THE SHRINK IS IN

 In ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

ΜΙΑ ΑΝΤΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΚΑΤΑ ΤΟΥ FREUD

THE SHRINK IS IN

By Jonathan Lear (1)

(Απόσπασμα από το άρθρο του Jonathan Lear, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The New Republic, στις 25 Δεκεμβρίου 1995) 

Μετάφραση: Γιάννης Λιάτσικος, Ηρώ Λέφα.

Με μια πρωτοφανή απόφαση αυτή την εβδομάδα, η Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου(2) υπέκυψε στις πιέσεις οργισμένων αντί-φροϋδικών και ανέβαλε για ίσως και έναν χρόνο μία μεγάλη έκθεση με τίτλο «Σίγκμουντ Φρόυντ: Διαμάχη και Πολιτισμός».

Η βιβλιοθήκη του αμερικανικού Κογκρέσου

Σύμφωνα με το πρωτοσέλιδο της Washington Post, αξιωματούχοι της βιβλιοθήκης απέδωσαν την καθυστέρηση σε προβλήματα προϋπολογισμού. Άλλοι όμως υποστήριξαν ότι ο πραγματικός λόγος ήταν η έντονη κριτική που ασκήθηκε σε μια έκθεση που θα μπορούσε να αναδείξει μια ουδέτερη ή και θετική εικόνα του πατέρα της ψυχανάλυσης.

Πενήντα περίπου ψυχολόγοι και άλλοι επιστήμονες, μεταξύ αυτών και οι Gloria Steinem και Oliver Sacks, υπέγραψαν ένα κείμενο καταγγέλλοντας την προτεινόμενη έκθεση.

Παρόλο που αυτό ήταν ίσως το πιο κατάφωρο πρόσφατο επεισόδιο της καμπάνιας ενάντια στον Φρόυντ, σίγουρα δεν ήταν το μόνο. Από το περιοδικό Time στους New York Times, η επίθεση κατά του Φρόυντ έχει μεταβληθεί από συζήτηση σε κίνημα. Τις τελευταίες εβδομάδες και μόνο, o εκδοτικός οίκος Basic Books, έχει δημοσιεύσει ένα μακρύ κατηγορητήριο, με έναν τίτλο που χωρίς αμφιβολία ελπίζει να προκαλέσει αίσθηση: «Γιατί ο Φρόυντ Είχε Άδικο». Επίσης το New York Review of Books συγκέντρωσε μερικές από τις ήδη δημοσιευμένες του ομοβροντίες σε ένα νέο τόμο.

Ακόμη και οι εικόνες που συνοδεύουν αυτές τις μομφές, συχνά προσδίδουν μία επιπλέον διάσταση εχθρότητας. «Είναι ο Φρόυντ νεκρός;» ρωτούσε στο εξώφυλλο του το περιοδικό Τime την εβδομάδα της γιορτής των Ευχαριστιών το 1993. Είτε ήταν πραγματικό το ερώτημα είτε όχι, ήταν σαφέστατα μία επανάληψη, καθώς την άνοιξη του 1966, το Time ρωτούσε «Είναι ο Θεός νεκρός;». Από ψυχαναλυτικής πλευράς οι επαναλήψεις είναι ενδιαφέρουσες τόσο για τις ομοιότητες τους όσο και για τις διαφορές τους. Με το ζήτημα του Θεού, το Τime απέφυγε να χρησιμοποιήσει μακάβριες εικόνες και απλώς εμφανιζόταν η ερώτηση γραμμένη με κόκκινα γράμματα πάνω σε μαύρο φόντο, ίσως ως ένδειξη σεβασμού προς τον προσφάτως αποθανόντα. Για τον Φρόυντ όμως, το περιοδικό προσέφερε μια υποτιθέμενη φωτογραφία του προσώπου του με το κρανίο ανοιχτό σαν να έχει ανατιναχθεί. Μπορεί κανείς να συμπεράνει την ανατίναξη γιατί ό,τι έχει απομείνει από το κρανίο έχει το σχήμα παιχνιδιού puzzle, ενώ κομμάτια του πετούν στον αέρα. Ο αναγνώστης μπορεί να δει τι έχει μέσα στο κεφάλι του ο Φρόυντ: τίποτα.

Πως μπορούμε να εξηγήσουμε τη σφοδρότητα αυτών των επιθέσεων σε έναν από χρόνια νεκρό διανοητή; Τρία είναι, κατά τη γνώμη μου, τα ρεύματα που διατρέχουν τη σημερινή κουλτούρα και συμβάλουν στην μόδα της άγριας επίθεσης κατά του Φρόυντ. Πρώτον, η αξιοσημείωτη πρόοδος στην ανάπτυξη ψυχοτρόπων ουσιών, ιδιαίτερα του Prozac, παράλληλα με την ολοένα αυξανόμενη κατανόηση της δομής του εγκεφάλου, έχουν δώσει τροφή στη θεωρία ότι κάποια μέρα κάθε μορφή ψυχοθεραπείας θα είναι παρωχημένη. Δεύτερον, οι καταναλωτές βασίζονται όλο και περισσότερο σε ασφαλιστικές εταιρείες και οργανισμούς υγείας που προτιμούν τη φθηνή λύση της φαρμακολογίας έναντι της ακριβής ψυχοθεραπείας.

Στην αρχική προσπάθεια για την καθιέρωση του ψυχαναλυτικού επαγγέλματος στην Αμερική τη δεκαετία του 1920, οι Αμερικάνοι αναλυτές επέμειναν να περιοριστεί η ψυχαναλυτική εκπαίδευση στον ιατρικό κλάδο. Ο κυριότερος πολέμιος ενός τέτοιου περιορισμού ήταν ο ίδιος ο Φρόυντ, που υποστήριξε ότι αυτό ήταν “απόπειρα καταδυνάστευσης”. Δεν υπήρχε τίποτα στην ιατρική εκπαίδευση, κατά τη γνώμη του, που να εφοδιάζει ιδιαιτέρως κάποιον για να γίνει αναλυτής. Υποψιαζόταν πως το κίνητρο των Αμερικανών ήταν η περιχαράκωση συντεχνιακών συμφερόντων.

Ο Φρόυντ ηττήθηκε:  Ήταν το μοναδικό ζήτημα στο οποίο οι Αμερικάνοι αναλυτές αψήφησαν ανοιχτά το δάσκαλο.

