Ασυνείδητο
Der psychoanalytische Begriff des Unbewussten und seine Entwicklung. Eine Bestandsaufnahme.
Η ψυχαναλυτική έννοια του ασυνειδήτου και η εξέλιξη της. Μια καταγραφή
Περίληψη
Το ασυνείδητο – για πολλούς η ψυχανάλυση θεωρείται ως ή επιστήμη αυτού του ψυχικού φαινομένου – ήταν πάντα κάτι το οποίο μπορούσαμε να το ερευνήσουμε μόνο έμμεσα. Το ασυνείδητο εξαιτίας της φύσης του κλείνεται στην συνειδητή σκέψη και αποτελεί σημείο εκκίνησης ενδελεχούς έρευνας και υποθετικών προτάσεων. Ο Freud το χαρακτήρισε ως «το πραγματικά Ψυχικό».
Πως εξελίχθηκε αυτή η πυρηνική σύλληψη της ψυχανάλυσης στο πέρασμα των δεκαετιών; Υπάρχει συναίνεση γύρω από τα υλικά από τα οποία είναι φτιαγμένος αυτός ο ψυχικός χώρος; Ή μήπως υπάρχουν ακόμη και διαφορετικές ασυνείδητες σφαίρες, οι οποίες θα μπορούσαν να οριοθετηθούν η μια από την άλλη;
………………………………..
Του Werner Bohleber
Το ασυνείδητο – μια πυρηνική σύλληψη της ψυχανάλυσης
Ενώπιον του πλουραλισμού των ψυχαναλυτικών θεωρητικών συστημάτων δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός πως σήμερα γύρω από αυτήν την τόσο κεντρική έννοια – όπως αυτή του ασυνειδήτου – ανακαλύπτουμε εντελώς διαφορετικές προσεγγίσεις. Εκτείνονται από την κλασσική έννοια ως ενός τόπου απωθημένων εκπροσωπήσεων των ενορμήσεων μέχρι την σύλληψη του ως έναν τόπο αποχωρισμένων, μη αρθρωμένων καταστάσεων Εαυτού.
Το ασυνείδητο είναι μια αφαιρετική σύλληψη, την οποία μπορούμε μόνον να αποκωδικοποιούμε, ποτέ δεν θα μπορέσουμε να την συλλάβουμε εμπειρικά. Η αυτοστοχαστική διερώτηση της δικής μας θεωρητικής παράστασης για το ασυνείδητο, καθώς και των διαδικασιών αυτής της παράστασης, προσκρούει αναντίρρητα σε μεταφορικά συμπλέγματα παραστάσεων με τα οποία προσπαθούμε να διασαφηνίσουμε αυτήν την αφαιρετική σύλληψη.
Το παραδοσιακό κτίριο που στεγάζει τις παραστάσεις που έχουμε για το ασυνείδητο είναι το τοπικό, το οποίο καθορίζει κατ επανάληψη την σκέψη μας. Στην κλασσική φροϋδική περιγραφή ο ψυχικός μηχανισμός εμφανίζεται ως ένας τριπλά διαρθρωμένος χώρος. Στο βάθος του βρίσκεται το ασυνείδητο σύστημα. (συνειδητό, προ-συνειδητό, ασυνείδητο Σ.τ.μ).
Στο μοντέλο που δημιούργησε η Melani Klein βρίσκουμε δίπλα σε αυτήν την κάθετη μεταφορική χρήση έναν ισχυρά οριζόντια διευρυμένο μεταφορικά τόπο, στον οποίον ξεδιπλώνονται οι ασυνείδητες διαδικασίες της προβολικής (προβλητικής) ταύτισης (projective Identification). Κομμάτια του Εαυτού μεταναστεύουν διεισδύοντας στον Άλλον ως αντικείμενο, με τον ίδιο τρόπο που κομμάτια του Άλλου αφομοιώνονται στον Εαυτό.
