηκε μια «εκτεταμένη αμνησία σε ότι αφορούσε την ζωή τους πριν την καταδίωξη και μια υπερμνησία αναφορικά με συγκεκριμένα γεγονότα του στρατοπέδου.

Η έννοια ενός «χρονικού τούνελ» που εισήγανε η Κέστενμπεργκ μας διαμεσολαβεί την εικόνα μιας υπονόμευσης της – υπό κανονικές συνθήκες – γραμμικά εξελισσόμενης αίσθησης του χρόνου. Μια διάσταση αυτής της διείσδυσης στην αίσθηση του χρόνου εμφανίζεται (Hadar 1991) στην μετατόπιση της καμπύλης του χρόνου σε άτομα της δεύτερης γενιάς. Αυτοί οι άνθρωπο γεννήθηκαν μετά το 1945, ψυχικά ωστόσο συνδέθηκαν με το χρονικό σημείο στο οποίο διακόπηκε βίαια η κανονική χρονική ροή στην ζωή των γονέων τους οι οποίοι γεννήθηκαν πριν την καταδίωξη. Για αυτόν το λόγο τοποθετείται από συναισθηματικής άποψης ο χρόνος γέννησης τους μέσα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. (Gruenberg 2000). Για το ασυνείδητο δεν υπάρχει – όπως έδειξε με σαφήνεια ο Freud (1933) καμία ορθολογική διάταξη του χρόνου και της αιτιότητας. (Το ασυνείδητο δεν γνωρίζει ούτε τον χρόνο ούτε την αντίφαση). Έτσι είναι εφικτό για την δεύτερη γενιά να συνδέσει – συνδεθεί με την διασπασμένη γραμμικότητα του χρόνου των γονέων.
Μέσω ταυτίσεων, αναλαμβάνοντας γονικούς ρόλους – για χάρη των γονέων τους και στην υπηρεσία αυτών που τα έφεραν στον κόσμο (Parentification – αντιστροφή των ρόλων) parentifizierung – καθώς και μέσα από προσπάθειες να γεμίσουν τα προσωπικά και συναισθηματικά κενά της οικογένειας, τα παιδιά επιδιώκουν, χωρίς να το συνειδητοποιούν, να αποκαταστήσουν την ψυχική ιστορία των γονέων και των παππούδων τους. Μπορούμε να συνδέσουμε αυτήν την επιδίωξη με μια φαντασίωση παντοδυναμίας από την πλευρά του παιδιού. Πως εκ των υστέρων θα μπορέσει να επέμβει σε παρελθόντα γεγονότα για να τα ακυρώσει ή να τα επανορθώσει. Κατά την διάρκεια αυτής της διαδικασίας η δεύτερη γενιά δοκιμάζει να αποφορτίσει και να γιατρέψει τους γονείς. Πως το κάνει αυτό; Αναλαμβάνοντας τα αισθήματα ευθύνης και τις ενοχές που αισθάνονται οι γονείς στη βάση του γεγονότος ότι επιβίωσαν. Η εικόνα ενός χρονικού τούνελ απεικονίζει την καταστροφική επίδραση του τραυματισμού.

Το τραύμα καταστρέφει το υποκειμενικό αίσθημα μιας γραμμικής εξέλιξης του χρόνου που είναι απαραίτητο για την δημιουργία νοήματος μιας ζωής με ιστορία και μαζί με αυτό ένα μέρος της αρχής της πραγματικότητας, υπονομεύοντας επίσης τα ψυχικά όρια των γενιών.

…………………………………………………..