…………………………

Μολαταύτα, σε μένα είναι ξεκάθαρο πως ο Φρόυντ, στα καλύτερα του, είναι ένας εξερευνητής της ανθρώπινης κατάστασης σε βάθος, ακολουθώντας μια παράδοση που φτάνει πίσω στον Σοφοκλή και συνεχίζεται μέσω του Πλάτωνα, του Αγίου Αυγουστίνου και του Σαίξπηρ, στον Προυστ και στον Νίτσε. Η συνοχή της παράδοσης αυτής οφείλεται στην επιμονή της ότι υπάρχουν νοήματα μεγάλης σημασίας για την ανθρώπινη ευεξία που είναι κρυμμένα από την άμεση συνειδητότητά μας. Η Σοφόκλεια τραγωδία τοποθετεί ένα άλλο επίπεδο νοήματος σε ένα θείο κόσμο τον οποίο οι άνθρωποι δεν μπορούν παρά μόνο στιγμιαία να δουν μέσω των μαντείων. Παρερμηνεύοντας αυτά τα παράξενα νοήματα, ο άνθρωπος ανοίγει την πόρτα του στην καταστροφή.

Υπό αυτή την προοπτική, το επίτευγμα του Φρόυντ είναι ότι τοποθετεί αυτά τα νοήματα εξ ολοκλήρου στον ανθρώπινο κόσμο. Ο άνθρωπος βρίσκει νόημα για τον εαυτό του και τους άλλους, δίχως άμεση επίγνωση. Ο άνθρωπος βρίσκει περισσότερο νόημα από όσο μπορεί να διαχειριστεί. Αυτό εννοούσε ο Φρόυντ με το ασυνείδητο. Και όσο βάσιμη κριτική και να μπορεί να ασκήσει κανείς σε εκείνον και στον ψυχαναλυτικό κλάδο, είναι παρόλα αυτά αλήθεια ότι η ψυχανάλυση είναι η πιο παρατεταμένη και επιτυχημένη προσπάθεια που έχει γίνει για την αποσαφήνιση αυτών των νοημάτων. Μιας και πιστεύω ότι αυτή η άλλη πηγή νοήματος είναι μεγίστης σημασίας για την ανθρώπινη ανάπτυξη, θεωρώ την ψυχαναλυτική θεραπεία ανεκτίμητη σε όσους μπορούν να την χρησιμοποιήσουν.

Επίσης, όσο τρελό και να φαίνεται, πιστεύω ακόμα ότι η ψυχανάλυση είναι καίρια για την ανάπτυξη ενός πραγματικά δημοκρατικού πολιτισμού.

Δεν χρειάζεται να είναι αναλυτής κανείς για να παρατηρήσει ότι υπάρχει κάτι περισσότερο εδώ από την αναζήτηση της αλήθειας. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, τη συναισθηματικά φορτισμένη διαμάχη για τις φερόμενες αναμνήσεις παιδικής κακοποίησης. Όποια πλευρά κι αν υποστηρίζει ένας συγγραφέας, κατηγορεί τον Φρόυντ ότι υποστηρίζει την αντίθετη. Ο Jeffrey Masson, ο αποστάτης μελετητής του Φρόυντ, που πιστεύει ότι η παιδική κακοποίηση είναι πολύ πιο διαδεδομένη από όσο πιστεύουμε, καταξιώθηκε κατηγορώντας τον Φρόυντ ότι απέκρυπτε στοιχεία προκειμένου να κερδίσει σε υπόληψη. Μέσα από κύκλους διαλέξεων και βιβλία όπως το «Επίθεση Κατά της Αλήθειας και Ενάντια στην Ψυχοθεραπεία», ο Masson, αναδείχθηκε ως ο πιο χαρισματικός πολέμιος του Φρόυντ, αποκαλώντας τον εαυτό του  υπερασπιστή γυναικών και παιδιών ενάντια στην προδοσία που έχουν υποστεί από τον Φρόυντ. Κι όμως, η κριτική του βασίζεται σε μια εσκεμμένη παρερμηνεία.

Είναι βεβαίως γεγονός ότι ο Φρόυντ στις αρχές τις καριέρας του έκανε την υπόθεση πως η υστερία και η ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση στους ενηλίκους προέρχονταν από απωθημένες αναμνήσεις αποπλάνησης κατά την παιδική ηλικία. Επειδή οι αναμνήσεις αυτές ήταν τόσο ανησυχητικές, απωθούνταν ή έμεναν εκτός συνειδητής μνήμης, εξακολουθώντας όμως να ενεργούν στο νου προκαλώντας ψυχικές νόσους. Έως το Φθινόπωρο του 1897, ο Φρόυντ είχε εγκαταλείψει αυτή του την υπόθεση, που έμεινε γνωστή ως η θεωρία της σαγήνης (αποπλάνησης). Η εξήγησή του ήταν ότι είχε γίνει ολοένα και πιο δύσπιστος ως προς το εάν όλες οι αναμνήσεις αποπλάνησης της παιδικής ηλικίας μπορούν να είναι πραγματικές αναμνήσεις. Kατά τους ισχυρισμούς του Masson, αυτό δεν ήταν παρά μία απόπειρα του Φρόυντ να “συμμορφωθεί” με τις προκαταλήψεις των γερμανών συναδέλφων του και να προωθήσει την καριέρα του.

Αδυνατώ να διαβάσω τα γραπτά του Φρόυντ χωρίς να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι είναι ο Masson αυτός που αποκρύπτει στοιχεία με σκοπό την προώθηση της καριέρας του. Στην πραγματικότητα, ο Φρόυντ δεν εγκατέλειψε ποτέ την ιδέα ότι η παιδική κακοποίηση προκαλεί σοβαρή ψυχολογική βλάβη, και καθ΄όλη τη διάρκεια της καριέρας του επέμεινε ότι λαμβάνει χώρα συχνότερα από ότι αναγνωρίζεται. Το 1917 για παράδειγμα, είκοσι χρόνια αφού εγκατέλειψε τη θεωρία της σαγήνης, ο Φρόυντ γράφει ότι «οι φαντασιώσεις ότι κάποιος αποπλανείται είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες, γιατί συχνά δεν είναι απλές φαντασιώσεις, αλλά πραγματικές αναμνήσεις». Ακόμα και στο τέλος της καριέρας του, το 1938, γράφει ότι «ενώ η σεξουαλική κακοποίηση παιδιών από ενηλίκους, ή η αποπλάνησή τους από μόλις λίγο μεγαλύτερα παιδιά δεν είναι γεγονός για όλα τα παιδιά, παρόλα αυτά είναι αρκετά συχνή». Είναι λοιπόν παραπλανητικό να πούμε ότι ο Φρόυντ εγκατέλειψε ποτέ την πεποίθησή του στην ύπαρξη παιδικής σεξουαλικής κακοποίηση. Αυτό που εγκατέλειψε ήταν η τυφλή αποδοχή κάθε υποτιθέμενης ανάμνησης μίας τέτοιας κακοποίησης ως πραγματικής.

