Das Bild
Vilem Flusser
Das Bild – The picture
Η εικόνα
Οι εικόνες είναι σημαίνουσες επιφάνειες. Παραπέμπουν – τις περισσότερες φορές – σε κάτι στον χωροχρόνο “εκεί έξω”, το οποίο οφείλουν ως αφαιρέσεις (ως συντομεύσεις των τεσσάρων διαστάσεων του χωροχρόνου στις δύο διαστάσεις της επιφάνειας) να το καταστήσουν παραστάσιμο σε εμάς. Αυτή η εξειδικευμένη ικανότητα να αφαιρούμε επιφάνειες από τον χωροχρόνο και να τις επανα-προβάλλουμε ξανά στο χωροχρόνο μπορεί να ονομαστεί φαντασία (Imagination). Αποτελεί την προϋπόθεση για την κατασκευή και την αποκωδικοποίηση εικόνων. Με άλλα λόγια: η ικανότητα να κωδικοποιούμε φαινόμενα σε δισδιάστατα σύμβολα και να διαβάζουμε αυτά τα σύμβολα.
Η σημασία των εικόνων βρίσκεται στην επιφάνεια. Μπορούμε να την συλλάβουμε με μια μοναδική ματιά – αλλά τότε παραμένει επιφανειακή. Θέλει κανείς να εμβαθύνει στη σημασία, δηλαδή να ανακατασκευάσει τις αφηρημένες διαστάσεις, πρέπει να επιτρέψει στο βλέμμα να περιδιαβεί την επιφάνεια ψηλαφώντας την. Αυτή η περιπλάνηση πάνω στην επιφάνεια της εικόνας μπορεί να ονομαστεί “σάρωση” (Scanning). Το βλέμμα ακολουθεί έναν πολύπλοκο δρόμο, ο οποίος από την μια μεριά διαμορφώνεται από την δομή της εικόνας, από την άλλη από τις προθέσεις του παρατηρητή. Η σημασία της εικόνας, όπως αυτή προσδίδεται από την κίνηση της σάρωσης, αναπαριστά μια σύνθεση δύο προθέσεων: εκείνης που διακηρύσσεται μέσα στην εικόνα κι εκείνης του παρατηρητή. Η συνέπεια αυτού είναι πως οι εικόνες δεν είναι υποδηλωτικά (denotativ, eindeutig) συμπλέγματα συμβόλων (όπως λόγου χάρη οι αριθμοί), αλλά συνδηλωτικά (konnotativ, mehrdeutig) συμπλέγματα συμβόλων: Προσφέρουν χώρο για ερμηνείες.
Ενώ το βλέμμα περιπλανώμενο πάνω στην επιφάνεια των εικόνων συλλαμβάνει το ένα στοιχείο μετά το άλλο, κατασκευάζει χρονικές σχέσεις ανάμεσα τους. Μπορεί να επιστρέψει σε ένα ήδη ιδωμένο στοιχείο της εικόνας και από “προηγουμένως“ γίνεται “μετά”. Ο χρόνος που ανακατασκευάστηκε μέσα από την σάρωση, είναι αυτός της αιώνιας Επιστροφής του Ίδιου. Ταυτόχρονα, το βλέμμα κατασκευάζει επίσης σημαντικές σχέσεις ανάμεσα στα στοιχεία που αποτελούν τις εικόνες. Μπορεί πάντα να επιστρέφει ξανά σε ένα ειδικό στοιχείο της εικόνας και να ανυψώνεται με αυτόν τον τρόπο σε έναν φορέα της σημασίας της εικόνας. Την στιγμή αυτή προκύπτουν συμπλέγματα σημασίας, στα οποία το ένα στοιχείο δανείζει σημασία στο άλλο κερδίζοντας από αυτό τη δική του σημασία: Ο χώρος που ανακατασκευάστηκε μέσα από τη σάρωση είναι ο χώρος της αμοιβαίας σημασίας.
Αυτός ο χωροχρόνος που αποτελεί το ίδιον της εικόνας δεν είναι τίποτα άλλο από τον κόσμο της μαγείας, ένας κόσμος στον οποίο όλα επαναλαμβάνονται και στον οποίο όλα συμμετέχουν σε μια συνάφεια γεμάτη σημασία. Ένας τέτοιος κόσμος διακρίνεται δομικά από τον κόσμο της ιστορικής γραμμικότητας, στον οποίο τίποτε δεν επαναλαμβάνεται και στον οποίο τα πάντα έχουν αιτίες και συνέπειες.
