Κατάθλιψη κι εξουθένωση
Κατάθλιψη κι εξουθένωση
Απόσπασμα από το βιβλίο: Der niedergeschlagene Mensch – Leben in müden Zeiten
Κατάθλιψη – Ιστορία και η κοινωνική σημασία μιας διάγνωσης
Της Charlotte Jurk
Όμως αυτή η ιατρικοποίηση της μελαγχολίας ξεχνά, πως υπάρχουν καταστάσεις του κόσμου, καθώς και ατομικές συνθήκες ύπαρξης ,για τις οποίες η μελαγχολία συνιστά την κατάλληλη απάντηση.
Η σημερινή πρακτική της βιολογικής ψυχιατρικής και η ψυχοθεραπεία που ασκείται στην βάση συμπεριφορικών μοντέλων έχουν να προσφέρουν λίγα πράγματα στους ασθενείς τους. Πρόκειται για μια κοινωνία, η οποία βολιδοσκοπεί τα ψυχικά αποθέματα των μελών της ως σημαντικά, από την οπτική της εργασιακής διάστασης και της αξιοποίησης της, και στην οποία η ευτυχία μπορεί να εξαγοραστεί υπό την μορφή ενός χαπιού.
Η μοναξιά εξυψώνεται καθώς στυλιζάρεται σε μορφή αυτονομίας. Εντός αυτής της συνθήκης ο εξουθενωμένος άνθρωπος ‘’πρέπει’’ να είναι άρρωστος. Ένας αυξανόμενος αριθμός ψυχικών ‘’αποκλίσεων’’ τροφοδοτεί το ιατρικό σύστημα φροντίδας – μετατρέποντας το σε έναν καλά λαδωμένο μηχανισμό γεμάτο φάρμακα και συμπεριφορικής προέλευσης θεραπείες. Από το 1993 έως το 2002 διπλασιάστηκε ο αριθμός των συνταγογραφούμενων αντικαταθλιπτικών στην Γερμανία.
Η ασφαλιστική εταιρία Techniker Krankenkasse στην ετήσια έκθεση της για το έτος 2005 οφείλει να διαπιστώσει, πως ο αριθμός συνταγογραφούμενων αντικαταθλιπτικών αυξήθηκε δραματικά σε ότι αφορά τους ανέργους (77% πάνω από τους εργαζόμενους, TK – Gesundheitsreport 2005, S. 58). Η αμφιλεγόμενη και στο παρελθόν έντονα αμφισβητούμενη ηλεκτροθεραπεία ξαναβρήκε την αίγλη της, ιδιαίτερα σε ότι αφορά την εφαρμογή της σε ασθενείς με καταθλιπτική συμπτωματολογία, με την διαφορά πως επί του παρόντος εγκωμιάζεται ως ‘’βιολογική θεραπεία’’.
Οι ψυχίατροι στα νοσοκομεία αλλά και στα ιδιωτικά ιατρεία διαθέτουν ελάχιστο χρόνο σε καθημερινή βάση για θεραπευτικές συνομιλίες με τους ασθενείς τους, μιας και είναι επιφορτισμένοι με διοικητικές αρμοδιότητες, στενά χρονικά περιθώρια για τις επαφές τους, ομάδες εργασίας και μετεκπαιδεύσεις.
Η ακρόαση της κατάθλιψης, ενώ η ίδια υποδιαιρείται σε διάφορες κατηγορίες και τακτοποιείται σε διαγνωστικά κουτάκια, αντιμετωπίζεται από τους γιατρούς, τους ψυχολόγους, τους οικονομολόγους της υγείας και τους κερδοσκόπους της φαρμακοβιομηχανίας, ως ένα επιλυμένο αίνιγμα. Αρκεί μόνο κανείς να εντατικοποιήσει τις προσπάθειες για να βρει τα ίχνη της. Μια ερώτηση που θα αναζητούσε τις ρίζες και το νόημα της κατάθλιψης δεν εμφανίζεται καν.