Άλλωστε, με το να εστιάσουμε στο θέμα της κακοποίησης, χάνουμε το πραγματικό ζήτημα. To ουσιαστικό στην εγκατάλειψη της θεωρίας της σαγήνης δεν είναι η συχνότητα της κακοποίησης, αλλά η φύση της δραστηριότητας του ίδιου του εγκεφάλου. Θεωρώντας, όπως έκανε αρχικά, πως όλες οι φερόμενες αναμνήσεις κακοποίησης ήταν αληθινές, ο Φρόυντ αντιμετώπιζε τον εγκέφαλο ως απλό αποδέκτη εμπειριών, που καταγράφει την πραγματικότητα με τον παθητικό τρόπο μιας κάμερας.  Ο νους, μπορούσε να ενεργεί ώστε να κρατάει κάποιες αναμνήσεις μακριά από το συνειδητό μας, ήταν όμως κατά τ’ άλλα παθητικός. Συνειδητοποιώντας ότι δεν μπορεί κάθε ανάμνηση να γίνει δεκτή ως γεγονός, ο Φρόυντ ουσιαστικά ανακάλυψε ότι ο εγκέφαλος οργανώνει την ίδια του την εμπειρία με ενεργό και ευρηματικό τρόπο. Αυτή ήταν μία καίρια στιγμή για την θεμελίωση της ψυχανάλυσης.

Βεβαίως και υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ της υπαρκτής και της φαντασιωτικής κακοποίησης, τόσο από κλινικής όσο κι από ηθικής πλευράς. Αλλά όσον αφορά τη σημαντικότητα της ανακάλυψης του Φρόυντ, η ύπαρξη ή η απουσία κακοποίησης, η ύπαρξη ή η απουσία αποπλάνησης, είναι άνευ σημασίας. Μόλις αντιληφθούμε ότι ο ανθρώπινος νους είναι παντού ενεργητικός και εφευρετικός, τότε πρέπει να μελετήσουμε την πορεία αυτής της δραστηριότητας, αν θέλουμε να κατανοήσουμε τη λειτουργία του. Και αυτό ισχύει ανεξάρτητα από το αν ο νους προσπαθεί να επεξεργαστεί την επώδυνη πραγματικότητα, αν αντιδράει σε ένα τραυματικό γεγονός, αν διαχειρίζεται την καθημερινότητα, ή αν “παραμυθιάζεται”.

Ο Φρόυντ αποκαλούσε αυτή την ευεργετική λειτουργία, φαντασία, και υποστήριζε ότι λειτουργεί ασυνείδητα και παίζει σημαντικό ρόλο στην οργάνωση της εμπειρίας του ατόμου.  Στην αντίληψη αυτή βρίσκεται η πηγή μιας βαθιάς ενόρασης της ανθρώπινης κατάστασης. Αποτελεί την κεντρική ενόραση της ψυχανάλυσης, και όμως αγνοείται, εν μέσω του τεταμένου διαλόγου για την παιδική κακοποίηση. Στην πραγματικότητα, η ανακάλυψη της ασυνείδητης φαντασίας δεν είναι από μόνης της επιχείρημα υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς σε αυτή τη διαμάχη. Ο ίδιος ο Φρόυντ αντιμετώπισε με σκεπτικισμό τις φερόμενες ως αναμνήσεις παιδικής αποπλάνησης, αλλά αυτό συνέβη γιατί θεώρησε ότι είχε υπάρξει αρχικά πολύ εύπιστος. Μπορεί κανείς να επιχειρηματολογήσει επιτυχώς και για την αντίθετη θέση: Ακριβώς επειδή η φαντασία λειτουργεί με τόσο διεισδυτικό τρόπο στον ψυχισμό, χρειάζεται κανείς να εξετάσει με πολύ πιο λεπτό τρόπο το τι αποτελεί στην πραγματικότητα αποπλάνηση. Επειδή η φαντασία είναι εξίσου ενεργή σε γονείς και παιδιά, η αποπλάνηση από τον γονιό μπορεί να παίρνει κι άλλες μορφές πέραν της ωμής κακοποίησης. Κατά ειρωνικό τρόπο, αυτή η ίδια λεγόμενη “εγκατάλειψη της θεωρίας της σαγήνης” από τον Φρόυντ, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να διευρύνει τι μπορεί να θεωρηθεί πραγματική αποπλάνηση.

H ειρωνεία είναι ότι ενώ όσοι πιστεύουν στη διαδεδομένη ύπαρξη της παιδικής αποπλάνησης, επιτίθενται στον Φρόυντ για εγκατάλειψη του αγώνα, ταυτόχρονα, όσοι βρίσκουν τις απωθημένες αναμνήσεις παιδικής κακοποίησης υπερβολικές, κατηγορούν και πάλι τον ίδιο για την υπόθαλψη αυτής της υπερβολής.