Με την έννοια τηλεσκόπιο η Faimberg (1985) μας δίνει μια απεικόνιση των ενδοψυχικών διαπλοκών και μετατοπίσεων στην καμπύλη του χρόνου ανάμεσα στις γενιές. Όπως σε ένα τηλεσκόπιο μετατοπίζονται οι χρονικές καμπύλες και μετατοπίζονται τηλεσκοπικά η μια μέσα στην άλλη εμποδίζοντας την αποδέσμευση από συναισθηματικές κληροδοτήσεις. Δοκιμάζοντας κανείς να αποσυναρμολογήσει το τηλεσκόπιο δεν προκύπτει κάποιος πραγματική διάκριση. Αυτό που συμβαίνει είναι μάλλον μια επιμήκυνση του παρελθόντος στο μέλλον – πράγμα που αντιστοιχεί σε αυτήν την μεταφορά. Παρελθόν και μέλλον μετατοπίζονται το ένα μέσα στο άλλο παρεμποδίζοντας την διαφοροποίηση των γενιών.

Ο Troje (2000) χρησιμοποιεί την εικόνα μιας μόχλευσης, μιας συναρμογής στο ασυνείδητο προσώπων από διαφορετικές γενιές. Υπό συνθήκες αυτή η μόχλευση θα ήταν δυνατό να οδηγήσει για κάποια χρονικά διαστήματα σε καταστάσεις που προσομοιάζουν με ψύχωση. Κάι τέτοιο συμβαίνει εξαιτίας της απώλειας οριοθέτησης των παιδιών στην σχέση με τους γονείς τους.

Οι μεταφορές αυτές (χρονικό τούνελ, τηλεσκόπιο) μας προσφέρουν με εύστοχο τρόπο μερικές εκδοχές των φαινομένων που μελετάμε. Ωστόσο αναδεικνύονται περιορισμοί στην περιγραφική τους αξία. Γιατί μας υποβάλλουν την ιδέα πως το μη επεξεργασμένο τραύμα ή η μη αναγνωρισμένη ενοχή της προηγούμενης γενιάς αναδύονται με τον ίδιο τρόπο στις επόμενες όπως τα εξαρτήματα ενός τηλεσκοπίου μοιάζουν μεταξύ τους (τουλάχιστον εξωτερικά) και τα νεώτερα τμήματα εξέρχονται ως προέκταση του αρχικού κομματιού. Με τον ίδιο τρόπο η εικόνα του χρονικού τούνελ αναιρεί τις διαφορές ανάμεσα στις γενιές. Στην πραγματικότητα αυτό ισχύει όμως αναφορικά μόνο με μερικά ασυνείδητα τραυματικά περιεχόμενα καθώς και με τις φαντασιώσεις και τα αισθήματα που συνδέονται με αυτά τα περιεχόμενα. Αναμφίβολα τα παιδιά και τα εγγόνια ζουν σε μιαν άλλη εποχή με διαφορετικούς συσχετισμούς και συνθήκες ζωής. Αυτό που περιγράφει με ενδεδειγμένο τρόπο η εικόνα ενός χρονικού τούνελ είναι την υπονόμευση της αίσθησης του χρόνου. Τόσο για τους συγγενείς της πρώτης γενιάς, οι οποίοι βιώνουν τα παρελθοντικά τραύματα ξανά και ξανά ως άμεση πραγματικότητα όσο και για τις επόμενες γενιές, οι οποίες αισθάνονται σαν να ζουν σε δύο παράλληλες πραγματικότητες. Από αυτές βιώνουν την μια ως την πραγματικότητα του παρόντος, την δεύτερη σαν κάτι που δεν μπορούν πραγματικά να συλλάβουν. Την νοιώθουν σαν μια σκοτεινή ρουφήχτρα που τους τραβάει μέσα σε ένα άγνωστο παρελθόν. Αυτό που έρχεται διαμέσου των εμπειριών αυτών που επιβίωσαν – στα όνειρα, τα αισθήματα και στις διαθέσεις καθώς και στις συνειδητές και ασυνείδητες παραστάσεις των απογόνων – είναι αινιγματικές, διασπασμένες εικόνες και παρορμήσεις, διεγέρσεις, ανασφάλειες γύρω από ζητήματα ταυτότητας, ανεξήγητοι φόβοι και ψυχαναγκασμοί, συναισθήματα αυτό-αποξένωσης, αινιγματικότητα και καταναγκαστικές πράξεις. Η Grubrich-Simitis κατονομάζει ως εκδηλώσεις αυτών των ενδοψυχικών ξένων σωμάτων απάθεια, κατάθλιψη, αισθήματα εσωτερικού κενού, μειωμένη συγκινησιακή συμμετοχή αλλά και μια ταραχώδης υπερκινητικότητα.
Στην περίπτωση που τα αινίγματα που κλήθηκε να επιλύσει και να επεξεργαστεί η δεύτερη γενιά δεν επιλύθηκαν και οι τραυματικές εντυπώσεις που τα συνόδευαν δεν ξεπεράστηκαν μέσα από εργασία πένθους, τα αποτέλεσμα είναι η κατάληξη τους να οδηγήσει την τρίτη γενιά σε αισθήματα που αναφέρονται σε κάτι σκοτεινό, παράξενο, ακατανόητο. Αυτού του είδους τα αισθήματα επενεργούν σαν ένα ξένο σώμα και ταυτόχρονα αναδεικνύουν έναν ανεπίλυτο δεσμό με την γενιά των παππούδων και γιαγιάδων και των μυστικών τους.

