Εξιδανίκευση και καταστροφικότητα – Η δυναμική του θρησκευτικού φονταμενταλισμού

 In ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Paradies

Werner Bohleber: Εξιδανίκευση και καταστροφικότητα – η δυναμική του θρησκευτικού φονταμενταλισμού

 

Διάλεξη: 7th Delphi International Psychoanalytic Symposium „Psychoanalysis and Ideologies“, Delphi, Greece, 24-28 October 2008. Ελληνική μετάφραση: MPa | 2009.

Πηγή: pastproduction.wordpress.com

 

  1. Εισαγωγή

Τα γεγονότα της 11 Σεπτέμβρη ξανάφεραν με τραγικό τρόπο στο προσκήνιο της δημόσιας συνείδησης τη σχέση μεταξύ θρησκείας και βίας. Μια από τις συνέπειες της οξείας αντιπαράθεσης με τέτοιου είδους φαινόμενα της θρησκευτικότητας, είναι ότι μας αναγκάζουν να συλλογιστούμε, ποιά είναι εκείνα τα πράγματα που απώθησαν ή αρνήθηκαν οι δυτικές κοινωνίες του διαφωτισμού στο δρόμο τους για τη νεωτερικότητα. Επί το πλείστον αντιμετώπισαν τη θρησκεία σαν κατάλοιπο της προμοντέρνας σκέψης ή σαν περιθωριακό φαινόμενο που το εντόπιζαν στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής. Ακόμη κι όταν ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός άρχισε να εξαπλώνεται όλο και περισσότερο και να δυναμώνει εντός των παγκόσμιων θρησκειών, η Ευρώπη συνέχιζε να αδιαφορεί σχεδόν απόλυτα. Ωστόσο μετά από τα γεγονότα της 11 Σεπτέμβρη άρχισε να μας προβληματίζει το φαινόμενο του φονταμενταλισμού, οι μορφές με τις οποίες εκδηλώνεται καθώς και τα μηνύματα που εμπεριέχει.

Η μαρτυρικού τύπου λατρεία που αποδίδεται στους τρομοκράτες – αυτόχειρες μας φανερώνει, πως το φαινόμενο της μαζικής δολοφονικής επίθεσης από αυτόχειρες – τρομοκράτες, σχετίζεται άμεσα με τη φαντασίωση μιας ναρκισσιστικής αρμονίας μετά το θάνατο. Για μια ακόμη φορά λοιπόν τίθεται το ερώτημα, ποιά μπορεί να είναι στο ψυχικό επίπεδο η σχέση της πίστης και του μίσους από την μία, με τη φαντασίωση της ναρκισσιστικής ιδανικής αρμονίας και τη δολοφονική βία από την άλλη. Τα συγκεκριμένα γεγονότα δεν ξάφνιασαν μόνο την κοινή γνώμη αλλά και τις επιστήμες της θρησκειολογίας. Και δεν έχουν πάψει από τότε να ερευνούν το φαινόμενο αυτό επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον κυρίως στις τρείς μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες. Πριν όμως εμβαθύνω στο θέμα αυτό, θα ήθελα να θίξω ένα ζήτημα που συζητείται εδώ και πολύ καιρό. Συγκεκριμένα το ερώτημα, αν οι μονοθεϊστικές θρησκείες με δεδομένο το ζήτημα της αποκλειστικότητας του θεού που θέτουν, εμπεριέχουν εγγενώς τον παράγοντα της βίας.

Koran-fragments
  1. Μονοθεϊστικές θρησκείες

Πρόσφατα στα πλαίσια ημερίδας, ο αμερικανός κοινωνιολόγος Σμούελ Άιζενσταντ δήλωσε πως στη σημερινή διαταραγμένη παγκόσμια κοινωνία όπου διαμάχονται διάφορα είδη νεωτερικότητας, η πίστη σε μια αποκλειστική θεότητα δρα σαν καταλύτης κι αναζωπυρώνει τις αντιθέσεις εκ νέου. Κι ο αιγυπτιολόγος Γιαν Άσμαν που αφιέρωσε διεξοδικές μελέτες στη θρησκεία του Άτον, στη σημασία της μορφής του Μωυσή καθώς και στον ιουδαϊκό μονοθεϊσμό, έδειξε πως υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ βίας και μονοθεϊστικής αποκλειστικότητας. Αιτία δε κατά τον Άσμαν δεν αποτελεί το γεγονός ότι ο μονοθεϊσμός κηρύσσει την πίστη σε ένα και μόνο θεό. Εξ άλλου και οι πολυθεϊστικές θρησκείες αντιλαμβάνονται την ύπαρξη πολλών θεϊκών μορφών σαν παράγωγο μιας κεντρικής θεότητας. Η ουσιαστική διαφορά του μονοθεϊσμού συνίσταται αντίθετα στο γεγονός ότι αυτός ορίζει αυτόν τον έναν θεό σαν αληθινό και τους άλλους θεούς καθώς και τα διάφορα είδωλα σαν ψεύτικα. Και συνέπεια αυτού του αξιώματος αποτέλεσε το αίτημα του μονοθεϊσμού για την απαγόρευση των εικόνων. Ο Άσμαν ονόμασε το αξίωμα αυτό μωσαϊκό διαχωρισμό. Οι πολυθεϊστικές θρησκείες από την άλλη πλευρά είναι κοσμοπολίτικες, με την έννοια ότι κηρύσσουν την αδιάσπαστη ενότητα μεταξύ του θεϊκού στοιχείου και του υπαρκτού κόσμου. Την ενότητα δε αυτή είναι που καταστρατηγούν οι μονοθεϊστικές θρησκείες καθώς τοποθετούν την ύπαρξη του ενός και αποκλειστικού θεού εκτός του πραγματικού κόσμου. Διότι με αυτό διασπούν την σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο και τον καλούν να συμβαδίσει με ένα θεό που η ύπαρξή του τοποθετείται έξω από τον κόσμο αυτό. Η έννοια της αυτονομίας του ατόμου που προκύπτει κάτω από αυτή τη συνθήκη, αποτελεί παράγωγο του ότι ο άνθρωπος, οφείλει να απολογηθεί αποκλειστικά και μόνο έναντι του θεού. Έτσι η έννοια της δίκαιης πράξης αλλά και του δικαίου γενικά, περιέρχονται στην αρμοδιότητα της θεολογίας, ενώ η έννοια της ηθικής εντάσσεται στους κόλπους της θρησκείας. Κατά τον Άσμαν η σημασία του μονοθεϊσμού ως εκπολιτιστικού σχεδίου συνίσταται σε αυτό ακριβώς το δεδομένο. Ενώ η άλλη και πιο σκοτεινή του πλευρά έγκειται στο ότι γέννησε και τροφοδότησε ένα καινούργιο μίσος, το μίσος έναντι των παλιών θεών και ειδώλων. Σαν αντίδραση δε στο μίσος αυτό, γεννήθηκε κατόπι το μίσος εκείνων που σύμφωνα με το μωσαϊκό διαχωρισμό χαρακτηρίστηκαν ειδωλολάτρες και εξοστρακίστηκαν. Κατά τον ΄Ασμαν ο μονοθεϊσμός δεν είναι απλώς εικονοκλαστικός μα κατεξοχήν θεοκλαστικός. Διότι δεν στρέφεται μόνο ενάντια σε άλλους θεούς, τους οποίους αποσκοπεί να εξοντώσει, αλλά όπως μας φανερώνουν τα ιστορικά γεγονότα, σε τελική ανάλυση στρέφεται επίσης κατά του ενός και μοναδικού θεού. Αντίθετα με το Φρόυντ που θεωρεί τη διπλή πατροκτονία – του αρχέγονου πατρός της φυλής και του Μωυσή – το κατεξοχήν τραύμα του δυτικού πολιτισμού, ο Άσμαν θεωρεί την θεοκλαστική βία σαν κάτι το οποίο τείνει να εξοντώσει όλους τους θεούς πριν τελικά στραφεί εναντίον του ενός και μοναδικού θεού. Συνέπεια της εξέλιξης αυτού του πνευματικού σχεδίου, αποτελεί από τη μία η αρνητική θεολογία κι από την άλλη η θεοκτονία. Τόσο η διατύπωση του Φρόυντ για την ‘’πρόοδο στην πνευματικότητα“ όσο κι εκείνη του Άσμαν για τον μωσαϊκό διαχωρισμό δεν αφορούν ορισμούς για στιγμές ιστορικής πραγμάτωσης, παρά „θεσμοποιήσεις της διανόησης“ και „ρυθμιστικές ιδέες“ που με κανένα τρόπο δεν είναι δυνατόν να θεσμοποιηθούν (2003, 52).

