Το οικογενειακό μυθιστόρημα των νευρωτικών

 In ΚΕΙΜΕΝΑ, ΚΛΑΣΣΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Der Familienroman der Neurotiker (1909)

Το οικογενειακό μυθιστόρημα των νευρωτικών

Η σταδιακή αποδέσμευση του ατόμου από την αυθεντία των γονέων κατά την διάρκεια της ενηλικίωσης του είναι από τα πλέον αναγκαία καθώς και τα πιο επώδυνα επιτεύγματα της εξέλιξης. Είναι απολύτως αναγκαίο το να ολοκληρωθεί και οφείλουμε να δεχτούμε ότι κάθε κανονικός άνθρωπος την πραγματοποιεί μέχρι ενός ορισμένου σημείου. Η πρόοδος της κοινωνίας βασίζεται κατά κύριο λόγο στην αντίθεση των γενεών. Από την άλλη μεριά δεν υπάρχει καμία κατηγορία νευρωτικών, στων οποίων την κατάσταση δεν αναγνωρίζουμε την εξάρτηση από αυτή τη συνθήκη. Το ότι δηλαδή απέτυχαν να επιλύσουν αυτό το πρόβλημα.

Για το μικρό παιδί οι γονείς είναι αρχικά η μοναδική αυθεντία και η πηγή κάθε πίστης. Το να εξισωθούν με τους γονείς του ίδιου φύλου, να είναι μεγάλοι όπως ο πατέρας και η μητέρα, είναι η εντονότερη, πλούσια σε συνέπειες επιθυμία αυτών των παιδικών χρόνων. Με την αυξανόμενη διανοητική εξέλιξη είναι σίγουρο το ότι το παιδί βαθμιαία θα γνωρίσει τις κατηγορίες, στις οποίες ανήκουν οι γονείς του. Γνωρίζει άλλους γονείς, τους οποίους συγκρίνει με τους δικούς του κι έτσι αποκτά το δικαίωμα να αμφιβάλλει για το απαράμιλλο και την μοναδικότητα που τους καταλόγισε. Με αφορμή μικρά γεγονότα από τη ζωή του, τα οποία του προκαλούν δυσαρέσκεια, το παιδί ξεκινά να κριτικάρει τους γονείς κι αρχίζει να αξιοποιεί τη γνώση που κέρδισε, υιοθετώντας την θέση ότι άλλοι γονείς σε κάποια ζητήματα είναι προτιμότεροι από τους δικούς του. Από την ψυχολογία των νευρώσεων γνωρίζουμε πως ως προς αυτό συμπράττουν μαζί με άλλους παράγοντες και οι εντονότεροι ερεθισμοί σεξουαλικής αντιπαλότητας. Το αντικείμενο που δίνει λαβή σε αυτούς τους ερεθισμούς είναι προφανώς το συναίσθημα του παραγκωνισμού. Πολύ συχνά λοιπόν παρουσιάζονται καταστάσεις στις οποίες το παιδί παραμελείται ή τουλάχιστο αισθάνεται έτσι. Του λείπει η συνολική αγάπη των γονέων, ιδιαίτερα λυπάται όμως για το γεγονός ότι πρέπει να μοιραστεί αυτή την αγάπη. Η αίσθηση που έχει ότι οι προτιμήσεις του δεν αντανακλώνται με πληρότητα, εκτονώνει σε αυτό το χρονικό σημείο μια από τα πρώιμα παιδικά χρόνια προερχόμενη ιδέα, την οποία συχνά είναι σε θέση συνειδητά να θυμηθεί, ότι δηλαδή υπήρξε υιοθετημένο παιδί ή παιδί από έναν προηγούμενο γάμο. Πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι δεν έγιναν νευρωτικοί θυμούνται πολύ συχνά τέτοιες καταστάσεις στις οποίες – επηρεασμένοι κυρίως από την ανάγνωση κάποιων κειμένων – αντιλαμβάνονταν την εχθρική συμπεριφορά των γονέων με αυτό τον τρόπο και απαντούσαν ανάλογα.

Όμως εδώ ήδη φαίνεται η επιρροή του φύλου. Το αγόρι δείχνει να κλίνει σε μεγάλο βαθμό προς εχθρικούς ερεθισμούς, περισσότερο εναντίον του πατέρα από ότι εναντίον της μητέρας καθώς και μια εντονότερη τάση απελευθέρωσης από αυτόν παρά από την μητέρα. Η δραστηριότητα της φαντασίας του κοριτσιού σε αυτό το σημείο μπορεί να αποδεικνύεται πολύ ασθενέστερη. Μέσα από την συνειδητή ανάκληση στη μνήμη τέτοιων ψυχικών ερεθισμών από τα παιδικά χρόνια ανακαλύπτουμε εκείνη τη στιγμή που μας επιτρέπει την κατανόηση του μύθου.