Με διαφορετικό τρόπο, μεταφορικά ωστόσο με ένα όμοιο τρόπο, συμπεριφέρεται η διαλεκτική Εαυτού και Άλλου στον Jean Laplanche. Σε αυτόν τον συγγραφέα το ασυνείδητο του παιδιού γίνεται ο τόπος της αινιγματικού, σεξουαλικά ξαναφοδραρισμένου μηνύματος του Άλλου, αυτό σημαίνει κυρίως της μητέρας.
Σε ένα τρίτο μοντέλο, το οποίο κατάγεται από τις πρόσφατες διυποκειμενικές θεωρίες, είναι η διαπροσωπική σχέση η ίδια, τόπος του ασυνειδήτου. Εδώ το ασυνείδητο βιώνεται με άρρητη μορφή στην σχέση με τον αναλυτή εκκινώντας από ‘’μια μη αρθρωμένη κατάσταση’’ προς ‘’μια από κοινού συνεννοημένη’’ και ‘’από κοινού κατασκευασμένη’’ συνειδητή κατάσταση. Αντίστοιχα γίνεται λόγος για ένα ασυνείδητο – δύο προσώπων. (two – persons unconscious, Lyons-Ruth 1999). Ως παράδειγμα μιας ασυνείδητης ανταλλαγής ανάμεσα σε αναλυτή και ασθενή σε αυτό το μοντέλο, ισχύει το στοιχείο μιας (από κοινού; Στμ) εκδραμάτισης (enactment).
Οφείλουμε να μην υποτιμάμε την υπόδηλη παρουσία των τοπικών μοντέλων της ψυχής στην σκέψη του αναλυτή. Αν και αποτελούν αφαιρετικές κατασκευές, αυτού του είδους τα μεταφορικά σχήματα καθορίζουν την σκέψη μας και είναι σε θέση να μας παραπλανούν, ώστε να τα επαληθεύουμε. Πράγμα που αποκρυσταλλώνεται στον τρόπο με τον οποίο διατυπώνονται και ενσαρκώνονται με λέξεις οι ερμηνείες.
Η υπόθεση πως η ψυχική ζωή διαδραματίζεται στην ουσία ασυνείδητα – διαμορφώνει την βασική παραδοχή της ψυχανάλυσης.
Το 1900 ο Freud γράφει στην ερμηνεία των ονείρων:
«Το ασυνείδητο είναι πράγματι το αληθινά Ψυχικό, σύμφωνα με την εσωτερική του φύση για εμάς τόσο άγνωστο όσο το Πραγματικό του εξωτερικού κόσμου. Μας δίνεται ανολοκλήρωτα μέσα από τα στοιχεία της συνείδησης με τον ίδιο τρόπο που μας πληροφορούν τα αισθητήρια όργανα μας για τον εξωτερικό κόσμο» (S. 617f.).
Η σύλληψη του ασυνειδήτου αποτελεί για τον Freud μια αναγκαία υπόθεση για της οποίας την ύπαρξη ανακάλυψε στην θεραπευτική του εργασία πολλαπλές αποδείξεις. Και ακριβώς για αυτόν τον λόγο, διότι:
«Τα στοιχεία της συνείδησης […] παρουσιάζουν κενά. Τόσο σε υγιείς ανθρώπους όσο και σε ασθενείς συμβαίνουν συχνά ψυχικές κινήσεις, των οποίων η εξήγηση προϋποθέτει άλλους δράστες. Για τους οποίους η συνείδηση δεν πείθει» (1915 e, S. 265).
Τέτοιου είδους δράσεις χρειάζονται μια εξήγηση και ο Freud την αναζητά στις παραπραξίες, στα όνειρα, στα ψυχικά συμπτώματα και σε φαινόμενα ψυχαναγκασμού. Επίσης στην καθημερινή ζωή αναδύονται ξαφνικά ιδέες των οποίων η καταγωγή είναι άγνωστη. Εδώ για πρώτη φορά γίνεται ορατός ένας λόγος που μας οδηγεί αναγκαστικά στην υπόθεση μιας ασυνείδητης δραστηριότητας του πνεύματος. Μια δραστηριότητα που ξεπερνάει την άμεση εμπειρία . Πρόκειται για την αναζήτηση νοήματος στα ψυχικά φαινόμενα καθώς και για τους συσχετισμούς ανάμεσα τους.