Η ανθρωπολογική ψυχιατρική πάντοτε επιθυμούσε να δει το ζήτημα με διαφορετικό τρόπο (εθνοψυχανάλυση, εθνοψυχιατρική). Όμως πέρα από το θόρυβο που κάνουν οι τρέχουσες διαγνώσεις και οι αγωγές που ακολουθούνται, η ίδια της η ύπαρξη φαίνεται πως σήμερα βρίσκεται στο σκοτάδι. Ο Johann Glatzel με πολυετή σταδιοδρομία ως καθηγητής ψυχιατρικής στη περιοχή της Φρανκφούρτης, το 1990 έγραψε:
«Εν τω μεταξύ, εντυπωσιασμένοι από τα αποτελέσματα της φαρμακοθεραπείας και μιας εντατικοποιημένης έρευνας του βιολογικού υποστρώματος, οδηγηθήκαμε σε μια νέο-θετικιστική στροφή κι έναν μεθοδολογικό μονισμό, του οποίου η αξίωση απολυτότητας μας υπενθυμίζει τα λόγια του Adorno:
‘’Σήμερα το προβάδισμα της μεθόδου κυριαρχεί τόσο εκτεταμένα με αποτέλεσμα να διατυπώνονται και να τίθενται τα ερευνητικά ζητήματα που μπορούν να επιλυθούν μόνο με τα μέσα των διαθέσιμων μηχανισμών. Η πρωτοκαθεδρία της μεθόδου είναι η πρωτοκαθεδρία του οργανωμένου θεσμού’’. Η μέθοδος είναι η μαγική λέξη για επιλύσιμα θέματα. Τα περιεχόμενα που αντιστέκονται γίνονται αντικείμενο περιφρόνησης και περιθωριοποιούνται.»
Αυτό αποτελεί για τον Glatzel προς το τέλος της δεκαετίας του 80 το βασικό πρόβλημα μιας ψυχιατρικής η οποία κατανοεί τον εαυτό της καθοριζόμενη ως βιολογική επιστήμη. Ο Glatzel βασίζεται σε ένα τμήμα της ιστορίας της ψυχιατρικής στην Γερμανία, η οποία περιλαμβάνει το έργο των Karl Jaspers, Dilthey, Binswager, von Gebsattel και άλλους σημαντικούς ψυχιάτρους.
Επιθυμεί να κατανοεί την ψυχιατρική ως ανθρωπιστική επιστήμη. Μια επιστήμη του ανθρώπινου βιώματος περιλαμβάνει την συνύφανση του ερευνητή με το ερευνητικό του αντικείμενο, του γιατρού με τον ασθενή του. Σηματοδοτεί την προσπάθεια να περιγραφεί κάτι που συμβαίνει εντός μιας συνάντησης. Ο γιατρός πρέπει να γνωρίζει με σαφήνεια πως οι γνώσεις που ήδη διαθέτει καθώς και οι προκαταλήψεις του επηρεάζουν αυτό που καλείται να βιώσει με τους ασθενείς του.
Το πρόβλημα του ψυχιάτρου είναι η ψυχοπαθολογία. Αυτό σημαίνει περιγραφή και κατανόηση. Συναίσθηση για τα αποκλίνοντα γεγονότα της ψυχικής ζωής. Η περιγραφή δεν είναι όμως ποτέ ένα στατικό φαινόμενο. Σε κάθε περιγραφική διατύπωση καρποφορεί αυτό που σε έναν πρότερο χρόνο (στην συνάντηση με τον ασθενή), αναδύθηκε ως μια κατανόηση εν σπέρματι.
Αντίθετα, η βιολογική ψυχιατρική ανάγει την προοπτική της περιγραφής σε συγκεκριμένες σωματικές λειτουργίες και με αυτόν τον τρόπο αποκλείει κατηγορηματικά την πολυμορφία άλλων φαινομένων. ‘’Αυτό βέβαια είναι το αποτέλεσμα μιας εξίσωσης της έννοιας της αντικειμενικότητας με την αξίωση μοναδικής εγκυρότητας μιας μεθοδολογίας, αυτής των θετικών επιστημών’’.
Η ψυχοπαθολογία, όπως την κατανοεί ο Glatzel, δεν επιθυμεί να εξηγήσει, αλλά να κατανοήσει. Η εξήγηση επιθυμεί να συσχετίσει το άγνωστο με ένα ήδη υπό προϋποθέσεις γνωστό και να το υπαγάγει σε αυτό. Ενώ η κατανόηση αναζητά κάτι άγνωστο, ένα κρυμμένο νόημα. Η κοινή εμπειρία ενός διαλόγου ή μιας συνάντησης ανάμεσα στον γιατρό και στον ασθενή εξυπηρετεί την από κοινού αναζήτηση ενός νοήματος – με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε την άποψη του Glatzel σχετικά με την ψυχοπαθολογία. Στο πλαίσιο αυτής της συνάντησης δεν υπάρχει κάποιος χώρος για μετρήσεις ή άλλες αντικειμενικές διαδικασίες. Σε κάθε ‘’αντικειμενικοποιημένη’’ διαδικασία ψυχο-μέτρησης εμπεριέχονται ήδη μια σειρά από παραδοχές.