Μπορεί να αναρωτηθεί κανείς:
Γιατί παίζει ο Φρόυντ τον ρόλο του κακού αντί του ήρωα;
Γιατί o Masson δεν παρουσιάζει τον Φρόιντ σαν τον πρωτοπόρο που συνέδεσε τις παιδικές αναμνήσεις με μετέπειτα ψυχολογικές βλάβες;

Υπάρχουν λογικές απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα – στην μία περίπτωση, το ότι αναθεώρησε τη θέση του, στην άλλη, το ότι αν και αναθεώρησε είναι υπεύθυνος για τη δημιουργία μιας παράδοσης – αλλά οι απαντήσεις αυτές δεν είναι αρκετά ικανοποιητικές. Στην πραγματικότητα, τα συναισθήματα έχουν αντιστραφεί, και επιχειρήματα χρησιμοποιούνται για να καλύψουν ρεύματα παραλογισμού. Αυτό μπορεί να αποτελεί, εν μέρη, μια υγιή αντιστροφή, μια αντίδραση απέναντι στην εξιδανίκευση του παρελθόντος. Είναι όμως ακόμη γεγονός πως ο Φρόυντ χρησιμοποιείται σαν αποδιοπομπαίος τράγος…

… και στην αναζήτηση εξιλαστήριων θυμάτων οι λεπτές διαφοροποιήσεις αγνοούνται.

Αρκεί μια ματιά στην υποτιθέμενη διαμάχη για την επιστημονικότητα της ψυχανάλυσης για να δει κανείς τις λεπτές διακρίσεις να εξαφανίζονται. Σε μια σειρά βιβλίων και άρθρων, ο καθηγητής Adolf Gruenbaum του πανεπιστημίου του Pittsburgh, υποστήριξε ότι η ψυχανάλυση δεν μπορεί να αποδείξει τους ισχυρισμούς της για την σύνδεση αιτίας – αποτελέσματος μεταξύ ασυνείδητων κινήτρων και ορατών εκδηλώσεων, είτε στην καθημερινότητα, είτε σε ένα κλινικό περιβάλλον. O Gruenbaum, υποστηρίζει πως ο Φρόυντ πρόβαλλε ισχυρισμούς αιτιότητας για την ψυχανάλυση και συγκεκριμένα ότι θεραπεύει τις νευρώσεις. Αλλά συνεχίζει υποστηρίζοντας, λιγότερο εύλογα, ότι σε κλινικές συνθήκες η ψυχανάλυση δεν μπορεί να αποδείξει τους ισχυρισμούς της. Είναι αξιοσημείωτο γιατί τόσο καθιερωμένα έντυπα, όπως τα περιοδικά Time και Economist, αλλά και οι New York Times, έσπευσαν να αναγνωρίσουν ένα έργο τόσο δυσνόητο και ασαφές όσο του Gruenbaum. Η αναφορά του και μόνο προσδίδει έναν αέρα επιστημονικού κύρους στην επίθεση κατά του Φρόυντ, ενώ οι εξαιρετικές κριτικές που έχει δεχθεί το έργο του αγνοούνται.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ισχυρισμοί αιτιότητας της ψυχανάλυσης δεν μπορούν να αποδειχτούν με τις ίδιες μεθόδους που χρησιμοποιούν πιο παραδοσιακές εμπειρικές επιστήμες όπως η φυσική. Αλλά εξίσου δεν μπορεί να αποδειχτεί η αιτιότητα για καμία άλλη μορφή ψυχολογίας που ερμηνεύει τις πράξεις του ατόμου σύμφωνα με τα κίνητρα του – περιλαμβανομένης και της ψυχολογίας της καθημερινής ζωής.

……………….

Οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους δημιουργοί και ερμηνευτές νοημάτων. Τα νοήματα, οι ιδέες, οι επιθυμίες, οι πεποιθήσεις, είναι πίσω από κάθε τι ενδιαφέρον που κάνει ο άνθρωπος. Αλλά όταν κανείς προσπαθεί να βρει μια ουσιαστική εξήγηση πρέπει να χρησιμοποιήσει διαφορετικές μεθόδους επαλήθευσης από αυτές που θα χρησιμοποιούσε στην πειραματική φυσική. Και είναι λανθασμένο να θεωρήσουμε ότι οι μέθοδοι αυτοί αναγκαστικά θα πρέπει να υπολείπονται σε ακρίβεια.

………………

Πως μπορούμε, λοιπόν, να καθορίσουμε κατάλληλα πρότυπα επαλήθευσης της αιτιότητας στην ψυχανάλυση; Αυτό είναι ένα πραγματικό και σημαντικό ερώτημα που o στερεοτυπικός ψυχαναλυτής προσπερνά λέγοντας στον αναλυόμενο που διαφωνεί με την ερμηνεία του ότι απλώς αντιστέκεται. Στο έργο «Η Ανοικτή Κοινωνία και οι Εχθροί της» του Karl Popper, βρίσκει κανείς το στερεότυπο αυτό στην αποθέωσή του. Ο Popper ισχυρίζεται ότι η ψυχανάλυση αποτελεί ψευδοεπιστήμη, επειδή τα ευρήματά της δεν μπορούν να διαψευστούν ή επαληθευτούν: «Είναι τέτοιο το εύρος και η αοριστία των συνυπολογιζόμενων στοιχείων που οι ισχυρισμοί της ψυχανάλυσης δεν μπορούν καν να ελεγχθούν ή να αμφισβητηθούν». Με αυτή τη λογική βέβαια, ούτε η ιστορία ή η πολιτική οικονομία, ούτε η συνήθης ψυχολογική ερμηνεία μπορούν να επαληθευτούν, αλλά κανείς δεν θα διανοούταν να τις αποκαλέσει ψευδοεπιστήμες.

Υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να αποτελέσει παγκόσμια απάρνηση της ψυχανάλυσης: Αν οι άνθρωποι συμπεριφέρονταν, παντού και πάντα, με λογικό και απόλυτα κατανοητό τρόπο, θα μπορούσαμε να απορρίψουμε την ψυχανάλυση σαν περιττή ανοησία. Είναι επειδή οι άνθρωποι συμπεριφέρονται συχνά με παράξενο τρόπο, τρόπο που μπορεί να προκαλεί πόνο στον εαυτό τους και στους άλλους, τρόπο ανεξήγητο και στους ίδιους ακόμα, που η ψυχανάλυση επιτάσσει την προσοχή μας.