Ο Freud προχωράει όμως ένα βήμα παραπάνω και αναζητάει μια αδιάψευστη απόδειξη για την ύπαρξη του ασυνειδήτου. Την βρίσκει στην θεραπευτική του πρακτική, η οποία στηρίζεται στην υπόθεση του ασυνειδήτου. Μια υπόθεση η οποία βρίσκει την επιβεβαίωση της την στιγμή που η θεραπευτική δράση επηρεάζει την ροή των συνειδητών διαδικασιών προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Με αυτόν τον τρόπο τοποθετεί το ασυνείδητο ενός διπλού ορίζοντα. Ένας ερμηνευτικός ορίζοντας στον οποίο αναζητούνται στοιχεία νοήματος για συγκεκριμένες μορφές του πράττειν. Και ταυτόχρονα μια προοπτική στη βάση του μοντέλου των φυσικών επιστημών, στην οποία το ασυνείδητο γίνεται αντιληπτό ως αιτιολογική δύναμη, η οποία μπορεί να επηρεάζει και να καθοδηγεί τις συνειδητές διαδικασίες.
Διατύπωσε δύο μοντέλα της ψυχικής ζωής. Το πρώτο, γνωστό ως τοπογραφικό μοντέλο (1915 e) διακρίνει τρία συστήματα: Το ασυνείδητο, το προ-συνειδητό και το συνειδητό. Κάθε σύστημα έχει την λειτουργία του, τις αμυντικές του μορφές και την ψυχική ενέργεια με την οποία επενδύεται. Η μετάβαση του ψυχικού υλικού από το ένα σύστημα στο άλλο ελέγχεται μέσω λογοκριτικών μηχανισμών. Με αυτόν τον τρόπο διοχετεύονται οι παραστάσεις, οι αναμνήσεις και οι τρόποι συμπεριφοράς σε αυτούς τους «διαφορετικούς ψυχικούς τόπους» (Laplanche & Pontalis 1973).
Οι θεραπευτικές του εμπειρίες τον ανάγκασαν να ξανασκεφτεί εκ νέου τις λειτουργίες και τις αμυντικές δραστηριότητες του Εγώ. Οι εμπειρίες αυτές καθώς και άλλοι παράγοντες τον οδήγησαν σε αναθεώρηση του πρώτου αυτού τοπογραφικού παραδείγματος και στην διατύπωση του δομικού μοντέλου γνωστό για τις τρεις αρχές του: Το Εγώ, το Υπερεγώ και το Αυτό [Εκείνο] (Freud 1923b).
Μιας και τμήματα του Εγώ και του Υπερεγώ μπορούν να είναι ασυνείδητα, χάνεται εντός αυτής της δεύτερης τοπικής (το δομικό μοντέλο της ψυχής) η στοιχειακή σημασία του διαχωρισμού των ψυχικών συστημάτων σε ασυνείδητο, προ-συνειδητό, συνειδητό. Το Es (Id, Αυτό) παύει να εμπεριέχει πλέον το σύνολο αυτού που είναι ψυχικά ασυνείδητο. Ωστόσο για τον Freud αυτή η ψυχική αρχή αναλαμβάνει τις περισσότερες ιδιότητες, τις οποίες είχε καταχωρήσει στο σύστημα Ασυνείδητο (Ubw).
Η συνεχιζόμενη εξέλιξη της ψυχανάλυσης έδειξε πως το δεύτερο μοντέλο σε καμία περίπτωση δεν αντικατέστησε το πρώτο. Επανέρχονταν προβλήματα προς πραγμάτευση για τα οποία επιλαμβανόταν το τοπογραφικό πρότυπο. Αυτό είχε μεταξύ άλλων να κάνει με το γεγονός πως σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο η εξέλιξη της ψυχανάλυσης οδηγήθηκε προς κατευθύνσεις που ενθάρρυναν συχνά μια αποκλειστική διερεύνηση του Εγώ, της ανάπτυξης και των αμυντικών μηχανισμών του. Με αυτόν τον τρόπο το ασυνείδητο από κεντρικό θέμα περιήλθε στο παρασκήνιο. Ως αντίποδας και αντί-κίνημα σε αυτήν την τροπή επανήλθε το ενδιαφέρον για την δεύτερη τοπική.