Όταν για παράδειγμα τίθεται μια ερώτηση που αφορά την εντύπωση που προκαλεί στο ερωτώμενο η στενοχώρια – προϋποτίθεται ήδη μία γνώση του τι είναι το πένθος. Βέβαια πέρα από το τι είναι κάθε φορά το πένθος για τον συνομιλητή μας – μόνο από τους διαλόγους μαζί του μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα. Σε αυτές τις συζητήσεις ο ερευνητής καλείται να εγκαταλείψει όσο αυτό είναι δυνατό την οπτική του γωνία και να προσπαθήσει να υιοθετήσει την αρχική κατανόηση του συνομιλητή του ως προς το ζήτημα που τον απασχολεί και τον αφορά προσωπικά.
Φαινομενολογία της κατάθλιψης
Η ανθρωπολογική ψυχιατρική καταλήγει με αυτόν τον τρόπο σε εντελώς διαφορετικές περιγραφές της κατάθλιψης από ό,τι τα τρέχοντα διαγνωστικά εργαλεία. Το βασικό θέμα της κατάθλιψης είναι η απώλεια. Η ανθρωπολογική ψυχιατρική αναγνωρίζει τα ακόλουθα φαινόμενα στον αντιληπτικό ορίζοντα και στην συμπεριφορά ενός ανθρώπου με κατάθλιψη.
Η κατάθλιψη είναι η απώλεια του Άλλου.
Η ικανότητα για διάλογο έχει συρρικνωθεί. Αλλά και στην μελαγχολία ο ρόλος του συνανθρώπου, του άλλου ακόμη και ως alter ego είναι σε μεγάλη έκταση εξουδετερωμένος. Ακόμη κι αν δεν έχει εξαλειφθεί πλήρως, η συνάντηση του μανιοκαταθλιπτικού με τον άλλον στην αγάπη ή στην φιλία δεν είναι διαλογική. Για τον Ludwig Binswanger η μελαγχολία χαρακτηρίζεται από την ανικανότητα για μια υπερβατικότητα.
Ο ασθενής είναι εντελώς φυλακισμένος μέσα στον εαυτό του. Οριοθετώντας την από το φυσιολογικό πένθος ο Glatzel περιγράφει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της παθολογικής μελαγχολίας: ‘’Το πένθος συσχετίζεται πάντα με κάτι που βρίσκεται ‘’έξω’’ και ως εκ τούτου είναι εν δυνάμει ιδρυτικό στοιχείο μιας σχέσης. Η μελαγχολία αντίθετα συσχετίζεται με τον εαυτό του ανθρώπου που δυσθυμεί με αποτέλεσμα να οδηγεί σε μοναξιά και εν τέλει σε απομόνωση’’. Γι αυτό το λόγο κάποιοι ψυχίατροι ονομάζουν την κατάθλιψη ‘’αυτιστική ψύχωση’’. Μπορούμε με διαύγεια να παρατηρήσουμε πως ο καταθλιπτικός κυριαρχείται από το άγχος και την έγνοια πως δεν θα είναι άξιος των προσδοκιών των άλλων. Προσαρμόζεται υπερβολικά και φοβισμένος προσπαθεί να μην παρεκτραπεί, όντας οδηγημένος να μην επιτυγχάνει.
Η κατάθλιψη είναι απώλεια του κόσμου.
Ο καταθλιπτικός δεν εμπιστεύεται την ροή του κόσμου και τις ακολουθίες των γεγονότων. Με αυτήν την έννοια του είναι αδύνατο να κάνει εμπειρίες με ένα ‘’φυσικό’’ τρόπο (Binswanger). Η συνολική συνάντηση με τον εξωτερικό κόσμο συσχετίζεται με τον εαυτό του. To καταθλιπτικό θέμα κατακτά όλο τον ψυχικό του χώρο. Κι έτσι αρνείται να κάνει εμπειρίες που θα μπορούσαν να τον φέρουν αντιμέτωπο με το απροσδιόριστο, το αμφίβολο.