Δεν ήταν λίγες οι φορές στη διάρκεια της ιστορίας, όπου πολυθεϊστικά στοιχεία τα οποία θεωρούνταν ξεπερασμένα κι απωθημένα, αναβίωναν ξανά, με αποτέλεσμα να πυροδοτούν αντίστοιχες αντιδράσεις του μονοθεϊσμού. Ο Άσμαν συγκαταλέγει τον σύγχρονο φονταμενταλισμό στην παραπάνω ακριβώς δυναμική και διαπιστώνει, ότι παρά τις όποιες διαφορές όσον αφορά τις συνθήκες και τα μορφολογικά στοιχεία του, ο σύγχρονος φονταμενταλισμός αποτελεί αντίδραση στην νεωτερικότητα και την εκκοσμίκευση που αυτή πραγματοποιεί, καθώς επίσης και στην δυτικοποίηση του κόσμου με την οποία συνδέεται η εκμοντερνισμός.
Στα πλαίσια της έκθεσής αυτής δεν μπορώ να επεκταθώ αναλυτικά στην θεολογική συζήτηση περί της εγγενούς σύνδεσης μονοθεϊσμού και βίας. Ούτε επίσης θα ήθελα να διαπραγματευτώ το ερώτημα αν ο χριστιανικός ουνιβερσαλισμός διαψεύδει την θέση του ΄Ασμαν καθώς ο θεός των χριστιανών, ως σωτήρας όλων των ανθρώπων, θεωρείται ότι δεν αποβλέπει στη διαφορά ούτε στον αποκλεισμό αλλά στην παγκόσμια ενότητα.
Άλλο είναι το ερώτημα πού θέλω να θίξω. Η θρησκευτικού τύπου βία δεν έχει τις ρίζες της αποκλειστικά και μόνο στη θεοκλασία του μονοθεϊσμού, αλλά παρουσιάζει κι άλλες μορφές, που ναι μεν σχετίζονται με τη θεοκλασία, πλην όμως τροφοδοτούνται από διαφορετικές ψυχικές πηγές. Εννοώ τις θρησκευτικές ιδέες περί κοινότητας και κοινωνικοποίησης. Στα πλαίσια αυτών των ζητημάτων τίθενται με πολύ οξύτερο τρόπο τα ζητήματα του εγκλεισμού και του αποκλεισμού, από ό,τι στα πλαίσια της αντίληψης περί του ενός και μόνο θεού. Από την άλλη είναι σαφές ότι ο μοντέρνος θρησκευτικός φονταμενταλισμός τα οξύνει περισσότερο.
Στη συνέχεια θέλω να εκθέσω αναλυτικά πώς και με ποιά ασυνείδητα φαντασιωσικά σενάρια σχετίζονται οι συνειδητές αυτές ιδέες, ούτως ώστε να καταστήσω σαφή και κατανοητή τη σχέση των ιδεών περί ιδανικής αρμονίας κι ενότητας με την καταστροφική κι όλο και πιο ακραιφνή βία που λαμβάνει χώρα.
Ο Άρνολντ Άγκενεντ (2007) εξέθεσε στη εκτενή του μελέτη γύρω από τη βία και την ανοχή του χριστιανισμού απέναντι σε άλλους, ότι τα παγκόσμιας απεύθυνσης κινήματα και ιδίως οι παγκόσμιες θρησκείες, εγκυμονούν τους μεγαλύτερους κινδύνους όταν συμπίπτει να τοποθετούνται υπέρ της παγκοσμιότητας και ταυτόχρονα να προσδιορίσουν, ποιός συγκεκριμένος λαός είναι ο επίλεκτος που θα φέρει τη σωτηρία στους υπολοίπους. Σύμφωνα με τον Άγκενεντ, στις περιπτώσεις αυτές η παγκόσμιας απεύθυνσης ιδέα παλινδρομεί στην κατάσταση της ευγενούς θρησκείας των αρχέγονων φυλών. Το γεγονός ότι η χριστιανική κοινότητα αισθάνεται να είναι η επίλεκτη αυτή συλλογικότητα, να είναι δηλαδή θεϊκά εξουσιοδοτημένη εκκλησία, προκαλεί όχι μόνο αίσθημα ανωτερότητας αλλά επίσης ισχυρές επιθετικές τάσεις που στοχεύουν στον θρησκευτικό και πολιτικό εξουσιασμό των άλλων. Μια ματιά στην ιστορία μας φανερώνει πως δεν ήταν λίγες οι φορές που οι κίνδυνοι αυτοί έγιναν απτή πραγματικότητα. Από την άλλη για να διατηρηθεί η ιδέα της παγκοσμιότητας είναι αναγκαία η αναγνώριση κι ο σεβασμός της ιδιαιτερότητας των άλλων.
Η αιτιακή σχέση που υφίσταται μεταξύ βίας και θρησκευτικής ιδέας, όπως αυτή διαμορφώνεται συλλογικοποιούμενη, μελετήθηκε διεξοδικά στο παράδειγμα του εθνικοσοσιαλισμού και τις διάφορες εκδοχές του. Οι γνώσεις που αποκομίστηκαν από τις αναλύσεις αυτές αποβαίνουν χρήσιμες και για την ανάλυση των φονταμενταλιστικών κινήσεων. Θα επανέλθω αργότερα σ’ αυτό.