Δυστυχώς, υπάρχει μια δόση αλήθειας στο στερεότυπο του αναλυτή που χρησιμοποιεί αθέμιτα το βάρος της “αυθεντίας” του απέναντι στον αναλυόμενο. Πιστεύω όμως ότι όταν η ψυχανάλυση γίνεται σωστά, δεν υπάρχει άλλου είδους θεραπευτική παρέμβαση –  στην ψυχολογία, την ψυχιατρική, ή την γενική ιατρική – που να σέβεται περισσότερο τον κάθε ασθενή ατομικά. Ο αναλυτής πρέπει να κρατά μια στάση βαθιάς ταπεινότητας μπροστά στην απέραντη πολυπλοκότητα του ανθρώπου που έχει απέναντί του. Πρέπει, επειδή ο άνθρωπος είναι ένα ζώο που αυτό-ερμηνεύεται, να είναι πάντα έτοιμος να δώσει τον πρώτο ρόλο στις εξηγήσεις που δίνει το ίδιο το άτομο. Αλλά ας υποθέσουμε ακόμα, προς χάριν της συζήτησης, ότι αληθεύει πως οι άνθρωποι κρατούν ανενεργά κάποια δυσάρεστα νοήματα από τη συνειδητή τους αντίληψη. Πρέπει τότε να θεωρείται αναμενόμενο ότι σε κάθε διαδικασία που φέρει αυτά τα νοήματα στο φως θα παρουσιαστεί και κάποιος βαθμός αντίστασης. Και έτσι προκύπτει το τεχνικό και θεωρητικό ζήτημα του πως κανείς μπορεί να εκμαιεύσει αυτά τα νοήματα χωρίς να υποκύψει στο στερεότυπο και χωρίς να προκαλέσει ένα ξέσπασμα αντίστασης, συνεργαζόμενος με τον αναλυόμενο και διατηρώντας παράλληλα βαθύ σεβασμό για αυτόν. Πρέπει να γνωρίζουμε λεπτομερώς εάν, πότε και πως είναι σωστό να κατονομάζουμε την ύπαρξη της αντίστασης μέσα στο θεραπευτικό περιβάλλον. Κάποιες από τις καλύτερες πρόσφατες εργασίες πάνω στην ψυχαναλυτική θεωρία ασχολούνται ακριβώς με αυτό το ζήτημα.

Σκεφτείτε αυτό το απλό παράδειγμα: Ένας αναλυόμενος έρχεται σε κάθε συνεδρία με ακριβώς πέντε λεπτά καθυστέρηση. Ύστερα από ένα διάστημα, το να τον καλέσουμε να υποθέσει γιατί συμβαίνει αυτό, μπορεί να μην έχει νόημα. Μια τέτοια ερώτηση, όσο προσεκτικά και αν τεθεί, δεν μπορεί παρά να προκαλέσει έναν καταιγισμό διαμαρτυριών: “δεν ξέρεις πόσο απασχολημένος είμαι, πόσες θυσίες κάνω για να έρχομαι εδώ”, κτλ. Ακόμα κι αν η μόνιμη αργοπορία και οι διαμαρτυρίες είναι χαρακτηριστικά αυτού που οι αναλυτές αποκαλούν αντίσταση, υπάρχει ένας πολύ καλός λόγος να μην γίνει θέμα: Η ανάλυση είναι για τον αναλυόμενο. Οποιαδήποτε ερμηνεία δεν του είναι χρήσιμη στην πορεία του προς την αυτό-συνείδηση είναι άσκοπη, ακόμη και αν είναι σωστή. Αν η αργοπορία είναι μορφή αντίστασης, κι αν ο αναλυτής είναι αρκούντως υπομονετικός, θα έρθει η στιγμή που ο αναλυόμενος θα χαλαρώσει αρκετά ώστε να αναρωτηθεί για τη συμπεριφορά του. Ίσως πει, “περίεργο, φαίνεται πως καθυστερώ πάντα πέντε λεπτά”, ή “σκέφτηκα να ζητήσω να ξεκινάμε τις συνεδρίες πέντε λεπτά αργότερα, αλλά κατάλαβα ότι μάλλον θα εξακολουθούσα να αργώ και άλλα πέντε λεπτά”. Σε αυτό το σημείο θα ήταν λάθος να μην εξετάσουμε το ζήτημα, μιας και μπορεί να προκύψει αυθορμήτως ένα πλήθος πληροφοριών: Μπορεί, για παράδειγμα, να ήθελε να νιώθει πως είχε ο ίδιος τον έλεγχο, πως ήθελε να τον αναγνωρίσει ο αναλυτής ως εξίσου σοβαρό επαγγελματία κ.α. Μόλις αναγνωριστούν αυτές οι επιθυμίες μπορούν να διερευνηθούν. Πολλές φορές αυτή η εξερεύνηση μπορεί να κάνει μεγάλη διαφορά στο πως ο αναλυόμενος βλέπει τον εαυτό του και το πως ζει το υπόλοιπο της ζωής του. Θα έπρεπε να αποφευχθούν όλα αυτά με βάση τη χονδροειδή αντίληψη ότι ένας αναλυτής κάνει πάντα κατάχρηση της εξουσίας του όταν μιλάει για αντίσταση; Το πρόβλημα με το στερεότυπο είναι ότι αγνοεί οποιαδήποτε παράμετρο. Χρησιμοποιεί  το ενδεχόμενο και μόνο της ύπαρξης αντίστασης για να αμφισβητήσει την ψυχανάλυση εν γένει.

Ποιο είναι το διακύβευμα όλων αυτών των επιθέσεων; Αν επρόκειτο απλά για μια επίθεση σε ένα ιστορικό πρόσωπο, τον Φρόυντ, ή σε μια επαγγελματική ομάδα, τους ψυχαναλυτές, θα είχε καταλαγιάσει η φασαρία από καιρό. Εξάλλου, στις μέρες μας η ψυχανάλυση περιορίζεται σε ένα μικρό κομμάτι του τομέα της ψυχικής υγείας. Ο Φρόυντ διδάσκεται και μελετάται ολοένα και λιγότερο. Παίρνει κανείς, βέβαια, κάποιου είδους ικανοποίηση, προσποιούμενος ότι αντιτίθεται θαρραλέα σε μια ισχυρή αυθεντία. Αλλά στην πραγματικότητα συμμετέχει σε μια μαζική επίθεση. Ακόμα και αυτό το θέλγητρο αποδυναμώνεται μετά από λίγο. Ο πραγματικός στόχος των επιθέσεων – που για την απόκρυψή του χρησιμοποιείται προσχηματικά ο Φρόυντ – είναι η αντίληψη και μόνο ότι οι άνθρωποι έχουν ασυνείδητα κίνητρα. Μπορεί η μάχη να δίνεται για τον Φρόυντ, αλλά ο πόλεμος γίνεται για την πολιτισμική μας αντίληψη σχετικά με την ανθρώπινη ψυχή.