Ο Fonagy (2003) μας αναφέρει κάποια στοιχεία από την θεραπεία ενός δεκαπεντάχρονου αγοριού που μοιάζει να βρίσκεται κοντά στην ψύχωση. Ο παππούς και η γιαγιά του από την πλευρά της μητέρας επιβίωσαν του ολοκαυτώματος. Στις σαδιστικές φαντασιώσεις και σεξουαλικές φοβίες αυτού του παιδιού συμπυκνώνονταν οι αποσιωπημένες φαντασιώσεις της οικογένειας γύρω από την σεξουαλική εκμετάλλευση της γιαγιάς στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Γιατί η οικογένεια με αυτό τον τρόπο εξηγούσε στον εαυτό της τον λόγο για τον οποίο η γιαγιά επιβίωσε. Τα παιδιά αυτής της οικογένειας αισθάνονταν μια φονική οργή ως απάντηση για την από-ανθρωποποίηση και την ταπείνωση που υπέστησαν οι γονείς τους. Έτσι λοιπόν ο δεκαπεντάχρονος έφηβος συνδέθηκε με αυτά τα γεγονότα που σφράγισαν την ψυχική ζωή της οικογένειας αισθανόμενος βαθιά αποστροφή για τον εαυτό του και αμφέβαλλε για το δικαίωμα του να υπάρχει.

transgenerationell Trauma 2

Ωστόσο ταυτόχρονα ήταν απαγορευμένο να εξωτερικεύει την επιθετικότητα του μιας και κάθε εκδήλωση επιθετικότητας δεν μπορούσε να είναι ανεκτή από τους ανθρώπους που την βίωσαν ως κρατούμενοι. Τι είχε συμβεί; Οι αγριότητες που έζησαν στα στρατόπεδα διέλυαν τα όρια μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας με πολύ τραυματικό τρόπο. Έτσι οι γονείς του παιδιού εξίσωναν μέσα τους τις εκδηλώσεις επιθετικότητας του παιδιού τους με τις εξοντωτικές επιθέσεις των βασανιστών των στρατοπέδων που υπέστησαν οι δικοί τους γονείς. Ο νεαρός άνδρας εκδηλώνοντας την φυσιολογική του επιθετικότητα μετατρεπόταν ασυνείδητα για τους γονείς σε έναν πραγματικά καταστροφικό επιτιθέμενο. Η δεύτερη γενιά δεν μπόρεσε να μάθει να δέχεται την επιθετικότητα ως μέρος του εαυτού. Την βίωνε ως μια δαιμονική καταστροφική ενέργεια, η οποία έπρεπε να κατασταλεί πριν γίνει ορατή ή αισθητή. Με αντίστοιχο τρόπο εκδραματίζεται πολύ συχνά η καταστροφικότητα στην τρίτη γενιά αλλά ταυτόχρονα καταπολεμάται ως απόλυτο ταμπού καταλήγοντας συχνά να λάβει αυτοκαταστροφικές μορφές.

ΛΕΞΙΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

INTERGENERATIONAL

Transgenerationell – Intergenerationell

 

In psychoanalysis, the term intergenerational refers to a process allowing for the recognition of the modalities of conflict that situate a human being in relation to the generations that preceded that individual’s birth. The specifically psychoanalytic meaning of this notion has to do with its articulation with the essential psychoanalytic concepts and methodological conditions that made possible the discovery of the unconscious. To avoid reification of this concept, it is preferable to use the word only as an adjective. This term is a derivative of transgenerational, a term that came out of family systems therapy (Boszormenyi-Nagy, Ivan, 1973); it appeared in France around 1985 in connection with the notions of inheritance, transmission, and genealogy (Guyotat, Jean, and Fedida, Pierre, 1985; Eiguer, Alberto, 1987).

In the heterogeneity of its uses, this word served as a catalyst for the recognition of a problematic that numerous psychoanalysts had been working on for years: the presence of ideas coming from an ‘‘other’’ who from the outset participates with his or her own unconscious psyche in the constitution of the subject’s psychic apparatus.

It is not sufficient to observe empirically the involvement of three generations to speak of intergenerational phenomena from a psychoanalytic point of view. In fact, this notion involves a parental and grandparental intrapsychic agency that is distinct from the real, material parents and grandparents and that can hinder recognition of the differences between generations, sexual difference, and otherness.

By way of a precursor to this notion, let us recall Sigmund Freud’s statement, in ‘‘New Introductory Lectures on Psycho-Analysis’’ (1933a [1932]):

‘‘Thus a child’s super-ego is in fact constructed on the model not of its parents but of its parents’ super-ego; the contents which fill it are the same and it becomes the vehicle of tradition and of all the time-resisting judgements of value which have propagated themselves in this manner from generation to generation’’ (p. 67). It is precisely this parental agency that is revealed in the process of reconstruction. To the extent that there is revealed ‘‘a third party of the other’’ situated in the generation of a grandparent (or an ancestor), it is possible to study the way in which the history that preceded the subject’s conception comes into play in the formation and development of the psyche. Thus, for example, Rene Kaes (1993) examined Freud’s work in terms of inheritance and transmission, and attributed to the group the role of mediator. Jean Guillaumin, for his part, studied the object loss in Freud’s work (1984, 1988).

 

This whole problematic presupposes the sequence genealogy/transmission/transference/reconstruction of unconscious ideas. This is why the term intergenerational is preferable to transgenerational (see also Alain de Mijolla, 1999, 2004). The operation that best exemplifies the link among generations is that of unconscious identification. The concept of unconscious identification is articulated together with other, complementary psychoanalytic notions and must be situated in the specific context of each author. Among the works that are precursors to this problematic, the following can be cited: Sa΄ndor Ferenczi’s work (1932) on the confusion of tongues and Jean Laplanche (1984) on the enigmatic signifier, in relation to the theme of the adult’s message to the child; around the theme of the mirror, Jacques Lacan’s foundational article on the mirror stage (1949), Donald Winnicott on the mother’s mirroring role (1967), and Andre΄ Green on the dead mother (1983); and lastly, focusing in the conditions of the appearance of psychotic thinking, Enrique Pichon-Rivie`re’s work on internalization of the social bond and the psychotic as word-bearer of the family (1957–1962); Wilfred Bion’s formulations on the functions of containment and transformation (1963–1965); the concept of blank psychosis (Jean-Luc Donnet and Andre΄ Green, 1973); and Piera Aulagnier’s work on failures in the maternal function as word-bearer and the prohibition imposed against thinking (1964, 1975, 1984).