  1. Βασικές δομές φονταμενταλιστικής σκέψης / Συλλογικοποίηση και βία

Φονταμενταλιστικές κινήσεις δεν εμφανίστηκαν στα πλαίσια των μονοθεϊστικών θρησκειών μόνο, αλλά σε όλες της θρησκείες παγκόσμιας απεύθυνσης. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις οι φονταμενταλιστικές κινήσεις ήρθαν σε συνδυασμό με εθνικιστικές ιδεολογίες με αποτέλεσμα να προκύψουν εθνικιστικό – θρησκευτικές παραλλαγές του φαινομένου. Οι κοινωνιολογικές έρευνες επί του θέματος έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα πως όλες ανεξαιρέτως οι θρησκευτικές φονταμενταλιστικές ομάδες διακρίνονται από ορισμένα χαρακτηριστικά και ορισμένες δομικές ομοιότητες που είναι κοινές (Άρμστρονγκ 2000, Μάρτυ και Άππλεμπυ 1991, Ρίζεμπροτ 1990). Οι Άλμοντ, Άππλεμπυ και Σίβαν (2003) για συστηματικοποιήσουν θεωρητικά τα χαρακτηριστικά αυτά των φονταμενταλιστικών συλλογικοτήτων χρησιμοποιούν τη φόρμα που εκπόνησε η κοινωνιολόγος Μαίρη Ντάγκλας και που ονομάζεται ’’cultural enclave’’(πολιτισμικός θύλακας).
Σας αναφέρω συνοπτικά τα κυριότερα χαρακτηριστικά:
Α. Οι φονταμενταλιστικές κινήσεις συγκροτούνται στη βάση αντίθεσης κι άρνησης έναντι της εκκοσμίκευσης, της νεωτερικότητας και της φιλελευθεροποίησης, φαινόμενα που θεωρείται ότι διαβάλλουν τις παγκόσμιες θρησκείες επιφέροντας παρακμή κι εξαθλίωση. Κινητήρια δύναμη αυτής της αντίληψης δεν είναι τόσο το μίσος απέναντι στη νεωτερικότητα, όσο ο φόβος πως οι θρησκευτικές πεποιθήσεις και οι βασικές ηθικές αξίες τείνουν να εξαφανιστούν. Ο φονταμενταλισμός αποτελεί την επιθετική προσπάθεια ακύρωσης των εξελίξεων αυτών. Η επιδίωξη προσωπικής και συλλογικής ταυτότητας κι ασφάλειας αποκτά το κεντρί της επιθετικότητας καθώς συνδιάζεται με το επιτακτικό αίσθημα που προκαλεί ο άμεσος κίνδυνος. Ο φονταμενταλισμός γεννάται σε συνθήκες κρίσης, είτε αυτή είναι πραγματική, είτε είναι απλώς υποκειμενικά αντιληπτή σαν τέτοια. Χαρακτηριστικό όμως είναι πως αντί η αιτία της κρίσης να εντοπίζεται στο κοινωνικό ή πολιτικό επίπεδο, γίνεται αντιληπτή σαν κρίση ταυτότητας που θα οδηγήσει στην κατάρρευση κι αφάνιση της θρησκείας στα πλαίσια ενός συγχωνευτικού πολιτισμού. Μέσα από το πρίσμα του συνολικού σχεδίου περί σωτηρίας κάθε κρίση ερμηνεύεται σαν κατάρρευση, η οποία θα ακολουθηθεί από το ξεπέρασμα της εποχής και την έναρξη μιας νέας καλύτερης εποχής. Ο αποκαλυπτικός τρόπος σκέψης αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό των φονταμενταλιστικών κινήσεων.

Β. Οι φονταμενταλιστικές κινήσεις που δεν απομακρύνονται από τα εγκόσμια αλλά στοχεύουν να επέμβουν ενεργά στα δρώμενα, ορίζουν σαν στόχο τους την εγκατάσταση ενός κοινωνικού και πολιτικού συστήματος, το οποία θα διασυνδέει κάθε πλευρά της ζωής, πολιτικής, κοινωνίας, οικονομίας και κουλτούρας με τα θρησκευτικά αξιώματα. Το σύνολο των θεσμών οφείλει να υπακούει στο θεϊκό νόμο. Γι αυτό ο φονταμενταλισμός αποπνέει πάντοτε ένα κλίμα απολυταρχικό.