Για τον Freud ο πυρήνας του ασυνειδήτου αποτελείται από εκπρόσωπους των ενορμήσεων (Vorstellungsrepraesentanz des Triebes). Αυτές με την σειρά τους μορφοποιούνται σε φαντασιώσεις και φαντασιακά σενάρια, τα οποία είναι εικονισμένες εκφράσεις της επιθυμίας. Οι διαδικασίες της πρωταρχικής σκέψης χαρακτηρίζονται κυρίως από τους μηχανισμούς της μετατόπισης και της συμπύκνωσης. Αυτή η πρωταρχική σκέψη αποτελεί για τον Freud την αρχέγονη σκέψη της πρώτης παιδικής ηλικίας και είναι κυρίαρχη στο ασυνείδητο. Η δευτερογενής σκέψη διαμορφώνεται αργότερα στην ζωή. Οι διαδικασίες της σκέψης γίνονται λογικές, η άρνηση και ο νόμος της αντίφασης ισχύουν και η αρχή της πραγματικότητας αναλαμβάνει όλο και περισσότερο την κυριαρχία (Freud 1911 b). Σύμφωνα με τα σημερινά ερευνητικά δεδομένα, από το έβδομο έτος της ηλικίας τα οργανωτικά αξιώματα της δευτερογενούς διαδικασίας σκέψης αναλαμβάνουν την κατηγοριοποίηση των συνειδητών και προ-συνειδητών ψυχικών γεγονότων (Brakel, Shevrin & Villa 2002).
« Ως συνέπεια αυτής της καθυστερημένης άφιξης των δευτερογενών διαδικασιών συνεχίζει να αποτελείται ο πυρήνας της ύπαρξης μας από ασυνείδητες διεγέρσεις επιθυμιών, οι οποίες είναι ακατανόητες για το προ-συνειδητό και αδύνατον να ανασταλούν. Ο ρόλος του περιορίζεται μια για πάντα στο να υποδεικνύει τους πιο αποτελεσματικούς δρόμους στις επιθυμίες που προέρχονται από το ασυνείδητο. Αυτές οι ασυνείδητες επιθυμίες αποτελούν για όλες τις μετέπειτα ψυχικές επιδιώξεις έναν καταναγκασμό, στον οποίο οφείλουν να υποταχθούν , δοκιμάζοντας ίσως να τον παρακάμψουν και να καθοδηγηθούν σε υψηλότερους στόχους – υποχρεωμένες να προσπαθούν (Freud 1900a, S. 609).
Σε σύγκριση με την φροϋδική σύλληψη του ασυνειδήτου η σημερινή κατανόηση των ασυνείδητων διαδικασιών έχει διευρυνθεί σημαντικά. Θα ήθελα να προχωρήσω σε μια περίληψη των λειτουργικά τριών τροπικοτήτων του ασυνειδήτου.
Α. Το δυναμικό ασυνείδητο
Για τον Freud η απώθηση αποτελούσε το κύριο χαρακτηριστικό του δυναμικού ασυνειδήτου. Ενδιαφερόταν μόνο γι αυτό. Το περιεχόμενο του αποτελείτο κυρίως από εκπροσώπους των ενορμήσεων και επιθυμίες που αναζητούσαν να πραγματοποιηθούν και ως εκ τούτου ανέπτυσσαν στην επιφάνεια της συνείδησης μια δύναμη άνωσης πράγμα που έθετε τον συνολικό ψυχικό μηχανισμό σε κατάσταση πίεσης.
Για να είναι επιτυχημένες (οι ενορμήσεις) έπρεπε να συνδεθούν με παραστάσεις ή εκπροσώπους επιθυμιών, οι οποίες είχαν πρόσβαση ή ήταν εγκατεστημένες στο προσυνειδητό(Vbw). Σήμερα ξεκινάμε από την υπόθεση πως το ασυνείδητο δεν κατοικείται μόνον από ενορμήσεις αλλά και από μια σειρά διαφορετικών επιθυμιών οι οποίες περιστρέφονται γύρω από την διατήρηση του ναρκισσισμού, το αίσθημα της ασφάλειας καθώς και την αποφυγή δυσάρεστων αισθημάτων.