Η κατάθλιψη είναι απώλεια του μέλλοντος.
Για τον καταθλιπτικό ο χρόνος κινείται πιο αργά από ό,τι για τα άτομα του περιβάλλοντος του. Έτσι αποκόπτεται από οικεία του πρόσωπα αισθανόμενος αβεβαιότητα κι ανεπάρκεια. ‘’Παρατηρούμε μια σχετική πρόοδο του φυσικού χρόνου όταν το περιβάλλον μας μεταβάλλεται πιο γρήγορα από ό,τι εμείς. Όταν χαλαρώνει η στενή συναρμογή που μας κάνει να αισθανόμαστε πως επιδρούμε με τον τρόπο μας σε αυτό που συμβαίνει στο περιβάλλον κι αυτό μας αντανακλά, μας επιστρέφει κάτι πίσω καθώς είναι άμεσα συσχετισμένο μαζί μας.
Χάνουμε ένα μέρος της σύνδεσης, μένουμε πίσω και δεν αισθανόμαστε πια στην καρδιά των γεγονότων την στιγμή που συμβαίνουν. Το μέλλον μετατρέπεται με αυτόν τον τρόπο απλά και μόνο σε μια βαλτωμένη επανάληψη του παρόντος. Το μέλλον ‘’αδειάζει’’. Αυτό το άδειασμα της ύπαρξης είναι η πραγματική κατοικία της δυσθυμίας. Το μέλλον δεν αποτελεί πλέον δυνατότητα αλλά μια ήδη αφιχθείσα αδυνατότητα. ‘’…γιατί το στυλ της μελαγχολικής βίωσης των πραγμάτων ερμηνεύει, όπως προαναφέρθηκε, αυτό που θα συμβεί αύριο – κατά βάση ως μη ανοιχτή μελλοντική δυνατότητα αλλά ως ένα ήδη ολοκληρωμένο γεγονός’’ (Binswanger).
Η κατάθλιψη είναι η απώλεια της εμπιστοσύνης προς την ιδιαίτερη σωματική μας διάσταση.
‘’Η υγεία του σώματος δεν είναι κάτι που το προσλαμβάνουμε ως αυτονόητο. Πρέπει να την διατηρήσουμε, παρατηρώντας συνεχώς αυτό που μας συμβαίνει και αποφεύγοντας τις νοσηρές επιρροές. Στην βάση αυτής της απώλειας εμπιστοσύνης χάνεται η βεβαιότητα πως η ασθένεια είναι αποτέλεσμα μιας αναγνωρίσιμης βλάβης που προέρχεται από το εξωτερικό περιβάλλον, κάτι που προκλήθηκε από εξωτερικούς παράγοντες. Η ασθένεια έτσι μετατρέπεται σε κάτι που παραμονεύει ως δυνατότητα. Ξαφνικά και χωρίς οποιαδήποτε προαναγγελία είναι σε θέση να ‘’αποκαλύψει’’ την υγεία μόνον ως φαινομενική’’ (Glatzel). Ο καταθλιπτικός τρομαγμένος προσέχει τα σημάδια που του δείχνει το σώμα του.
Περιγράφουν τα συμπτώματα της κατάθλιψης την κοινωνία μας;
Εξετάζοντας τα καταθλιπτικά συμπτώματα μέσα από τις κοινωνικές επιστήμες είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό να ανακαλύπτουμε πως μπορούν να αναγνωστούν με τον ίδιο τρόπο που περιγράφουμε την σύγχρονη κοινωνία. Με άλλα λόγια: Ζούμε προφανώς σε μια εποχή στην οποία η κατάθλιψη έγινε ‘’κανονική’’ συμπεριφορά. Δεν αποτελεί άραγε ο εξουθενωμένος άνθρωπος που μελετάμε το ‘’πρωτότυπο’’ του σύγχρονου ανθρώπου;
Αυτονομία, οριοθέτηση, αυτοπεποίθηση, το Εγώ ως ανώνυμη εταιρία, αυτοδιαχείριση, φροντίδα για τον εαυτό. Όλα αυτά αποτελούν εικόνες της σύγχρονης ταυτότητας. Σε αυτές της αποφασιστικής σημασίας αρετές θα πρέπει να προστεθεί οτιδήποτε θεωρηθεί κατάλληλο για την ισχυροποίηση του εαυτού. Οι επικεντρωμένες προσπάθειες που στοχεύουν στην αναγκαία συνείδηση του εαυτού είναι καθοριστικό για τον ανταγωνιστικό αγώνα του ατόμου.