Γ. Οι θρησκευτικές παραδόσεις επιστρατεύονται και προσαρμόζονται στις ανάγκες των πολιτικών στόχων. Οι φονταμενταλιστές αντιμάχονται κάθε μορφή ιστορικής συνείδησης που ενδεχομένως θα οδηγούσε στη σχετικοποίηση των ιερών κειμένων. Για το ίδιο λόγο αντιμάχονται κάθε μορφή ερμηνευτικής επεξεργασίας των ιερών κειμένων, τα οποία υπερυψώνουν, θεωρώντας πως είναι γραμμένα από τον ίδιο το θεό. Με αυτό το τρόπο η θρησκευτική ταυτότητα παρουσιάζεται να είναι οντολογικής προέλευσης που ούτε οι ιστορικές ούτε  οι κοινωνικές αλλαγές μπορούν να την κλονίσουν.
Δ. Οι φονταμενταλιστές ορίζουν με απόλυτη αυστηρότητα το όριο που διακρίνει τους πιστούς από τους άπιστους. Η διάκριση αυτή προστατεύει την ομάδα από διαφθορά και προσμίξεις και εγγυάται την καθαρότητά της. Οι εγκόσμιες αντιφάσεις καθώς και η αντιφατικότητα που διακρίνει τα ψυχικά φαινόμενα με αυτόν τον τρόπο εξαφανίζονται. Ο έξω από το όριο της διάκρισης κόσμος είναι βρώμικος κι αμαρτωλός, ενώ ο κόσμος εντός της ομάδας έχει σωθεί και είναι καθαρός. Τα διάφορα τελετουργικά (Ritual) εγγυούνται τη διασφάλιση της διάκρισης μεταξύ εντός και εκτός. Οι αυστηροί κοινωνικοί και ηθικοί κανόνες εξασφαλίζουν την απόλυτη συναισθηματική εξομοίωση και την παραγωγή του αισθήματος της κοινότητας. Επειδή το να προσχωρήσει κανείς στην ομάδα είναι αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης, στο εσωτερικό της επικρατεί κλίμα αδερφικότητας και ισότητας των μελών. Η ομάδα λειτουργεί χωρίς σχεδόν καθόλου ιεραρχικές δομές ενώ τη θέση του καθοδηγητή την κατέχει το ιερό θρησκευτικό κείμενο, το οποίο εμπεριέχει επίσης τις απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα. Ωστόσο το ιερό αυτό κείμενο πρέπει να καταστεί κατανοητό, πράγμα που συνεπάγεται την μια και μόνο ιεραρχική θέση εντός της ομάδας για εκείνον που κατέχει την ικανότητα της ερμηνείας. Οποιαδήποτε αντίθεση στην ομογένεια, την ισότητα ή καθαρότητα της ομάδας, αλλά και κάθε άλλη μορφή αμφιθυμίας, συνεπάγεται την απομάκρυνση του φορέα της από την ομάδα. Επακόλουθο αυτής της τακτικής είναι η αλλεπάλληλες διασπάσεις που παρότι απορροφούν πολλές δυνάμεις, διατηρούν ωστόσο τη λειτουργικότητά τους επειδή συνεχίζουν να εγγυούνται την ισότητα των μελών και την ομοιογένεια της ομάδας.
Εξαιτίας όλων αυτών των χαρακτηριστικών ιδιοτήτων, ο φονταμενταλισμός ορίζεται ως ισχυρή θρησκεία (Άλμοντ  2003) με κύριο χαρακτηριστικό του την καθαρότητα, η οποία με τη σειρά της διακρίνεται από το χαρακτηριστικό της ταυτότητας μεταξύ πίστης και πράξης. Οι φονταμενταλιστές απεχθάνονται τους συμβιβασμούς που πραγματοποιεί η κοινωνικά καθεστωτικοποιημένη θρησκευτική εκπροσώπηση με τις εγκόσμιες δυνάμεις. Ο δυναμισμός των φονταμενταλιστικών κινήσεων επειδή διακρίνεται από τα χαρακτηριστικά της καθαρότητας και ισότητας κυοφορεί ταυτόχρονα μια ριζοσπαστική βία και μια ακραία άρνηση ανοχής ακόμη κι όταν αυτές δεν εκδηλώνονται έμπρακτα.
Οι παραπάνω σχέσεις θα διαλευκανθούν καλύτερα όταν αναλύσουμε τις βαθύτερες δομές της φονταμενταλιστικής νοοτροπίας παίρνοντας για παράδειγμα τον ισλαμικό φονταμενταλισμό. Θα προσπαθήσω να σας τις εκθέσω από την οπτική μιας ομαδικής ανάλυσης, αφού όμως πρώτα παρουσιάσω την ανάλυση των ατομικών χαρακτηριστικών της προσωπικότητας φονταμενταλιστικού τύπου. Η επιλογή αυτή μου επιτρέπει να θίξω ταυτόχρονα πέρα από τον ισλαμικό φονταμενταλισμό και εκείνον του προτεσταντισμού, πράγμα στο οποίο με ωθούν δύο κυρίως λόγοι. Ο πρώτος είναι συνυφασμένος με την εξάπλωση του προτεσταντισμού. Σύμφωνα με έρευνα των Bion/CNN, 59% των κατοίκων των ΗΠΑ πιστεύουν ακράδαντα ότι η εποχή στην οποία ζούμε αποτελεί την πλήρωση της προφητείας του αποστόλου Ιωάννη. Ενώ 25% πιστεύουν ότι τα γεγονότα της 11 Σεπτέμβρη έχουν αναγγελθεί στη Βίβλο (βλ. Trimondi και Trimondi 2006, σελ. 9). Ο δεύτερος λόγος σχετίζεται με την αποκαλυπτική σκέψη, η οποία αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό όλων των ειδών φονταμενταλισμού, άλλων λιγότερο κι άλλων περισσότερο. Την πιο ακραία δε εκδοχή αποκαλυπτικής σκέψης τη συναντάμε στον προτεσταντισμό, ενώ την πιο ήπια στο σουνιτικό – ισλαμικό φονταμενταλισμό. Εξάλλου δεν είναι λίγοι οι επιστήμονες που θεωρούν τον αποκαλυπτισμό σαν το κεντρικό παράγοντα της φονταμενταλιστικής σκέψης και στις τρείς παγκόσμιες θρησκείες.