Οι ασυνείδητες φαντασιώσεις είναι η κινητήριος δύναμη που οργανώνει την ψυχική πραγματικότητα. Στο κλαϊνικό μοντέλο το ασυνείδητο είναι σχεδόν ταυτόσημο με τις ασυνείδητες φαντασιώσεις. (Susan Isaacs 1948). Η έρευνα τους μέσα στις αναλυτικές θεραπείες έδειξε πως σε καμία περίπτωση δεν είναι οργανωμένες μόνο σύμφωνα με τους νόμους της πρωταρχικής διαδικασίας. Αντίθετα εκτείνονται σε ένα φάσμα που ξεκινά από χαλαρά οργανωμένες πρώιμες και πρωτόγονες, έως σταθερές, με υψηλό επίπεδο οργάνωσης φαντασιώσεις. Φαντασιώσεις διαμορφωμένες έντονα από την δευτερογενή διαδικασία σκέψης, οι οποίες διαθέτουν μια αφηγηματική και σκηνική ποιότητα και παρόλα αυτά αντικατοπτρίζουν τον χαρακτήρα της πρωταρχικής διαδικασίας. (Sandler & Sandler 1998).
Από κει και πέρα οι ασυνείδητες φαντασιώσεις – διαφορετικά από αυτό που υπέθεσε ο Freud – είναι σε θέση να διαφοροποιούνται μέσα από νέες εμπειρίες, να επικαλύπτονται και να μετασχηματίζονται μέσα από αμυντικές διαδικασίες. Επίσης δεν αποτελούν το μοναδικό περιεχόμενο του ασυνειδήτου. Δίπλα σε αυτές ανακαλύπτουμε ασυνείδητες πεποιθήσεις, οι οποίες καθοδηγούν την συνειδητή συμπεριφορά, όπως για παράδειγμα η βεβαιότητα πως οι επιθετικές (μας) παρορμήσεις θα έχουν ως συνέπεια μια απώλεια της αγάπης του αντικειμένου και συνακόλουθα μια εγκατάλειψη. Στην κλαϊνική παράδοση ήταν κυρίως ο Ronald Britton (1998) αυτός που εισήγαγε αυτήν την διαφοροποίηση. Οι ασυνείδητες φαντασιώσεις παραμένουν σταθερά ασυνείδητες, μπορούν ωστόσο να συνδεθούν με συνειδητές παραστάσεις και να γίνουν αντικείμενο συνειδητών πεποιθήσεων (beliefs), οι οποίες από την μεριά τους μπορούν να παραμείνουν ασυνείδητες ή να συνειδητοποιηθούν.
Β. Το μη – απωθημένο ασυνείδητο
Ο Freud είναι αναγκασμένος να δεχτεί ένα μη απωθημένο ασυνείδητο, όμως ταυτόχρονα δείχνει να μην ενδιαφέρεται περισσότερο γι αυτό (1923 b). Το μη απωθημένο ασυνείδητο βρίσκεται εδώ και καιρό στο κέντρο του ψυχαναλυτικού ενδιαφέροντος. Κυρίως μέσα από την ανακάλυψη της λεγόμενης άρρητης -διαδικαστικής γνώσης, μια γνώση που αποκρυσταλλώνεται σε μια μορφή μνήμης διακριτή από την αυτοβιογραφική.
Το περιεχόμενο του μη απωθημένου, άρρητου ασυνειδήτου διαμορφώνουν κυρίως οι πρώιμες αντικειμενότροπες σχέσεις, οι οποίες αποκρυσταλλώνονται ως αναπαραστάσεις ή ως εσωτερικά αντικείμενα. Τις ανακαλύπτουμε αγκυροβολημένες ως ενσαρκωμένες (embodied) αισθητηριακές – κινητικές παραμέτρους, ως σχήματα αλληλεπίδρασης και πράξης, ως φαντασιώσεις και προσδοκίες.