Η περαιτέρω εξελικτική βαθμίδα αυτής της αρχικής αποξένωσης από τους γονείς σπάνια ανακαλείται στη μνήμη συνειδητά αλλά μπορεί σχεδόν πάντα να αποδειχτεί μέσα από την ψυχανάλυση. Μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε με την ονομασία: το οικογενειακό μυθιστόρημα των νευρωτικών. Στην ουσία της νεύρωσης καθώς επίσης και σε κάθε υψηλό χάρισμα ανήκει πλήρως μια εντελώς ιδιαίτερη δραστηριότητα της φαντασίας, η οποία αρχικά φανερώνεται στα παιδικά παιχνίδια και ξεκινώντας περίπου από την εποχή που προηγείται της εφηβείας κατακτά την θεματική των οικογενειακών σχέσεων.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της ιδιαίτερης δραστηριότητας της φαντασίας είναι η γνωστή ονειροπόληση[1], η οποία συνεχίζεται πολύ πέρα από την διάρκεια της εφηβείας. Μια ακριβής παρατήρηση αυτών των ονειροπολήσεων μας διδάσκει πως εξυπηρετούν την εκπλήρωση επιθυμιών, την διόρθωση της ζωής και ότι επιδιώκουν κατά προτίμηση δύο στόχους: τον ερωτικό και την φιλοδοξία. (Πίσω από την οποία όμως τις περισσότερες φορές κρύβεται το ερωτικό στοιχείο).

Στην χρονική περίοδο που αναφέραμε η φαντασία του παιδιού είναι απασχολημένη με το πρόβλημα της απαλλαγής του από τους υποτιμημένους γονείς και της αντικατάστασης τους με γονείς οι οποίοι κατά κανόνα βρίσκονται σε υψηλότερη κοινωνική

θέση. Επιπλέον γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης η τυχαία σύμπλευση με πραγματικά γεγονότα (η γνωριμία με τον ιδιοκτήτη του κάστρου ή τον μεγαλοϊδιοκτήτη γης στην ύπαιθρο, με τον ηγεμόνα στη πόλη). Τέτοια τυχαία βιώματα ξυπνούν στο παιδί το φθόνο, ο οποίος τότε βρίσκει μέσο για να εκφραστεί στη φαντασία, η οποία αντικαθιστά και τους δύο γονείς με επιφανέστερους.

Η τεχνική διεξαγωγής τέτοιων φαντασιώσεων, οι οποίες φυσικά σε αυτή την περίοδο είναι συνειδητές, εξαρτάται από την επιδεξιότητα και το υλικό που διαθέτει το παιδί. Ακόμα είναι πολύ σημαντικό το αν οι φαντασιώσεις έχουν γίνει αντικείμενο επεξεργασίας, αν καταβλήθηκε από το παιδί μεγαλύτερη ή μικρότερη προσπάθεια, ώστε να φθάσουν να είναι περισσότερο η λιγότερο προφανείς. Αυτό το στάδιο φθάνεται σε μία περίοδο που στο παιδί λείπει η γνώση των σεξουαλικών προϋποθέσεων της προέλευσης του ανθρώπου.

[1] Σύγκρινε σχετικά με αυτό στο Freud: «Υστερικές φαντασιώσεις και η σχέση τους με την αμφισεξουαλικότητα», όπου επίσης δίνονται λογοτεχνικές παραπομπές σε σχέση με αυτό το θέμα. (Ges. Werke, Bd. VII.)

Και όταν έρχεται η ώρα για το παιδί να μάθει τις πολυειδέστατες σεξουαλικού χαρακτήρα σχέσεις ανάμεσα στον πατέρα και στη μητέρα, καταλαβαίνει πως pater semper incertus est, ενώ η μητέρα certissima[2]. Με αυτό τον τρόπο διαπερνάει το οικογενειακό μυθιστόρημα ένας ιδιόρρυθμος περιορισμός. Ικανοποιείται εξυψώνοντας τον πατέρα χωρίς να αμφιβάλλει στη συνέχεια για την καταγωγή από την μητέρα, θεωρώντας τη ως κάτι που δεν επιδέχεται μεταβολή. Αυτό το δεύτερο (σεξουαλικό) στάδιο του οικογενειακού μυθιστορήματος διέπεται και από ένα δεύτερο κίνητρο, το οποίο στο πρώτο (ασεξουαλικό) στάδιο έλειπε.

Με τη γνώση των διαδικασιών που αφορούν το φύλο προκύπτει η τάση για φαντασιώσεις ερωτικών καταστάσεων και σχέσεων, για τις οποίες κινητήρια δύναμη είναι η διάθεση να τοποθετείται η μητέρα, η οποία αποτελεί αντικείμενο της εντονότερης σεξουαλικής περιέργειας, σε μία κατάσταση απιστίας και κρυφών ερωτικών σχέσεων. Με αυτό τον τρόπο έρχονται οι πρώτες, κατά κάποιο τρόπο  ασεξουαλικές φαντασιώσεις στο υψηλότερο σημείο της παροντικής γνώσης.