Στις εποχές της υπευθυνότητας η οποιαδήποτε αποτυχία χρεώνεται στον μεμονωμένο άνθρωπο, με την έννοια μιας αδυναμίας του να συμβαδίσει με τις απαιτήσεις που θέτουν οι εξελίξεις. Η απώλεια του Άλλου, η μοναξιά και η απομόνωση, εμφανίζουν τον πραγματικό πυρήνα της έγνοιας και της φροντίδας για τον εαυτό: την έντρομη ανησυχία να είναι κανείς εντελώς παραδομένος στις καταστάσεις.
Σε ότι αφορά τη βίωση του χρόνου στον καταθλιπτικό ασθενή μπορούμε να πούμε πως κάθε σύγχρονος άνθρωπος θα μπορούσε να ανακαλύψει εδώ τον εαυτό του. Ενώπιον της ραγδαίας εξωτερικής επιτάχυνσης αναπόφευκτα υπεισέρχεται η αίσθηση πως δεν είμαστε πλέον σε θέση να βρούμε ελεύθερη πρόσβαση στον ένα ή στο άλλο τομέα, να παραμείνουμε ικανοί για ‘’συνδέσεις’’. Αυτό που μας επιφυλάσσει το μέλλον είναι ήδη προδιαγεγραμμένο .
Το μέλλον έχει αδειάσει σε τέτοιο βαθμό γιατί το νόημα του σύγχρονου μας προγραμματικού σχεδιασμού, δεν επιτρέπει σε κανένα επίπεδο να προκύψει το οτιδήποτε απροσχεδίαστα, από το πουθενά, ικανό να μας προκαλέσει κάποια έκπληξη. (‘’Αν δεν μπορεί πλέον κάποιος να εκπλαγεί – έχει τελειώσει’’ D. Kamper).
Δεν υπάρχουν πια ουτοπίες. Το μέλλον δεν μπορεί πια να αποτελεί πηγή δυνατοτήτων γιατί ο λόγος ύπαρξης του είναι να πραγματώσει μόνο, αυτό που σχεδιάζεται σήμερα . Το βασίλειο των δυνατοτήτων έχει εξαντληθεί, μιας και μοιάζει να είναι ταυτόχρονα – όλα εφικτά. Η επιτάχυνση του κόσμου υποθάλπει την νωχελική ρουτίνα της ύπαρξης μας. Σε ένα παράλληλο σύμπαν. Την ίδια στιγμή διευρύνεται ένα εσωτερικό κενό που μέσα του φαίνεται να μην θεωρείται δυνατό, να συμβεί το οτιδήποτε.
‘’Πιστεύω πως υπάρχει μια κούραση στον πυρήνα του πνεύματος στο τέλος του 20ου αιώνα’’ (George Steiner). Αυτή η κόπωση εξαπλώνεται ενδημικά όσο πιο βιαστικά προελαύνει ο πυρετώδης σχεδιασμός του μέλλοντος. Και ο φιλόσοφος Pascal Bruckner χρησιμοποιεί την λέξη κούραση για να αποδώσει το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της εποχής μας.
Η απώλεια της εμπιστοσύνης στο σώμα έγινε κοινωνικός κανόνας. Η κυρίαρχη τάση που επιδιώκει υγεία, φυσική κατάσταση και ευζωία αποδεικνύει εντυπωσιακά το μέγεθος της καθήλωσης του σύγχρονου ανθρώπου σε μια κανονιστική σωματικότητα. Φυσική κατάσταση σημαίνει διαρκή αυτοπαρατήρηση, αυτομομφές, προσωπική απαξίωση και διαρκές άγχος. Η υγεία απαιτεί διαρκή εγρήγορση.