Επίσης η κάθε συμπεριφορά που αφορά τους τρόπους του ατόμου να δημιουργεί δέσμευση – δεσμούς πρέπει να τοποθετείται στον χώρο του μη απωθημένου ασυνειδήτου καθώς και «η άρρητη σχεσιακή γνώση» (implicit relational knowledge), η οποία αποτέλεσε αντικείμενο επεξεργασίας της Boston Change Process Study Group (Stern 2012, Lyons-Ruth 1999). Αυτή η ερευνητική ομάδα αξιοποίησε τη γνώση πως οι άρρητες αλληλεπιδραστικές διαδικασίες παρόλο που δεν εκπροσωπούνται συμβολικά, είναι προθεσιακά προσανατολισμένες. Η προθεσιακή δομή καθιστά τις πρώιμες αλληλεπιδράσεις σημαντικές από ψυχοδυναμική άποψη γιατί σε αυτό το άρρητο επίπεδο μπορούν να δημιουργούνται συγκρούσεις ανάμεσα στις αλληλεπιδραστικές επιδιώξεις του εαυτού κι εκείνες των προσώπων με τα οποία συσχετίζεται.
Είναι σημαντικό το ότι αυτές οι αλληλεπιδράσεις διαδραματίζονται εκτός της συνειδητής αντίληψης, είναι ασυνείδητες και έχουν ένα ψυχοδυναμικό περιεχόμενο. Δεν είναι ωστόσο απωθημένες. Στην βάση αυτών των ερευνών πρέπει σήμερα να ξεκινάμε από την παραδοχή πως ένα δυναμικό ασυνείδητο δεν μπορεί να διαχωριστεί πλήρως από ένα μη απωθημένο, άρρητο ασυνείδητο.
Ο Christopher Bollas από καιρό διαμαρτύρεται για το γεγονός πως οι ψυχαναλυτές δείχνουν σχεδόν να αγνοούν το μη απωθημένο ασυνείδητο. Διευρύνει το περιεχόμενο του ασυνειδήτου ακόμη περισσότερο από ό,τι οι ερευνητές του Boston Change Study Group. Γι αυτόν το ασυνείδητο γεννιέται στην ενδομήτρια ζωή. Αναδύεται μέσα από τις κληρονομημένες προδιαθέσεις και συνεχίζει να αναπτύσσεται και να διαμορφώνεται στα πρώτα χρόνια της παιδικής ηλικίας. Οι τρόποι με τους οποίους μας συμπεριφέρονται τα πρόσωπα αναφοράς κωδικοποιείται μέσα μας κι εγγράφεται στην γραμματική του Εγώ. Βρίσκουν δίοδο στους κανόνες της ύπαρξης και χτίζουν τους συσχετισμούς με τους οποίους ζούμε την ζωή μας (2011, S. 18). Πρόκειται για “unthought known”, κάτι που δεν αποτέλεσε αντικείμενο σκέψης, αλλά για μια γνώση που μας καθορίζει, που ξεδιπλώνεται μέσα μας.
Ο Donnel Stern (1997) στοχεύει και αυτός με την δική του κατανόηση του ασυνειδήτου ως μια «μη διατυπωμένη εμπειρία» (unformulated experience) – την μη απωθημένη μορφή ασυνείδητης εμπειρίας. Ο Stern επιτίθεται στα θεμέλια της φροϋδικής σύλληψης του ασυνειδήτου και διατυπώνει μια ριζοσπαστικά ερμηνευτική θεώρηση. Για αυτόν η ασυνείδητη εμπειρία δεν είναι κάποια θαμμένη ή κρυμμένη πραγματικότητα, η οποία βρίσκεται διατηρημένη πλήρως και την οποία καλούμαστε να την ανακτήσουμε ξανά με λόγια. Κατά την γνώμη του δεν είναι το άτομο η προς διερεύνηση ενότητα αλλά το διαπροσωπικό πεδίο. Όμως ούτε κι εκεί υπάρχει μια ασυνείδητη αλήθεια, η οποία είναι διαθέσιμη και την οποία θα έπρεπε απλά να ανασκάψουμε. Πρόκειται για φευγαλέες, μόνον αόριστες ως προς την σύλληψη τους μη λεκτικές εμπειρίες που δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διατύπωσης. Αυτές διαμορφώνουν το ασυνείδητο και είναι κατά κανόνα αποκομμένες από την συνείδηση. Μόνο μέσα από τον αναστοχασμό μέσα στην αναλυτική σχέση μπορούν ο αναλυτής και ο αναλυόμενος να βρουν λέξεις για αυτήν την εμπειρία και να αναζητήσουν την σημασία της. Αυτό σημαίνει πως μια σημασία δεν είναι αντικείμενο επανεύρεσης αλλά κατασκευάζεται εκ νέου.