A great many authors have approached the ‘‘intergenerational’’ (or ‘‘transgenerational’’) from different perspectives, even though for the most part they have not used this term. The following contributions can be considered as coming out of this problematic: on the three generations of man in religious myth and genealogy (Guy Rosolato, 1967); on phantoms, the crypt, and the unavowable secret (Nicolas Abraham and Maria Torok, 1961–1975, 1978); on identification fantasies (Rimbaud and Freud) and the genealogy of fantasies (Alain de Mijolla, 1975, 1981, 1985, 2004); on confusion between birth/death and narcissistic lines of descent in psychopathology (Jean Guyotat, 1980, 1991, 1995); on alienating narcissistic unconscious identifications and the telescoping of generations (Hayde΄e Faimberg, 1981, 1985, 1988); and on delusional inheritance (Micheline Enriques, 1984, 1986, 1987) as a consequence of the prohibition against thinking.

Continuing the line of inquiry in the work of Abraham and Torok, Serge Tisseron (1985, 1990, 1992, 1997) studied the creation of images as witnesses to family secrets, and Cl. Nachin studied the pathology of mourning (1981, 1989). Jean-Jose΄ Barane`s (1984, 1986, 1993) examined the possibility of formulating a ‘‘transgenerational metapsychology.’’ Alberto Eiguer (1987, 1997) conceptualized the ‘‘transgenerational object’’ in family therapy. With reference to observation of early relationships, Serge Lebovici (1980, 1995) spoke of a ‘‘transgenerational mandate.’’ Other authors have studied the transmission of traumas in historical contexts: the Shoah (M. Bergman and M. Jucovy, 1982) and the assignment of names (Y. Gampel, 1982, 1986); vampire identifications (Pe΄rel Wilgowicz, 1991); and Armenian genocide (Jeanine Altounian, 1991).

The terms intergenerational and transgenerational appeared relatively recently. The concept they cover can be applied to a variety of different theoretical domains. The psychoanalytic relevance of this concept can be put to the test through a retroactive reexamination of studies that made it possible to think the relationship among generations, even if it potentially means having to change or make more precise the term itself. It is thus possible to envision comparing it with the two Freudian models of the unconscious: the unconscious as a specific agency, or as the consequence of a primal repression in which an ‘‘other’’ takes part. Analytic experience was the basis for the following definition, proposed by Faimberg in ‘‘A ΄ l’e΄coute du te΄lescopage des ge΄ne΄rations: pertinence psychanalytique du concept’’ (1988; Listening to the telescoping of generations: psychoanalytic relevance of the concept): The intergenerational relationship refers to a process of (re)construction that brings the primal into existence through deferred action, in the history of the transference. This primal, always fragmentary and hypothetical, then becomes the condition of possibility for initiating a process of historicizing the subject in relation to two or more previous generations. This process of links among generations can be mediated by means of an unconscious identification that is revealed in the same process of reconstruction. This conceptualization of the intergenerational relationship does not aim to find out whether it is necessary to go back ever earlier in time. It is centered around the transference, the process of listening to the anachronisms of the unconscious, and (re)constructing historical truths. Accordingly, to avoid the risk of finding only material that had already been put there, it does not aim to anticipate, based on known events, what might be brought to light through the analytic process.

Further, the ‘‘intergenerational’’ concepts that result from the necessary work of transformation linked to the transferential situation can by no means be substituted for it without becoming univocal explanatory schemes. Only by avoiding any such reification is it possible to listen to the unconscious there where it speaks: in a place where neither the analysand nor the analyst expected it.

HAYDEE FAIMBERG

Bibliography

Eiger, Alberto. (1987). La Parente fantasmatique, Paris: Dunod.

Faimberg, Haydee. (1985). Le telescopage des generations, a propos de la genealogie de certaines identifications. Revista de Psicoananalisis, 42, 5, 1043–1056.

Guyotat, Jean, and Fedida, Pierre. (1985). Evenement et psychopathologie. Lyon: Simep.

Kaes, Rene. Faimberg, Haydee. Enriquez, Micheline. et al.(1993). Transmission de la vie psychique entre generations. Paris: Dunod.

Mijolla, Alain de. (1987). Unconscious identification fantasies and family prehistory. International Journal of Psychoanalysis, 68, 397–403. (2004). Prehistoires de famille. Paris: Presses Universitaires de France.

Tisseron, Serge, et al. (1995). Le psychisme a l’epreuve des generations: clinique du fantome. Paris: Dunod.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