Για παράδειγμα: Στον ιστορικό κόσμο η ανατολή του ήλιου είναι η αιτία για το λάλημα των πετεινών, στον μαγικό κόσμο η ανατολή του ήλιου σημαίνει το λάλημα του πετεινού και το λάλημα του πετεινού την ανατολή. Η σημασία των εικόνων είναι μαγική.
Κατά την διαδικασία της αποκωδικοποίησης των εικόνων πρέπει να λάβουμε υπόψη τον μαγικό χαρακτήρα τους. Επομένως, είναι λανθασμένο το να θέλουμε να βλέπουμε “παγωμένα γεγονότα” στις εικόνες. Περισσότερο οι εικόνες αντικαθιστούν γεγονότα μέσα από καταστάσεις πραγμάτων και τα μεταφράζουν σε σκηνές. Η μαγική βία των εικόνων βασίζεται στο ότι καθαυτές είναι επίπεδες, και η διαλεκτική που κατοικεί μέσα τους, η αντίφαση που είναι χαρακτηριστική γι αυτές, πρέπει να ιδωθεί στο φως αυτής της μαγείας.
Οι εικόνες είναι διαμεσολαβήσεις ανάμεσα στον κόσμο και τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος υφίσταται, αυτό σημαίνει, πως ο κόσμος δεν του είναι άμεσα προσβάσιμος, έτσι ώστε οι εικόνες οφείλουν να τον κάνουν (τον κόσμο) παραστάσιμο γι αυτόν (τον άνθρωπο). Βέβαια στον βαθμό που το κάνουν, τοποθετούνται ανάμεσα στον κόσμο και τον άνθρωπο. Οφείλουν να είναι χάρτες και γίνονται οθόνες τοίχου: Αντί να παραστήσουν τον κόσμο, τον παραμορφώνουν, μέχρι που τελικά ο άνθρωπος ξεκινάει να ζει στη λειτουργία των εικόνων που ο ίδιος δημιούργησε. Σταματάει να αποκωδικοποιεί τις εικόνες και αντί αυτού τις προβάλλει, χωρίς να τις έχει αποκωδικοποιήσει, στον κόσμο, “εκεί έξω”, κι έτσι ο κόσμος όμοια με αυτόν (τον άνθρωπο) εικονικά, μετατρέπεται σε μια συνάφεια σκηνών, καταστάσεων πραγμάτων.
Αυτή η αντιστροφή της λειτουργίας της εικόνας μπορεί να ονομαστεί ειδωλολατρία (Idolatrie), και επί του παρόντος μπορούμε να παρατηρήσουμε πως εξελίσσεται αυτή η διαδικασία. Οι πανταχού παρούσες τεχνικές εικόνες γύρω μας εργάζονται για την αλλαγή δόμησης της “πραγματικότητας ”με μαγικό τρόπο και να την μεταστρέψουν σε ένα εικονικό σενάριο. Εδώ πρόκειται κυρίως για “λήθη”. Ο άνθρωπος ξεχνά πως αυτός ήταν που κατασκεύασε τις εικόνες για να προσανατολιστεί με αυτές στον κόσμο. Δεν μπορεί πλέον να τις αποκωδικοποιήσει και ζει από εδώ και στο εξής ως λειτουργία των δικών του εικόνων: Η φαντασία μετατράπηκε σε παραίσθηση.
Ήδη στο παρελθόν, το αργότερο κατά την διάρκεια της δεύτερης χιλιετίας προ Χριστού, η αποξένωση του ανθρώπου από τις εικόνες του φαίνεται να είχει φτάσει σε κρίσιμα σημεία. Γι αυτό προσπάθησαν μερικοί άνθρωποι να υπενθυμίσουν την πρωταρχική πρόθεση πίσω από τις εικόνες. Προσπάθησαν να καταστρέψουν τις οθόνες για να απελευθερώσουν τον δρόμο που οδηγεί στον κόσμο που βρισκόταν πίσω από αυτές. Η μέθοδος τους ήταν να κόψουν τα στοιχεία της εικόνας (Pixels) από την επιφάνεια και να τα τακτοποιήσουν σε σειρές: Επινόησαν την γραμμική γραφή. Και με αυτόν τον τρόπο μετέτρεψαν την κωδικοποίηση του κυκλικού χρόνου της μαγείας στον γραμμικό χρόνο της ιστορίας. Αυτό ήταν το ξεκίνημα της “ιστορικής συνείδησης” και της “ιστορίας” με την στενή έννοια του όρου.