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε πως στην σημερινή εποχή ο διαχωρισμός ανάμεσα στο δυναμικό και στο μη απωθημένο ασυνείδητο είναι άνευ αντικειμένου. Αυτό οφείλεται εν μέρει και στο γεγονός πως οι πρώιμες μη λεκτικές σχεσιακές δομές μετακινήθηκαν στο κέντρο της ψυχαναλυτικής προσοχής. Μέσα από αυτήν την εξέλιξη περιήλθαν οι ασυνείδητες παιδικές ενορμητικές επιθυμίες μέσα στα σκοτάδια των πρώιμων παιδικών ασυνείδητων προτύπων αλληλεπίδρασης και των συνδεόμενων με αυτά (τα πρότυπα) αναπαραστάσεων των αντικειμένων και του εαυτού.
Γ. Το δημιουργικό ασυνείδητο
Η ψυχική ζωή του καθενός διαμορφώνεται από δομικές συγκρούσεις. Η αναλυτική θεραπεία υπηρετεί τον σκοπό μιας καλύτερης εξισορρόπησης. Ως προς αυτό οι ασυνείδητες διαδικασίες αναλαμβάνουν ένα είδος διορθωτικής λειτουργίας. Οι ασυνείδητες διαδικασίες μπορούν να αναλάβουν μια σταθεροποιητική λειτουργία (Sandler 1986). Ακόμη και τα όνειρα είναι σε θέση να συνεπιφέρουν διορθώσεις σε μιας εσωτερική συνάρτηση ή συγκρουσιακή στάση και με αυτόν τον τρόπο να διαμεσολαβήσουν στον ονειρευόμενο μια αίσθηση αυξημένης προσωπικής αυθεντικότητας.
Τέτοιου είδους κλινικά δεδομένα οδήγησαν την σύγχρονη ψυχανάλυση στο να μην βλέπει στο όνειρο σε πρώτο επίπεδο έναν τρόπο φαντασιακής εκπλήρωσης ασυνείδητων επιθυμιών. Πολύ περισσότερο βλέπουμε στο όνειρο μια ιδιαίτερη μορφή της ασυνείδητης σκέψης, η οποία βρίσκεται στην αναζήτηση λύσεων για προβλήματα, εξυπηρετεί την επεξεργασία συγκρούσεων , δημιουργεί καινούριες ιδέες και προάγει την ψυχική ανάπτυξη
Ιδιαίτερα ο Wilfred Bion ήταν εκείνος που πρωταγωνίστησε σε αυτήν την διεύρυνση. Τα όνειρα είναι γι αυτόν τον συγγραφέα μια πρωταρχική λειτουργία του ανθρώπινου πνεύματος. Εξυπηρετεί τον μετασχηματισμό των εμπειριών. Αυτή η ονειρευόμενη ασυνείδητη διαδικασία και ο μεταβολισμός της εμπειρίας λαμβάνει χώρα τόσο στον ύπνο όσο και στην κατάσταση αφύπνισης.