Θα πρέπει να βλέπουμε τον άνθρωπο ως σύνθετο ψυχολογικό οργανισμό με βάθος, που δημιουργεί επίπεδα νοήματος που παραμένουν κάτω από την επιφάνεια της αντίληψης του;

Ή να τον θεωρούμε διαυγή στον ίδιο του τον εαυτό;

….

Δύσκολα μπορεί να υποστηρίξει κανείς αυτή τη θέση χωρίς να φανεί πολέμιος της προόδου. Για αυτό ρητά θα δηλώσω πως η ψυχοφαρμακολογία και η νευροψυχιατρική είχαν και θα συνεχίσουν να έχουν τεράστια συνεισφορά στην ελάττωση του ανθρώπινου πόνου. Αλλά το να θεωρούμε ότι η χημική παρέμβαση είναι ικανή να λύσει τα προβλήματα της ανθρώπινης ζωής είναι καθαρή φαντασία. Για αυτό το λόγο είναι λανθασμένο να θεωρούμε το Prozac και την ψυχανάλυση σαν δύο διαφορετικά μέσα για την επίτευξη του ίδιου σκοπού. Σκοπός της ψυχανάλυσης είναι να μας βοηθήσει να αναπτύξουμε μια πιο καθαρή, ευέλικτη και δημιουργική ιδέα για το ποιοί είναι οι ενδεχόμενοι στόχοι μας. “Πως θα πρέπει να ζούμε;” είναι κατά τον Σωκράτη το θεμελιώδες ερώτημα της ανθρώπινης ύπαρξης και η απόπειρά μας να δώσουμε απάντηση σε αυτό το ερώτημα δίνει αξία στην ανθρώπινη ζωή. Και ήταν ο Πλάτωνας και ο Σαίξπηρ, ο Προυστ, ο Νίτσε και πιο πρόσφατα ο Φρόιντ, που περιέπλεξαν το ζήτημα διακηρύσσοντας την ύπαρξη βαθέων και διασταυρωμένων επιπέδων νοήματος που διαπερνούν την ανθρώπινη ψυχή και που στην καλύτερη περίπτωση μόνο θολά μπορούμε να αντιληφθούμε. Αυτή είναι η Δυτική παράδοση: όχι ένα συγκεκριμένο σύνολο αξιών, αλλά η πεποίθηση πως η ανθρώπινη ψυχή έχει τέτοιο βάθος που δεν είναι δυνατή μια εύκολη απάντηση στο πως θα πρέπει να ζούμε.

Αν απορρίψουμε τον Φρόυντ σαν τσαρλατάνο, δεν απολαμβάνουμε μόνο τη θυσία ενός αποδιοπομπαίου τράγου, αλλά αποφεύγουμε επίσης τα βασανιστικά ερωτήματα για τα αινιγματικά κίνητρα της ανθρώπινης φύσης.

Υπάρχουν δύο διαφορετικές αντιλήψεις για πως θα πρέπει να είναι οι άνθρωποι για να αποτελεί η δημοκρατία μια βιώσιμη μορφή κυβέρνησης. Η επικρατούσα σήμερα άποψη αντιμετωπίζει τους ανθρώπους ως επιλεκτικά εκφραζόμενα πολιτικά άτομα/μονάδες, δίνοντας ελάχιστη σημασία στην υποατομική δομή. Επαγγελματίες δημοσκόποι, πολιτικοί επιστήμονες και διανοούμενοι, αντιμετωπίζουν την κοινωνία ως ένα σύνολο τέτοιων ατόμων. Ο μόνος παραλογισμός που αναγνωρίζουν είναι η αδυναμία των επιλεκτικών αυτών μονάδων να συμμορφωθούν με τους κανόνες της θεωρίας της Λογικής Πράξης. Αν πιστέψει κανείς πως μόνο αυτή η εικόνα της ανθρωπότητας μπορεί να διατηρήσει την δημοκρατία, θα τείνει να βρίσκει την ψυχανάλυση ύποπτα αντιδημοκρατική.

Υπάρχει κάποια άλλη, ίσως πιο ικανοποιητική, εικόνα του ανθρώπου που να καθιστά παρόλα αυτά δυνατή την οργάνωση του σε δημοκρατικές κοινωνίες; Αν εξετάσουμε την σπουδαιότερη άμεση δημοκρατία που έχει υπάρξει ποτέ – την Αθηναϊκή δημοκρατία του 5ου αιώνα – θα δούμε πως η άνθισή της συμπίπτει με ακρίβεια με την άνθηση ενός από τα σπουδαιότερα είδη λογοτεχνίας παγκοσμίως: αυτό της Τραγωδίας. Δεν πρόκειται για απλή σύμπτωση. Το τραγικό θέατρο έδινε στους πολίτες μια διέξοδο από την ευθύνη της λήψης λογικών αποφάσεων για τους ίδιους και την κοινωνία. Ταυτόχρονα, η Τραγωδία τους έφερνε αντιμέτωπους με το γεγονός ότι έπρεπε να πάρουν τις αποφάσεις τους σε έναν κόσμο που δεν ήταν εξ ολοκλήρου λογικός. Σε έναν κόσμο όπου ορισμένες φορές η λογική διακοπτόταν βίαια και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για παράλογους σκοπούς.

Τι είναι εξάλλου το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα; Το ότι ο Οιδίποδας σκότωσε τον πατέρα του και παντρεύτηκε τη μητέρα του δεν είναι αρκετά εύστοχο. Η πατροκτονία και η αιμομιξία είναι οι απόρροιες και όχι η γενεσιουργός αιτία. Το θεμελιώδες σφάλμα του Οιδίποδα ήταν η υπόθεσή του πως το νόημα είναι πρόδηλο για την ανθρώπινη λογική.  Η έντρομη αντίδρασή του στον χρησμό του Δελφικού Μαντείου, είναι η φυγή του από τους ανθρώπους που θεωρεί (λανθασμένα) γονείς του. Στο δρόμο, σκοτώνει τον πραγματικό του πατέρα και ρίχνεται στην αγκαλιά της μητέρας του. Πρόκειται για την κλασσική σκηνή της εκπλήρωσης του πεπρωμένου ακριβώς διαμέσου της προσπάθεια να αποφευχθεί. Αλλά αυτό καθίσταται δυνατόν λόγω της πεποίθησης του Οιδίποδα ότι έχει επίγνωση της κατάστασής του και πως ο χρησμός του είναι άμεσα κατανοητός. Για αυτό πιστεύει ότι μπορεί να αντιπαρέλθει τον χρησμό με την εφαρμογή άμεσης και  λογικής δράσης. Το σφάλμα του Οιδίποδα, κατ΄ουσίαν, είναι η άρνηση του ασυνείδητου νοήματος.