IMG_0602
  1. Φονταμενταλισμός και εξέλιξη της προσωπικότητας

Ο Τσάρλς Στροζιέ (2002) διεξήγαγε στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 μια σειρά ψυχαναλυτικού τύπου βιογραφικές συνεντεύξεις με προτεστάντες φονταμενταλιστές στις ΗΠΑ. Κύριο χαρακτηριστικό όλων των ιστορικών αποτελεί η διάσπαση της προσωπικότητας. Στις αφηγήσεις τους οι ερωτώμενοι περιγράφουν σαν καταλυτική στιγμή της ζωής τους την ανακάλυψη της πίστης. Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτή έλαβε χώρα στην ύστερη εφηβεία ή στις αρχές της ενηλικίωσης και είχε σαν συνέπεια τη διάκριση της ζωής στην περίοδο πριν και μετά τη θρησκευτικότητα. Έκφραση αυτού του γεγονότος αποτελεί και η διάσπαση του εαυτού. Σε πολλές από τις περιπτώσεις είχαν προηγηθεί μεγάλης διάρκειας προσωπικές κρίσεις και αλλεπάλληλα ψυχικά τραύματα, τα οποία οι ερωτώμενοι περιέγραφαν σαν πνευματικό και ψυχικό θάνατο. Η ανακάλυψη της πίστης βιώθηκε από αυτούς σαν δεύτερη γέννηση. Τον προσηλυτισμό τους τον βίωσαν σαν συνταρακτική εμπειρία ενώ τη δεύτερη γέννηση την περιγράφουν σαν γέννηση εξ ιδίων δυνάμεων. Η ανακατασκευή της προσωπικής ιστορίας που ακολουθεί την ανακάλυψη της πίστης, πραγματοποιείται σαν εφαρμογή στις προσχεδιασμένες δομές νοηματοδοσίας που τους παρέχει η φονταμενταλιστική θρησκεία. Σ’ αυτές προσαρμόζουν λοιπόν τις εμπειρίες τους οι προσηλυτισμένοι, με αποτέλεσμα η προσωπική ιστορία να εφάπτεται στο ιστορικό –  θρησκευτικό δραματικό σχέδιο περί καταστροφής και σωτηρίας. Ο ξαναγεννημένος εαυτός νικά το θάνατο κι ο νέος εαυτός που είναι αιώνιος, αναπαύεται ειρηνικά πλησίον του θεού. Το παρελθόν του προσηλυτισμένου, επειδή θεωρείται κακό και άχρηστο αποσπάται από τον εαυτό. Ο πόθος για μεταμόρφωση ξεδιπλώνει τρομερές δυνάμεις, οι οποίες κορυφώνονται στο αποκαλυπτικό τελικό δράμα του κόσμου. Το τέλος του κόσμου ανά πάσα στιγμή μπορεί να λάβει χώρα. Ενώ όταν αρχίσει, συνεπαίρνει τους πιστούς και τους υψώνει στα ουράνια, όπου δίπλα στον Ιησού αναπαύονται σε παραδείσια ειρήνη κι αρμονία συναθροιζόμενοι στο χιλιετές βασίλειο. Την ίδια στιγμή επί Γής ξεσπάει τεράστιος θρήνος κι αποκαλυπτικοί πόλεμοι οδηγούν στην εξόντωση των απίστων και την εκκαθάριση της γης από την βρωμιά και την αμαρτία. Οι εκτενείς περιγραφές των καθαρτικών κι εξολοθρευτικών πράξεων που περιέχονται στα αντίστοιχα κείμενα, χαρακτηρίζονται από αναλόγου μεγέθους αιμοχαρή βαρβαρότητα.

Στις αναλύσεις ιστοριογραφικών δομών του φονταμενταλισμού που παραθέτει ο Στροζιέ, ένα από το τα πιο εντυπωσιακά σημεία αποτελεί η ατμόσφαιρα που διαπνέει τις διηγήσεις εξολόθρευσης των απίστων. Οι περιγραφές αυτές διαπνέονται από παγωνιά και την έλλειψη κάθε ίχνους ελέους. Από ψυχαναλυτική σκοπιά, οι άπιστοι αντιστοιχούν στο αποσπασμένο κομμάτι του εαυτού, που εδράζεται στο παρελθόν και που μέσω προβολής έχει αποκοπεί με σκοπό να εξοντωθεί. Η απόσπαση αυτή και οι διαδικασίες της προβολής εξιδανικεύονται θρησκευτικά καθώς ο ένας εαυτός παίρνει τη θέση του διαλεκτού κι ο άλλος εκείνη του αμαρτωλού κι αποδιωγμένου από το θεό. Ο αποκαλυπτικός τρόπος σκέψης γίνεται μοχλός της αποκομμένης αυτοκαταστροφικότητας που συνοδεύεται από τη φαντασίωση της ιδανικής, αρμονικής, μιλλενιστικής τελικής κατάστασης, στην οποία ο πιστός πρόκειται να περιέλθει. Η προκαταβολική φαντασίωση την καθαρότητας στηρίζεται δε στην ιδέα, ότι είναι εφικτό να εξαφανιστεί εντελώς το κακό. Αυτός ο δογματικός κι αποκαλυπτικός φαντασιακός κόσμος ρίχνει φώς και στο θέμα του φόβου των φονταμενταλιστών, πως οι κοσμικοποιημένοι σκοπεύουν να τους εξοντώσουν, και μας αποκαλύπτει ότι πρόκειται για την ίδια τους την αποκομμένη καταστροφικότητα, την οποία προβάλλουν στο εγκόσμιο περιβάλλον τους.
Οι φονταμενταλιστικές θρησκείες επειδή διακρίνονται από σκληρότητα και ριζοσπαστικότητα, αποτελούν επίσης την κατάλληλη φόρμα για την απώθηση λιμπιντικών αναγκών κι επιθυμιών παθητικότητας. Τα εξωτερικά αντικείμενα που κατασκευάζουν και παρέχουν, προσφέρονται τόσο για την προβολή ψυχικών εντάσεων όσο και για την εξόντωση αδύναμων και ανάξιων πτυχών του εαυτού μέσω του κατατρεγμού των αντικειμένων αυτών. Συνέπεια μιας τέτοιου τύπου κοινωνικοποίησης είναι η απάρνηση κι αποκοπή όλων τα συγκατανευτικών, συμπονετικών και συμβιβαστικών χαρακτηριστικών της εκάστοτε θρησκείας και η παραγωγή μιας θρησκείας της οργής, εχθρότητας και εκδίκησης (Άρμστρονγκ 2000). Οι βασικές αυτές δομές που προκύπτουν στους κόλπους του χριστιανικού φονταμενταλισμού ως στοιχεία της συγκρότησης του εαυτού και του κόσμου, αποτελούν με κάποιες τροποποιήσεις, επίσης χαρακτηριστικά του ισλαμικού φονταμενταλισμού με τον οποίο θα ασχοληθώ στη συνέχεια.