Καθένας μας πρέπει να βρίσκεται στην καρδιά της επικαιρότητας για να γνωρίζει την ανεκτή ποσότητα πρωτεΐνης, την σημασία των βιταμινών και την ακριβή ποσότητα των υγρών που χρειάζεται το σώμα. Βέβαια αυτό που ισχύει σήμερα, αύριο μπορεί να θεωρείται ξεπερασμένο. Η σύγχρονη επιδίωξη της υγείας είναι η άλλη πλευρά μιας από-σωματοποίηση, η οποία μετά από 150 χρόνια ιατρικοποίησης και βιομηχανοποίησης , μετέτρεψε ακόμη και την ψυχή σε ένα αντικείμενο προσχεδιασμένης διαθεσιμότητας.
Ασκήσεις για το πνεύμα, τεχνικές χαλάρωσης, διεύρυνση της συνείδησης με ή χωρίς χημική διέγερση ή ηρεμία – όλα αυτά υπηρετούν την εργαλειοποίηση της ψυχής στο βωμό της ανάτασης του εαυτού. Κάποτε η ψυχή υπήρξε μια μεσολαβήτρια γεμάτη μυστικά ανάμεσα στον κόσμο του ορατού και το πεδίο πέραν των αισθήσεων. Σήμερα γίνεται αντικείμενο ταξινόμησης ως μέρος μιας μεταβολικής λειτουργίας είτε ως απόρροια εγκεφαλικών ρευμάτων. Και με αυτόν τον τρόπο ως ένα αντικείμενο ανήσυχης παρατήρηση.
Η παραδοξότητα των σύγχρονων αξιώσεων
Η ‘’πρόοδος’’ της κοινωνίας παράγει, by the way, όλες τις απώλειες που δίνουν την αφορμή για τα καταθλιπτικά συναισθήματα. Ταυτόχρονα ο καταθλιπτικός γίνεται αντιληπτός ως ένας ‘’αποκλίνων’’ που χρήζει ιατρικής αγωγής. Τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία ένας άνθρωπος διαγιγνώσκεται με κατάθλιψη είναι κριτήρια περιορισμένα τόσο στην εμβέλεια όσο και στην σύλληψη τους. Αυτό δείχνει τουλάχιστο η εξέλιξη της διάγνωσης ‘’κατάθλιψη’’ τα τελευταία 50 χρόνια.
Ο εξουθενωμένος άνθρωπος είναι παιδί της εποχής μας. Βλέπει τον εαυτό του αντιμέτωπο με τις αξιώσεις της αυτό – διαμόρφωσης, της αυτοπραγμάτωσης, της αυθεντικότητας και της ικανότητας του να πραγματοποιεί – ενώπιον ενός ανταγωνισμού που παραμονεύει. Από την άλλη πλευρά απαιτούνται από τον εαυτό κοινωνικές δεξιότητες, μια άθικτη οικογένεια και μια εθελοντικού τύπου συνεισφορά στα κοινά.
Οφείλουμε να πράττουμε με δική μας πρωτοβουλία ενώ ταυτόχρονα η αυτονομία αυτή εξαϋλώνεται και γίνεται περιττή εντός επιχειρησιακά τυποποιημένων διαδικασιών. Καθένας οφείλει να καταναλώνει αλλά και να αποταμιεύει για τα μελλοντικά χρόνια της τρίτης ηλικίας. Πρέπει να είναι σε θέση να διαμορφώνει τις ικανότητες του και τις εξειδικευμένες γνώσεις που αποκτά με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί με ευλυγισία στις απαιτήσεις των αγορών και των επαγγελματικών στόχων.
Εν μέσω μιας βιασύνης χωρίς μέτρο, πρέπει να είναι σε θέση να επιλύει ταυτόχρονα διάφορα προβλήματα και να ανταποκρίνεται σε υποχρεώσεις, ζώντας με ‘’υγιεινό’’ τρόπο. Αντιμέτωπος με τέτοιου είδους παράδοξα διπλά μηνύματα η ‘’σωστή’’ συμπεριφορά είναι μια ‘’αδύνατη’’ υπόθεση. Συνέπεια αυτών: Ανικανότητα για πράξη, αίσθημα αδυναμίας, αναποφασιστικότητα κι αναβλητικότητα, απώλεια της ελπίδας, απόσυρση και μοναξιά.