Συμβαδίζοντας με αυτές τις εξελίξεις στην θεωρία του ονείρου, μερικοί ψυχαναλυτές διεύρυναν την φροϋδική σύλληψη του ασυνειδήτου προς μια ’’ρομαντική’’ κατανόηση, στην οποία το ασυνείδητο μετατρέπεται σε μια σε μια πηγή ψυχικής ανάπτυξης. Έτσι για παράδειγμα ο Grottstein (2009) αντιλαμβάνεται το ασυνείδητο ως μια συμβολική διαδικασία, η οποία κατασκευάζει σημασίες και εφοδιάζει τον εξωτερικό κόσμο με μεταφορές και ποιητικές εικόνες.
Ο Newirth (2003) μιλάει για ένα generative Unconscious (γεννητικό ασυνείδητο) το οποίο τροφοδοτεί την πρόσωπο-ποίηση του καθενός και την υποκειμενικότητα του. Το διαφοροποιεί από το «απωθημένο ασυνείδητο» και το «σχεσιακό ασυνείδητο». Σε αυτές τις λειτουργικά αυτόνομες , δημιουργικές, ασυνείδητες διαδικασίες – θα μπορούσαμε να δούμε το αγκυροβόλιο για τον ‘’αληθινό εαυτό’’ του Winiccott, και την ‘’χωρίς σκέψη γνώση’’ του Bollas. Μας μιλούν για ένα ‘’ιδίωμα’’ ως ένα ατομικό ζήτημα ταυτότητας, το οποίο όντας το ίδιο ασυνείδητο, ξεδιπλώνεται στην ζωή του μεμονωμένου ανθρώπου – στις αντικειμενοποιήσεις (Objectivation).
Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να αποφύγουμε μια πιθανή παρανόηση. Την λανθασμένη αντίληψη πως αυτοί οι τρεις διαφορετικές μορφές του ασυνειδήτου αποτελούν κατ ουσία διαφορετικούς ψυχικούς τομείς. Ο διαχωρισμός τους προκύπτει περισσότερο διαμέσου της λειτουργίας και του οργανωτικού τύπου των διαδικασιών τους.
Όταν σκέφτεται κανείς σε συστήματα η ψυχικούς τομείς υφίσταται ο κίνδυνος να τα συλλάβει ως σαφώς οριοθετημένα το ένα από το άλλο αντί να εκκινεί από ρευστές μεταβάσεις και συνέχειες. Ο ίδιος ο Freud υπήρξε διχασμένος ως προς αυτό το ζήτημα. Έτσι έλεγε πως κατά κανόνα με την εφηβεία για πρώτη φορά ξεκινά η εγκαθίδρυση ενός έντονου διαχωρισμού σε ό,τι αφορά των περιεχόμενο των δύο συστημάτων (συνειδητού και ασυνειδήτου). (1915 e, S.294). Αργότερα προτιμούσε την ιδέα πως οι τομείς διεισδύουν ο ένας στον άλλον.
« Δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε με πληρότητα στα ερωτήματα που μας θέτει η ιδιομορφία του ψυχισμού μέσα από γραμμικές περιμέτρους όπως μας δίνονται μέσα από τα σχέδια ή την πρωτόγονη ζωγραφική. Μοιάζει πιο ταιριαστή η απεικόνιση μέσα από συγκεχυμένα πεδία χρωμάτων όπως αυτό συμβαίνει στους μοντέρνους ζωγράφους» (Freud 1933 a, S. 86).
Στην σημερινή εποχή αντικαθίσταται ευρέως η σκέψη σε ψυχικά πεδία ή συστήματα από μια σκέψη που κατανοεί το ‘’συνειδητό’’ και το ‘’ασυνείδητο’’ ως διαφορετικές βαθμίδες οργάνωσης του ψυχικού υλικού. Μέσα από αυτήν την οπτική φαίνεται πιο χρήσιμο να φανταζόμαστε το ‘’συνειδητό’’ και το ‘’ασυνείδητο’’ ως ένα συνεχές παρά ως σαφώς οριοθετημένους ψυχικούς χώρους ή τόπους.
Απόδοση από τη γερμανική γλώσσα, Σκαρπίδης Κώστας.
ΠΗΓΕΣ
Der psychoanalytische Begriff des Unbewussten und seine Entwicklung. Eine Bestandsaufnahme.
http://psychoanalyseforum.de/blog/das-unbewusste-psychoanalytische-kernkonzepte