  1. Ο διανοητικός κόσμος και οι βαθύτερες δομές του ισλαμικού φονταμενταλισμού

Μετά την αποτυχία των κοινωνικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων που έλαβαν χώρα στα αραβικά έθνη στα τέλη της οθωμανικής αυτοκρατορίας, δυνάμωσαν ακαριαία τα φονταμενταλιστικά κινήματα, έχοντας σαν σημείο αναφοράς τους τη μουσουλμανική αδελφότητα, η οποία είχε ιδρυθεί στη δεκαετία 1920 στην Αίγυπτο. Κεντρικό περιεχόμενο τους αυτοπροσδιορισμού αυτών, αποτελούσε η αντίληψη του τρίτου δρόμου, δηλαδή η τοποθέτηση που αρνείται τόσο τον δυτικό καπιταλισμό όσο και τον ανατολικοευρωπαϊκό κομμουνισμό. Τα κινήματα αυτά γνώρισαν ραγδαία εξέλιξη και εξάπλωση κάτω από την επιρροή της ιρανικής επανάστασης του 1979, ενώ αποτελούν ως τις μέρες μας ένα από τα δυνατότερα ρεύματα του μουσουλμανικού κόσμου. Οι οπαδοί του καταδικάζουν με το σκληρότερο τρόπο όσους αποδέχονται στοιχεία του δυτικού τρόπου ζωής και σκέψης, θεωρώντας τα σημάδια σοβαρότατης κρίσης για τον ισλαμισμό, την οποία συγκρίνουν με την επιστροφή στη βαρβαρότητα της προϊσλαμικής περιόδου. Στόχος τους αποτελεί η επανασύνδεση μεταξύ πολιτικής και θρησκευτικής σφαίρας, η απομάκρυνση των κοσμικοποιημένων κυβερνήσεων και η επιστροφή στην ενοποιημένη θρησκευτικό – πολιτική κοινωνία. Προπαγανδίζουν πλατιά τις αντιλήψεις αυτές χρησιμοποιώντας ως φόρμα την εξιδανικευμένη επιστροφή στις απαρχές του μουσουλμανισμού που τις τοποθετούν στη Μεδίνα του 7 μ.χ. αιώνα. Σύμφωνα με τις αρχές τους, θα πρέπει το κοσμικοποιημένο μοντέρνο εθνικό κράτος να αντικατασταθεί από μια θεοκρατική ισλαμική κυβέρνηση στη βάση του ισλαμικού νόμου που ονομάζεται Σαρία. Ταυτόχρονα θα πρέπει να υποστούν δίωξη όσοι σκέπτονται διαφορετικά, τόσο δηλαδή οι μοντέρνες εκδοχές του ίδιου του ισλαμισμού, όσο ιδίως οι δυτικού τύπου εκκοσμικευμένη σκέψη. Σύμφωνα με τις αρχές τους δεν υπάρχει καμία δυνατότητα πολιτισμού πέρα από την ισλαμική θρησκεία.

Κατά την εκτίμηση του διεθνούς ακτινοβολίας εδικού στο θέμα του ισλαμισμού Όλιβερ Ρόυ (2004), το σχέδιο της επανασύνδεσης θρησκείας και πολιτικής εντός ενός ισλαμικού κράτους θεωρείται ότι έχει αποτύχει. Αφενός εξαιτίας των απολυταρχικών κυβερνήσεων των ισλαμικών χωρών. Αφετέρου λόγω του εκμοντερνισμού και της δυτικοποίησης που έχει λάβει χώρα εντός των κοινωνιών αυτών. Ο ισλαμισμός τείνει να εξοστρακιστεί από την πραγματικότητα και να αποσυνδεθεί από τις εκφάνσεις συγκεκριμένων πολιτιστικών δομών, πράγμα που οφείλεται στην παγκοσμιοποίηση, στα πλαίσια τις οποίας έχουν γεννηθεί μουσουλμανικές μειονότητες μέσα στις χώρες της δύσης. Ο Ρόυ είναι πεισμένος ότι σήμερα έχουμε να κάνουμε με την επέλαση ενός μεταφονταμενταλιστικού και ενός νεοφονταμενταλιστικού κινήματος, τα οποία εμπνέονται από τον σαλαφισμό και τον αραβικό βαχαβισμό. Κατά τον Ρόυ είναι λάθος η ερμηνεία, ότι αυτά τα κινήματα βασίζονται στην πεποίθηση πως απειλείται ο πολιτιστικός τους κόσμος. Στην πραγματικότητα αποτελούν σημεία της διαδικασίας αποξένωσης και κατάλυσης του πολιτιστικού τους περιβάλλοντος καθώς αυτό εκμοντερνίζεται. Εξάλλου κατά τον Ρόυ τα κινήματα αυτά δεν εστιάζουν στην επανεγκατάσταση της θρησκευτικής κοινωνικής οργάνωσης αλλά εστιάζουν σαφώς σε μια αντίληψη για τη θρησκευτικότητα του ατόμου. Αντιμετωπίζουν επίσης την πολιτική και τη θρησκεία σαν δύο ξεχωριστές σφαίρες, ενώ ορίζουν σαν σκοπό τους την δημιουργία μιας καθαρής ισλαμικής θρησκείας που θα έχει αποβάλλει όλα τα στοιχεία της δύσης και του εγκόσμιου. Έτσι ασκούν την καθαρή θρησκεία στην καθημερινή ζωή, προσπαθούν να εξαγνίσουν το εαυτό τους και να ιεροποιήσουν όλα τα εγκόσμια καθώς και να εφαρμόσουν τις θρησκευτικές αρχές και οδηγίες συμπεριφοράς με τη μέγιστη συνέπεια.

Ο εξοστρακισμός από την πραγματικότητα έχει επίσης συμπεριλάβει την Ούμμα, που αποτελεί κοινή πίστη όλων των μουσουλμάνων, καθώς κι αυτή έχει πάψει να είναι δεσμευμένη σε κάποιο συγκεκριμένο γεωγραφικό τόπο. Η ομογενής αυτή κοινότητα των ίσων πιστών υφίσταται χωρίς να είναι αγκυροβολημένη σε κάποιο συγκεκριμένο πολιτιστικό σύστημα. Επακόλουθο όμως της αφηρημένης υπόστασης που αποκτά με αυτό τον τρόπο η κοινότητα της πίστης, είναι το περιθώριο που δημιουργεί για την επένδυση όλο και πιο έντονων φαντασιακών στοιχείων. Οι ριζοσπάστες μεταξύ των νεοφονταμενταλιστών που αφιερώνουν τις ζωές τους στο Ντζιχάντ δεν έχουν πια για στόχο τους τη δημιουργία ενός ισλαμικού κράτους. Αντιλαμβάνονται τη δράση τους σαν μέρος της παγκόσμιας αλλαγής και ονειρεύονται την τελική νίκη κατά του δυτικού πολιτισμού και της διαφθοράς, πιστεύοντας ότι όλη η ανθρωπότητα θα ενοποιηθεί στην αγκαλιά της κυριαρχίας του Ισλάμ.