Κατά τα άλλα εμφανίζεται κι εδώ το κίνητρο της εκδίκησης και των αντιποίνων που προηγουμένως βρίσκονταν στο προσκήνιο. Αυτά τα νευρωτικά παιδιά είναι επίσης και εκείνα που τις περισσότερες φορές τιμωρήθηκαν από τους γονείς τους για να διακόψουν τις συνήθεις σεξουαλικές αταξίες τους και τα οποία τώρα εκδικούνται τους γονείς τους μέσα από τέτοιες φαντασιώσεις. Ιδιαιτέρως τα παιδιά που γεννήθηκαν αργότερα είναι αυτά που μέσα από τέτοιου είδους συνθέσεις αρπάζουν πάνω από όλα τα προνόμια αυτών που προηγήθηκαν (πανομοιότυπα με τις ιστορικές ίντριγκες), τα οποία συχνά μάλιστα δεν ντρέπονται να προσάπτουν με τον ίδιο τρόπο στη μητέρα πολλές ερωτικές σχέσεις και είναι διαθέσιμα ως αντίζηλοι. Μια ενδιαφέρουσα παραλλαγή αυτού του οικογενειακού μυθιστορήματος έχουμε όταν ο ήρωας που τη συνθέτει διαλέγει να επιστρέψει στην νομιμότητα ενώ με αυτό τον τρόπο παραμερίζει τα υπόλοιπα αδέλφια ως παράνομα. Επιπλέον είναι δυνατό ακόμη το οικογενειακό μυθιστόρημα να κατευθύνεται από ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, το οποίο διευκολύνει όλα τα είδη των επιδιώξεων με την πολύπλευρη και πολύμορφη δυνατότητα εφαρμογής του. Έτσι ο μικρός ονειροπόλος παραμερίζει για παράδειγμα με αυτόν το τρόπο τη συγγενική σχέση με την αδελφή του, για την οποία αισθάνθηκε σεξουαλική έλξη.

Σε όποιον με τρόμο αποκρούει αυτού του είδους τη διαφθορά στον ψυχικό κόσμο του παιδιού κι ενδεχομένως θα ήθελε να αμφισβητήσει τη δυνατότητα τέτοιων πραγμάτων, θα παρατηρήσουμε ότι όλες αυτές οι φαινομενικά τόσο εχθρικές συνθέσεις στην ουσία τους δεν είναι τόσο κακές και πως κάτω από ελαφρή μεταμφίεση προφυλάσσεται διατηρημένη η πρωταρχική τρυφερότητα του παιδιού για τους γονείς του. Πρόκειται μόνο για επιφανειακή αχαριστία και απιστία. Γιατί όταν κανείς δει διεξοδικά και λεπτομερειακά τις πιο συχνές από αυτές τις μυθιστορηματικές φαντασιώσεις, την αντικατάσταση και των δύο γονέων ή μόνο του πατέρα με επιφανέστερα πρόσωπα, ανακαλύπτει πως αυτοί οι νέοι κι εξαιρετικοί γονείς είναι πάντοτε εφοδιασμένοι με χαρακτηριστικά, τα οποία προέρχονται από πραγματικές αναμνήσεις από τους πραγματικούς, κατώτερους γονείς, έτσι ώστε το παιδί στην πραγματικότητα δεν παραμερίζει τον πατέρα αλλά τον εξυψώνει. Μάλιστα η συνολική επιδίωξη αντικατάστασης του πραγματικού πατέρα με κάποιον εξαιρετικότερο δεν είναι παρά η έκφραση της νοσταλγίας του παιδιού για την χαμένη ευτυχισμένη περίοδο, στην οποία ο πατέρας ήταν στα μάτια του ο πιο δυνατός και ο πιο σπουδαίος άνδρας και η μητέρα του η πιο αγαπημένη και η πιο όμορφη γυναίκα. Στρέφεται από τον πατέρα, τον οποίο τώρα γνωρίζει, πίσω σε αυτόν που πίστεψε στα πιο πρώιμα παιδικά χρόνια και ουσιαστικά η φαντασίωση αποτελεί μόνο έκφραση της δυσαρέσκειας για το γεγονός ότι αυτή η ευτυχισμένη εποχή χάθηκε. Η υπερεκτίμηση των πιο πρώιμων παιδικών χρόνων υπεισέρχεται επομένως ξανά με όλα της τα δικαιώματα μέσα σε αυτές τις φαντασιώσεις.

[2]  Νομική διατύπωση: «η πατρότητα είναι διαρκώς αμφίβολη, η μητρότητα πάντα εντελώς εξασφαλισμένη».

Μια ενδιαφέρουσα συνεισφορά σε αυτό το θέμα μας δίνει η μελέτη των ονείρων. Η ερμηνεία των ονείρων μας διδάσκει δηλαδή πως ακόμη και τα μεταγενέστερα χρόνια όνειρα σχετικά με το βασιλιά ή την βασίλισσα σημαίνουν τις διαπρεπείς προσωπικότητες μητέρα και πατέρα.[3] Η παιδική υπερεκτίμηση των γονέων είναι επομένως διατηρημένη και στα όνειρα του κανονικού ενήλικα.

Απόδοση από τα γερμανικά | Σκαρπίδης Κώστας

[3] Ερμηνεία των ονείρων, 8η έκδοση, σελ. 242 (Ges. Werke, Bd. II, III , σελ. 358).