Η νοσηρή επίδραση ενός ιατρικού κιγκλιδώματος από το οποίο δεν διαφεύγει καμία απροσδιοριστία – είναι κάτι που επιτείνει την παραδοξότητα. Η ίδια ανικανότητα εκτείνεται ακόμη και στο ενδεχόμενο να επιλέξει κάποιος λάθος τρόπους θεραπείας. Η βιολογική ψυχιατρική κάνει τον καταθλιπτικό να σωπάσει. Γνωρίζοντας άμεσα ποιο είναι το πρόβλημα του, τον κατακλύζει με θεραπευτικές υποδείξεις. Η ιατρική αγωγή παραμερίζει την κοινωνική διάσταση του προβλήματος μιας και δεν μπορεί να την επιλύσει.
Το να είναι κανείς λυπημένος είναι μια θεμιτή έκφραση της ύπαρξης. Η διαδρομή από την παλιά μελαγχολία στην σύγχρονη κατάθλιψη δεν ήταν σύντομη. Η ιατρική ιδιοποίηση του όρου ‘’μελαγχολία’’ από την ψυχιατρική του 19ου αιώνα δεν μπόρεσε να θέσει εντελώς εκτός λειτουργίας την διπλή του σημασία. Στην μελαγχολία πάλλεται ακόμη, δίπλα στις αβύσσους της ψύχωσης, η ιδιαίτερα ανθρώπινη ικανότητα μιας νοηματοδότησης της στεναχώριας. Υποφέρουμε από την γνώση, από την επιδίωξη της νεωτερικότητας να εξηγηθούν τα πάντα και να καλυφθεί ο απειλητικός χώρος του τίποτα με αντικειμενικότητα.
Για το μελαγχολικό του 19ου αιώνα η αίσθηση αυτή ήταν ακόμη παρούσα. Η λύπη του παρέπεμπε σε μια δύναμη μέσα στον άνθρωπο, στο αισθητήριο του γι αυτό που δεν ταιριάζει, για το ασύμφωνο. Όποιος είναι λυπημένος υποφέρει για αυτό που λείπει – γι αυτό γνωρίζει το αίσθημα της νοσταλγίας. Ιδωμένο από αυτήν την οπτική, η μελαγχολία θα μπορούσε να είναι ακόμη κι ένας σχεδόν γλυκός θρίαμβος πάνω στα κακώς κείμενα. Κάτι από το οποίο θα μπορούσε να αναδυθεί ένα νοσταλγικό πένθος.
Αυτές οι συνηχήσεις ενός μελαγχολικού συναισθήματος δεν ταιριάζουν εύκολα με μια ιατρική επιστήμη, η οποία στοχεύει στην εξάλειψη κάθε πόνου. Για αυτό τον λόγο ο όρος μελαγχολία εξέπεσε. Η εννοιολογική αλλαγή που οδήγησε στο ιατρικό όρο κατάθλιψη αποτελεί ένα σημείο τομής, της οποίας οι συνέπειες είναι σήμερα ορατές. Η κατάθλιψη ως βιολογική λειτουργική διαταραχή μας παραπέμπει σε έναν ελλειμματικό άνθρωπο. Ελλειμματικός γιατί δεν ανταποκρίνεται με επάρκεια στις απαιτήσεις του (καλού) κόσμου. Γιατί ως άνθρωπος είναι πολύ αργός, ανολοκλήρωτος, περιορισμένος στην ευστροφία του, πολύ νωχελικός και με περιορισμένες εκφραστικές δυνατότητες. Ο καταθλιπτικός υποφέρει από την ανεπάρκεια του, ο μελαγχολικός από την ανεπάρκεια του κόσμου.
Αν πάρουμε στα σοβαρά τη γλώσσα της κατάθλιψης ως σύμπτωμα της εποχής – μπορούμε να την ερμηνεύσουμε ως μια εξαιρετικά κατάλληλη αντίδραση. Αυτή η θέαση θα της στερούσε κάθε στοιχείο ασθένειας και η κατάθλιψη θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πένθος, ως αδυναμία να αποφασίζουμε, ως έκφραση της μοναξιάς. Μία πρόκληση να την αντιληφθούμε ως έκφραση της ύπαρξης. Αυτός ο τρόπος ανάγνωσης θα αποτελούσε μια ευκαιρία να στραφούμε προς τις κοινωνικές ρίζες της καταθλιπτικής οδύνης.
Απόδοση από την γερμανική γλώσσα: Κώστας Σκαρπίδης
Hypericum perforatum – Βάλσαμο