Το ερώτημά μου λοιπόν αυτή τη στιγμή είναι: πώς μια τέτοιου τύπου στενότητα σκέψης και προφανώς απλοϊκή οπτική για τον κόσμο, σαν αυτή που διακρίνει τον φονταμενταλισμό και τον νεοφονταμενταλισμό, είναι δυνατόν να αγγίζουν ψυχικά τους διανοούμενους μουσουλμάνους. Το ζητούμενο είναι λοιπόν, να μπορέσουμε να διακρίνουμε ποιές ασυνείδητες φαντασιώσεις συμβάλλουν στο γεγονός αυτό. Δεν σκοπεύω με το ερώτημα αυτό να αναδείξω απλώς το μηχανισμό στον οποίο οφείλεται η ελκυστικότητα τέτοιων φονταμενταλιστικών ιδεολογιών, αλλά κυρίως την εγγενή τάση τους για διαρκή ριζοσπαστικοποίηση. Από μεθοδική και στρατηγική άποψη βασίζω τις τοποθετήσεις μου στο σχέδιο ερμηνείας για τις γενικές ασυνείδητες φαντασιώσεις (Μπέντκοβερ 1991). Οι φαντασιώσεις αυτές διακρίνουν όλους τους ανθρώπους στον ένα ή τον άλλο βαθμό. Ο λόγος που ονομάζονται γενικές συνίσταται στο γεγονός ότι έχουν να κάνουν με τα κατεξοχήν βασικά δεδομένα της ζωής, όπως είναι η σχέση μεταξύ σωματικών αναγκών και ψυχικής εξέλιξης, η ψυχική και σωματική γήρανση, η φροντίδα και εξάρτηση από τη μητέρα, ο αδερφικός ανταγωνισμός, η πρωταρχική σκηνή και το οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Ως παράγωγα του ασυνείδητου οι φαντασιώσεις αυτές ωθούνται στη συνείδηση και διαχέονται στην πραγματικότητα και την κοινωνική ζωή. Διακατέχονται επίσης από έντονη τάση για εξωτερίκευση, ενώ από την άλλη αντηχούν και δίνουν μορφή στην αντίληψη για τη διαμόρφωση των κοινωνικών δρώμενων, των θεσμών καθώς και των συστημάτων πολιτιστικής αξιολόγησης. Ταυτόχρονα αποτελούν ένα είδος αμαλγάματος που δρα εκ των έξω, δηλαδή μέσω των κοινωνικών παραγόντων, όπου διαμορφώνονται και καθοδηγούνται μέσα από τις αντικειμενοποιημένες δομές όπως λ.χ. τους θεσμούς, τις κοινωνικές συμβάσεις καθώς και τις γλωσσικές παραδόσεις.

Σε παλιότερη εργασία μου (1979) είχα χρησιμοποιήσει το παράδειγμα του γερμανικού εθνικισμού κι αντισημιτισμού θέλοντας να διερευνήσω τα αισθήματα, τις ψυχικές εντάσεις και τις ασυνείδητες φαντασιώσεις που ενεργοποιούνται τη στιγμή της ιδέασης του έθνους. Η σύγκριση μεταξύ ιδεατών κόσμων του ριζοσπαστικού γερμανικού εθνικισμού μετά το 1918 με τον ισλαμικό φονταμενταλισμό παρουσιάζει εντυπωσιακές ομοιότητες. Μπορεί κανείς βέβαια να επικρίνει τη σύγκριση αυτή με το επιχείρημα ότι ο δυτικός εθνικισμός δεν εξελίχτηκε με τέτοιο έντονο φαντασιωσικό δυναμικό στις χώρες του Ισλάμ, αλλά ότι αντίθετα επικράτησαν αρχαιότερης προέλευσης και με βαθύτερες ρίζες θρησκευτικές πεποιθήσεις. Ωστόσο αυτή η κριτική παραβλέπει το γεγονός ότι εθνικισμός σε πολλές περιπτώσεις αποτελεί κληρονόμο της θρησκείας κι ότι ειδικά στις ακραίες κι απολυταρχικές του μορφές αποκτά πάντοτε το χαρακτήρα πολιτικής θρησκείας (Μπέρς 1998). Με όλη την προσοχή που απαιτείται επομένως λόγω των ολοκάθαρων διαφορών, αξίζει το κόπο να εστιάσει κανείς στο επίπεδο των βαθύτερων ψυχικών δομών, ώστε να συγκρίνει τους ιδεατούς κόσμους του εθνικοσοσιαλισμού με τον πολιτικό – θρησκευτικό ισλαμισμό, στον οποίο η Ούμμα έχει την υπόσταση της κοινότητας όλων των μουσουλμάνων και του μοναδικού ισλαμικού έθνους. Για την σύγκριση αυτή έχω για υποστηρικτή μου και τον Μπένεντικτ Άντερσον (1988), ο οποίος ισχυρίζεται πως υπάρχει εγγενής σχέση ανάμεσα στα δύο φαινόμενα, στηρίζοντας το σκεπτικό του στην θεωρητική υπόθεση, ότι το έθνος αποτελεί επίσης φαντασιακή κοινότητα συγκροτούμενη στη βάση των πολιτιστικών συστημάτων της συγγένειας και της θρησκείας.

Man-vs-machine1

Τα ασυνείδητα σενάρια φαντασιώσεων στα οποία θα αναφερθώ στη συνέχεια, αποδείχτηκαν σημαντικά στην ανάλυση του ριζοσπαστικού εθνικισμού και θα μας χρησιμεύσουν ως ερευνητική φόρμα για την εξέταση των βαθύτερων διαστάσεων των θρησκευτικό-πολιτικών οραμάτων του ισλαμικού φονταμενταλισμού:

 

  1. Φαντασιώσεις φροντίδας και αδελφικών ανταγωνισμών.
  2. Καθαρότητα κι εξιδανικευμένη αντίληψη για τον άλλο.
  3. Όραμα ομαδικής ενότητας και φαντασιώσεις συμβιωτικής ένωσης.