Στην συνέχεια η ιστορική συνείδηση εναντιώθηκε στην μαγική συνείδηση – ένας αγώνας εναντίον των εικόνων, προφανής στην δραστηριότητα των ελλήνων φιλοσόφων (ιδιαίτερα στον Πλάτωνα) και των εβραίων προφητών.
Ο αγώνας της γραφής ενάντια στην εικόνα, της ιστορικής συνείδησης ενάντια στην μαγεία, είναι χαρακτηριστικός για την συνολική ιστορία. Με την γραφή μπήκε στην ζωή μια νέα ικανότητα, η οποία μπορεί να ονομαστεί “εννοιολογική σκέψη” και υφίσταται στην αφαίρεση γραμμών από τις επιφάνειες, αυτό σημαίνει: κατασκευή κειμένων και αποκωδικοποίηση τους. Η εννοιολογική σκέψη είναι πιο αφαιρετική από αυτήν της φαντασίας, γιατί αφαιρεί από τα φαινόμενα όλες τις διαστάσεις με εξαίρεση τις ευθείες. Έτσι, με την επινόηση της γραφής ο άνθρωπος απομακρύνθηκε ακόμη ένα βήμα πίσω από τον κόσμο. Τα κείμενα δεν σημαίνουν τον κόσμο, σημαίνουν τις εικόνες που καταστρέφουν σχίζοντας τις. Κατά συνέπεια αποκωδικοποίηση κειμένων σημαίνει ανακάλυψη των εικόνων που σημαίνονται από αυτά (τα κείμενα). Πρόθεση των κειμένων είναι να εξηγήσουν τις εικόνες, πρόθεση των εννοιών είναι να κάνουν κατανοητές τις παραστάσεις. Σύμφωνα με αυτήν την λογική τα κείμενα είναι ένας μετα-κώδικας των εικόνων. Φτάνουμε έτσι στο ζήτημα της σχέσης ανάμεσα σε κείμενα και εικόνες. Αυτό είναι ένα κεντρικό ζήτημα της ιστορίας.
Στον Μεσαίωνα εμφανίζεται σαν αγώνας του πιστού στο κείμενο Χριστιανισμού εναντίον αυτών που λατρεύουν τις εικόνες, τους ειδωλολάτρες. Στους Νέους Χρόνους ως αγώνας της κειμενικής επιστήμης ενάντια σε ιδεολογίες που είναι προσκολλημένες σε εικόνες. Ο αγώνας είναι διαλεκτικός. Στον βαθμό που ο Χριστιανισμός καταπολεμούσε την Ειδωλολατρία, πήρε μέσα του εικόνες και έγινε ο ίδιος ειδωλολατρικός. Και, στον βαθμό που η επιστήμη καταπολέμησε τις ιδεολογίες, πήρε παραστάσεις πάνω της κι έγινε η ίδια ιδεολογική. Η εξήγηση γι αυτό είναι η ακόλουθη. Τα κείμενα εξηγούν βέβαια τα εικόνες, για να τις απομακρύνουν μέσα από την εξήγηση, αλλά οι εικόνες φωτίζουν τα κείμενα διασαφηνίζοντας τα, για να τα καταστήσουν παραστάσιμα. Η εννοιολογική σκέψη αναλύει βέβαια την μαγική για να την βγάλει από τη μέση, αλλά η μαγική σκέψη γλιστράει μέσα στην εννοιολογική, για να της δανείσει σημασία. Κατά την διάρκεια αυτής της διαλεκτικής διαδικασίας η εννοιολογική και εικονική (imaginative) σκέψη ισχυροποιούνται αμοιβαία – πράγμα που σημαίνει: Οι εικόνες γίνονται πάντα πιο εννοιολογικές, τα κείμενα γίνονται πάντα πιο εικονικά.