Για τον Σοφοκλή αυτό αποτελούσε ιεροσυλία, γιατί θεωρούσε πως το απόκρυφο αυτό μήνυμα προερχόταν από μια θεϊκή πηγή.  Αλλά είναι ξεκάθαρο πως, στο όραμα του Σοφοκλή, ο Οιδίποδας επιτίθεται στο ίδιο το ασυνείδητο νόημα. Όταν έρχεται αντιμέτωπος με τον προφήτη Τειρεσία, ο Οιδίποδας υπερηφανεύεται πως ήταν η δική του ενσυνείδητη συλλογιστική που έσωσε την πόλη από την τρομερή Σφίγγα και όχι κάποια δύναμη ερμηνείας απόκρυφων νοημάτων.

“Πως, πες μου, μπορεί να είσαι αληθινός προφήτης; Γιατί όταν το στιχοπλόκο τέρας ήταν εδώ δεν έδωσες τη λύση που θα απελευθέρωνε τους πολίτες αυτής της πόλης; Όντως ο γρίφος της δεν μπορούσε να λυθεί από έναν πρωτόβγαλτο αδαή! Απαιτούσε προφητικές ικανότητες και εσύ φανερώθηκε πως δεν είχες καμία γνώση λάβει από θεούς και από πουλιά. Όχι, ήμουν εγώ, ο αμαθής Οιδίποδας, που ήρθα και τη σταμάτησα. Βρήκα τη λύση με την έμφυτη ευφυΐα μου και όχι με όσα μου είπαν τα πουλιά”. (3)

Ποιό ήταν το μήνυμα του Σοφοκλή στους Αθηναίους πολίτες που συνέρρεαν στο θέατρο; Διακινδυνεύετε αν επιλέξετε να αγνοήσετε τα ασυνείδητα νοήματα. Αν το κάνετε θα έχετε τη μοίρα του Οιδίποδα. Υπό αυτήν την προοπτική, οι δημοκρατικοί πολίτες οφείλουν να διατηρούν μια κάποια ταπεινότητα απέναντι σε νοήματα που παραμένουν σκοτεινά μπρος στην ανθρώπινη λογική.  Χρειάζεται επιφύλαξη, γιατί συχνά, ότι θεωρούμε άσκηση της λογικής, μπορεί τόσο να αποκρύψει όσο και να εκφράσει έναν παραλογισμό τον οποίο αγνοούμε.

Δεν ακούει κανείς τον αντίλαλο των επιθέσεων του Οιδίποδα στον Τειρεσία, στις πρόσφατες επιθέσεις κατά του Φρόυντ; Δεν είναι η ίδια η επίθεση στον Φρόυντ η επανάληψη και η αναπαράσταση του Οιδιπόδειου συμπλέγματος, λιγότερο επίθεση κατά του πατέρα και περισσότερο επίθεση κατά του ίδιου του απωθημένου ασυνείδητου νοήματος; Μια ένδειξη πως πράγματι είναι έτσι – ένα σύμπτωμα αν θέλετε είναι το ότι καμία από τις επιθέσεις αυτές δεν ασχολείται με τα προβλήματα της ανθρώπινης ύπαρξης στα οποία απαντά η ψυχανάλυση. Από ψυχαναλυτικής άποψης, ο ανθρώπινος παραλογισμός δεν είναι απλά δείγμα της αποτυχία μας να κάνουμε ορισμένες λογικές επιλογές. Κάποιες φορές πρόκειται για μια ακατάληπτη εισβολή που υπερνικά τη λογική και την καταλύει. Κάποιες φορές υπάρχει μέθοδος στην τρέλα. Αλλά πως μπορεί να υπάρχει μέθοδος στην τρέλα; Ακόμα και αν ο Φρόυντ πράγματι μεταχειρίστηκε με προχειρότητα ή με υπερβάλλον ζήλο κάποια από τα περιστατικά του, πρέπει να δώσουμε μια εξήγηση για τις παρεισφρητικές εκδηλώσεις του ανθρώπινου παραλογισμού. Αυτό είναι το ζήτημα, το οποίο οι επιθέσεις κατά του Φρόυντ αγνοούν.

Το πραγματικό ερώτημα είναι εάν και πως είναι δυνατή η υπεύθυνη αυτονομία. Κατά την ανάπτυξη της ανθρώπινης αυτό-εικόνας, από τον Σοφοκλή στον Φρόυντ, έχει μετατεθεί η πηγή του κρυφού νοήματος από την θεία στην ανθρώπινη σφαίρα. Εκ πρώτης όψεως, μπορεί να φαίνεται πως η αναγνώριση μια σκοτεινής πλευράς της ανθρώπινης ψυχής μπορεί να απειλήσει τη βιωσιμότητα ενός δημοκρατικού πολιτισμού. Σαφώς, η κριτική που ασκήθηκε τον εικοστό αιώνα στην αισιοδοξία του Διαφωτισμού, με την αντίστοιχη έμφαση στον ανθρώπινο παραλογισμό, επίσης αμφισβητεί, ακόμα και καταφρονεί το δημοκρατικό ιδεώδες.

Είναι κάτω από αυτό το πρίσμα που ο Φρόυντ φαντάζει ως ακόμα πιο αμφιλεγόμενος. Κατά έναν τρόπο είναι ο υποστηρικτής του ασυνειδήτου και κατά έναν άλλο τρόπο, γεμάτος με την αισιοδοξία και τη σιγουριά του Διαφωτισμού πως τα προβλήματα που δημιουργούνται από το ασυνείδητο είναι επιλύσιμα. Και με έναν τρίτο τρόπο, είναι επιφυλακτικός απέναντι στην σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης ψυχής και πεσιμιστής όσον αφορά την επιτυχία της απάλυνσης του ψυχικού πόνου. Είναι ο Τειρεσίας, ο Οιδίποδας και ο Σοφοκλής μαζί.

Αν, προς στιγμήν, σταθούμε στην αισιοδοξία, βλέπουμε να ξεπροβάλλει ένα όραμα για το πως κανείς μπορεί να βλέπει και τον ανθρώπινο παραλογισμό με σοβαρότητα και να υποστηρίζει το δημοκρατικό ιδεώδες. Αν ο παραλογισμός πηγάζει μέσα από τον άνθρωπο και όχι απ’ έξω, τότε ανοίγεται η δυνατότητα ενός υπεύθυνου διαλόγου μαζί του. Η ψυχανάλυση είναι, κατ’ ουσίαν, η προσπάθεια να καταστεί εφικτός ένας τέτοιος διάλογος. Είναι μια τεχνική που επιτρέπει στα σκοτεινά μηνύματα και τα παράλογα κίνητρα να ανέβουν στην επιφάνεια της συνειδητής μας επίγνωσης. Μπορούμε έτσι να τα λάβουμε υπόψη, να τα επαναδιαμορφώσουμε, καθώς και να περιορίσουμε έτσι τις πιθανότητες να διακόψουν τη ζωή μας με βίαιους και μη κατανοητούς τρόπους. Επικριτές της ψυχανάλυσης παραπονιούνται ότι πρόκειται για μια πολυτέλεια για λίγους. Αλλά, με την σύγχρονη συλλογιστική, κανείς δεν έχει κάνει την δημιουργικότητα και την φαντασία πιο δημοκρατικά διαθέσιμες από τον Φρόυντ. Αυτή είναι μία από τις πιο σημαντικές συνέπειες της τοποθέτησης του ασυνειδήτου μέσα στον ψυχισμό. Η δημιουργικότητα δεν είναι πλέον αποκλειστικό προνόμιο των θεϊκά εμπνευσμένων ή των ελάχιστων σπουδαίων ποιητών. Από ψυχαναλυτικής πλευράς, όλοι είναι ποιητές, όλοι ονειρεύονται με μεταφορές και είναι δημιουργοί συμβολικών νοημάτων καθώς ζουν τη ζωή τους. Ακόμα και στην πεζότητά τους οι άνθρωποι άθελα τους μιλούν πάντα ποιητικά.

Και το ερώτημα τώρα είναι: Ποιά ποιητική χρήση μπορούμε να βρούμε για τον Φρόυντ; Ο Φρόυντ είναι νεκρός. Πέθανε το 1939, μετά από μια εξαιρετικά παραγωγική και δημιουργική ζωή. Κάτω από τις συνεχιζόμενες επιθέσεις εναντίων του κρύβεται μια απροθυμία να τον αφήσουμε πίσω. Ήταν ο ίδιος ο Φρόυντ που δίδαξε πως χρειάζεται πρώτα να αποδεχτούμε τον πραγματικό θάνατο ενός σημαντικού ανθρώπου στη ζωή μας για να μπορέσουμε να τον πενθήσουμε. Μόνο τότε μπορεί να συμβολοποιηθεί μια ολοκληρωμένη ζωή για εμάς. Με την εμμονή μας στο πρόσωπο του Φρόυντ αποφεύγουμε το σύμβολο Φρόυντ. Το συμβολικό μήνυμα του Φρόυντ είναι, κατά την άποψη μου, ότι οι άνθρωποι επινοούν περισσότερα νοήματα από όσα μπορούν να διαχειριστούν… και πως αν και τα νοήματα αυτά είναι συχνά επώδυνα και αποδιοργανωτικά, δεν χρειάζεται να μένουμε παθητικοί στην αντιμετώπισή τους. Ο Φρόυντ ξεκίνησε τη διαδικασία διαχείρισης των ασυνείδητων νοημάτων και είναι σημαντικό να μην μένουμε προσκολλημένοι σε αυτόν, είτε ειδωλοποιώντας τον, είτε δυσφημώντας τον. Οι επιθέσεις εναντία στον ίδιο, ή και στην ψυχανάλυση γενικά, αρνούνται να αναγνωρίσουν πως ο Φρόυντ δημιούργησε το ψυχαναλυτικό κίνημα, το οποίο τον έχει με πολλαπλούς τρόπους αφήσει πίσω του. Αν ο Φρόυντ ζει κάπου, είναι ως μέρος μίας παράδοσης, που με τις πιο ευαίσθητες και εκλεπτυσμένες τεχνικές και τρόπους σκέψης που έχει αναπτύξει, έχει καταστήσει πολλά από όσα έχει κάνει ή σκεφτεί ξεπερασμένα. Όπως η δημοκρατία απαιτεί την αναγνώριση πως ο βασιλιάς είναι νεκρός, και ως οντότητα και ως θεσμός, έτσι και η δημοκρατική αναγνώριση πως ο κάθε άνθρωπος είναι δημιουργός ασυνείδητων, συμβολικών νοημάτων, απαιτεί την αποδοχή του θανάτου του Φρόυντ. Αυτό που μετράει, όπως ο ίδιος ο Φρόυντ ήξερε πολύ καλά, είναι το τι μπορούμε να κάνουμε με τα νοήματα που δημιουργούμε.

  1. Jonathan Lear is currently the John U. Nef Distinguished Service Professor at the Committee on Social Thought and the Department of Philosophy at The University of Chicago, where he teaches and writes about questions at the intersection of psychoanalysis and philosophy. Lear’s latest book, A Case for Irony (Harvard University Press), explores the idea that irony, understood rightly, is essential to our lives as human beings. Drawing on his studies of Socrates, Kierkegaard, and psychoanalysis, Lear provides a compelling account for us to rethink irony today and commit ourselves to a different understanding of it.
  2. Η βιβλιοθήκη του αμερικανικού Κογκρέσου διαθέτει περισσότερα από 150 εκατομμύρια αντικείμενα στη συλλογή της και κάθε μέρα προσθέτει περίπου 10.000
  3. Απόσπασμα από την Τραγωδία του Σοφοκλή: Οιδίπους Τύραννος, 574-588.

 

http://philosophy.uchicago.edu/faculty/lear.html

http://home.uchicago.edu/~jlear/

https://en.wikipedia.org/wiki/The_New_Republic

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