Επί του παρόντος μπορούμε να βρούμε την πιο υψηλή εννοιολογική επεξεργασία σε προταγματικές (conzeptuell) εικόνες (για παράδειγμα σε εικόνες που παράγονται με ηλεκτρονικούς υπολογιστές) και την πιο υψηλή φαντασία (εικονοπλασία) σε επιστημονικά κείμενα. Έτσι, πίσω από την πλάτη μας, αναστρέφεται η ιεραρχία του κώδικα.. Τα κείμενα, αρχικά ένας μετα-κώδικας των εικόνων, μπορούν τα ίδια να έχουν εικόνες ως μετα-κώδικα.
Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Η ίδια η γραφή είναι μια διαμεσολάβηση – εντελώς όπως και οι εικόνες – και υποτάσσεται στην ίδια εσωτερική διαλεκτική. Επομένως η γραφή δεν βρίσκεται μόνο σε εξωτερικό αντίλογο ως προς τις εικόνες, αλλά είναι και η ίδια σχισμένη από μια εσωτερική αντίφαση. Είναι η πρόθεση της γραφής να διαμεσολαβήσει ανάμεσα στον άνθρωπο και στις εικόνες του, μπορεί η ίδια επίσης να παραμορφώσει τις εικόνες, αντί να τις παρουσιάζει, κι έτσι να μετατοπιστεί ανάμεσα στον άνθρωπο και τις εικόνες του. Στην περίπτωση που συμβαίνει αυτό, ο άνθρωπος γίνεται ανίκανος να αποκωδικοποιήσει τα κείμενα του κα να ανακατασκευάσει τις εικόνες που σημαίνονται μέσα σε αυτά. Γίνονται όμως τα κείμενα μη παραστάσιμα, εικονικά ακατάληπτα, ζει τότε ο άνθρωπος σε λειτουργία των κειμένων του. Προκύπτει μια λατρεία του κειμένου (Textolatrie), η οποία δεν είναι λιγότερο παραισθησιακή από την ειδωλολατρία.
Παραδείγματα για την λατρεία των κειμένων, για πιστούς του κειμένου, είναι ο Χριστιανισμός και Μαρξισμός. Τα κείμενα προβάλλονται τότε έξω στον κόσμο και κανείς τότε βιώνει, γνωρίζει και αξιολογεί τον κόσμο σε λειτουργία αυτών των κειμένων. Ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό παράδειγμα για την μη παραστασιμότητα των κειμένων μας προσφέρει σήμερα ο Λόγος (Diskurs) των επιστημών. Το επιστημονοκό σύμπαν (η σημασία αυτών των κειμένων) οφείλει να παραμένει εκτός της παράστασης. Φαντάζεται κανείς κάτι από αυτό, το αποτέλεσμα είναι μια “λανθασμένη” αποκωδικοποίηση. Αν για παράδειγμα θέλει κανείς να φανταστεί κάτι μέσα από τις εξισώσεις της θεωρίας της σχετικότητας, δεν την έχει κατανοήσει. Όμως μιας και σε τελευταία ανάλυση οι έννοιες σημαίνουν παραστάσεις, το επιστημονικό, μη αναπαραστάσιμο σύμπαν είναι ένα “άδειο” σύμπαν.
Η λατρεία του κειμένου έφτασε ένα κριτικό στάδιο τον 19ο αιώνα. Για την ακρίβεια μαζί του τελείωσε και η ιστορία. Η Ιστορία, με την ακριβή έννοια του όρου, είναι μια συνεχιζόμενη δια – κωδικοποίηση (Transcodieren) εικόνων σε έννοιες, μια αέναη εξήγηση παραστάσεων, μια διαρκής από-μαγικοποίηση, μια συνεχιζόμενη κατανόηση. Στο βαθμό όμως που τα κείμενα γίνονται μη παραστάσιμα, τότε δεν υπάρχει τίποτε πλέον για να εξηγηθεί, και η ιστορία είναι στο τέλος.
Εντός αυτής της κρίσης των κειμένων επινοήθηκαν οι τεχνικές εικόνες: για να ξανακάνουν τα κείμενα παραστάσιμα, να τα φορτίσουν μαγικά – για να ξεπεραστεί η κρίση της Ιστορίας.
(Flusser, 1989)
Απόδοση από την γερμανική γλώσσα: Σκαρπίδης Κώστας