 

Μητρική φροντίδα κι αδελφικές σχέσεις

Το πρώτο φαντασιακό σενάριο αφορά τις ασυνείδητες φαντασίες φροντίδας κι αδελφικού ανταγωνισμού. Εντός αυτού ο ξένος ή ο Άλλος κατέχει τη θέση του εισβολέα που εισβάλλει στη σφαίρα που κάποιος θεωρεί δικαιωματική τους ιδιοκτησία, τον εκτοπίζει κλέβοντάς του όλα όσα κατέχει (τα οποία στο ασυνείδητο ανταποκρίνονται στην κτήση του πρωταρχικού αντικειμένου), και καταλαμβάνει το χώρο του σαν παρασιτικός και καταχραστικός οργανισμός. Ασυνείδητα ο ξένος αυτός ανταποκρίνεται στο ανταγωνιστικό αδερφάκι που καταστρέφει τη ναρκισσιστικά εξιδανικευμένη ενότητα με τη μορφή της συλλογικής μητέρας. Στον ισλαμισμό το φαντασιωσικό αυτό σενάριο είναι λιγότερο έντονο από άλλα. Με βάση τα δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας, φαίνεται ότι στον ισλαμισμό το σενάριο αυτό δεν είναι τόσο ισχυρό όσο στο γερμανικό αντισημιτισμό που απέδιδε στους Εβραίους το χαρακτήρα αχόρταγων παρασίτων. Ένα παράδειγμα ωστόσο από τον ισλαμικό κόσμο που αφορά το σενάριο αυτό αποτελεί μια δημόσια απεύθυνση του Μπιν Λάντεν, στην οποία καλούσε τους πιστούς στο Ντζιχάντ ενάντια στους αμερικάνους και τους συμμάχους τους, λέγοντας πως η αραβική χερσόνησος έχει πέσει θύμα εισβολής από ακρίδες που κατασπαράζουν τα πλούτη της (βλ. Κίππενμπεργκ 2008, 164).

 

Καθαρότητα και ο εξιδανικευμένος άλλος

Είναι σαφές πιστεύω ότι το φαντασιωσικό αυτό σενάριο αποτελεί το κυρίαρχο στη σκέψη του φονταμενταλισμού. Συγκριτικά με την προβολή απαγορευμένων ενστικτωδών φορτίσεων έναντι του άλλου, η σχέση των οραμάτων καθαρότητας με την ομαδική ταυτότητα είναι πιο πολύπλοκες. Όπως έδειξε ο Φρόυντ (1921) τα μέλη μιας ομάδας αφήνουν τις αντιθέσεις τους να εξαλειφθούν εντός μιας ναρκισσιστικής ταύτισης των μελών μεταξύ τους. Την επιβεβαίωση δε των δεσμών και της ταυτότητάς τους την αντλούν από την πεποίθηση, πώς τα μέλη της ομάδας είναι όλα όμοια μεταξύ τους. Διαφορετικότητα κι ετερότητα θεωρούνται κατά συνέπεια ασέλγεια. Σύμφωνα με τον ορισμό της Μαίρυ Ντάγκλας (1966) η έννοια του σκουπιδιού για πολύ καιρό ορίζονταν πολιτιστικά – ιστορικά ως κάτι το οποίο βρίσκεται σε λάθος τόπο. Γι αυτό το λόγο το σκουπίδι δεν είναι δυνατό να συμπεριληφθεί στο συμβολικό σύστημα, του οποίου η προδιαγραφή είναι η συντήρηση. Η ανασφάλεια, η αβεβαιότητα κι η αμφιθυμία για το λόγο αυτό δε χαίρουν καμιάς απολύτως ανοχής, παρά πρέπει να σβηστούν σαν να επρόκειτο για ακαθαρσίες, ώστε να δημιουργηθεί ένα ομοιογενές και συμβολικά σταθερό σύμπαν.
Επειδή η τελετουργική καθαρότητα παίζει σημαντικό ρόλο στον ισλαμισμό, άρα και οι φαντασιώσεις καθαρότητας εκπληρώνουν σημαντική λειτουργία όσον αφορά την επίγνωση της ταυτότητας. Σαν παράδειγμα παραθέτω το ακόλουθο απόσπασμα μεγάλης ισλαμικής πολιτικής εφημερίδας που αναφέρεται στην εισβολή του δυτικού τρόπου ζωής και σκέψης:

„Το Ισλάμ μοιάζει με τους απίστους όσο μοιάζει και το καθαρό νερό μιας ανοιξιάτικης πηγής με το νερό των αποχετευτικών σωλήνων των προαστίων.“ Η δε μεγάλης ακτινοβολίας πνευματική προσωπικότητα του ισλαμισμού Σαΐντ Κτιμπ, αποδίδει την ευθύνη για τη σπίλωση της καθαρότητας στους Εβραίους: „Οι Εβραίοι εξαπλώνουν τις φιληδονίες τους και καταστρέφουν το ηθικό υπόβαθρο της πίστης. Κι όπως σκορπίζονται χωρίς σύνορα σε ολόκληρο τον πλανήτη απλώνονται και τα στίγματά τους πάνω στην πίστη“ (Νέττλερ 1986, 104). Είναι πολυάριθμα τα παραδείγματα αυτού του τύπου. Και πέρα από τις μεταφορές που σχετίζονται με βρωμιά, σημαντικές ρητορικές φιγούρες αποτελούν και οι εικόνες που σχετίζονται με δηλητήρια και δηλητηριάσεις. Το γυναικείο σώμα λόγου χάρη, θεωρείται εξοπλισμένο με τεράστιες ικανότητες σπίλωσης, αποπλάνησης και καταστροφής. Ταυτόχρονα αποτελεί μεταφορική εικόνα για τις δυνάμεις του κακού που απειλούν την κοινωνία. (Ρίζεμπροτ 2000, 121).
Στο σημείο αυτό θέλω να αναφερθώ σε ένα ακόμη θέμα: την αντίληψη του άλλου ή του ξένου που είναι αλληλένδετη με την αντίληψη του εαυτού. Όπως έδειξε ο Ρενέ Σπίτς ο φόβος του παιδιού έναντι του ξένου, δεν οφείλεται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος αυτός είναι ένας ξένος. Αποτελεί αντίδραση στην αντίληψη ότι το πρόσωπο του ξένου δεν είναι όμοιο με την ανάμνηση του προσώπου της μητέρας. Μ αυτό τον τρόπο η αντίληψη του ξένου οδηγεί το παιδί ξανά πίσω στη μητέρα και μεγαλώνει το δεσμό του με αυτήν, δεδομένης της σιγουριάς που αισθάνεται στη σχέση αυτή το παιδί. Εφόσον το παιδί φτάσει στο σημείο να θεωρεί δεδομένη τη σχέση χωρίς άγχος, καθίσταται ικανό να γνωρίσει τον ξένο. Αντίθετα η παθολογική εκδοχή θα ήταν, το παιδί να απωθεί τον ξένο και να επιβεβαιώνεται μέσω του ναρκισσιστικού καθρεφτίσματος στο πρόσωπο της μητέρας. Όταν η φαντασίωση της ομοιογένειας κυριαρχεί σε μια ομάδα, αυτό σημαίνει πως η αντικατόπτριση και αυτοεπιβεβαίωση λαμβάνει χώρα στα πρόσωπα των άλλων μελών της ομάδας που θεωρούνται ταυτόσημα με τον εαυτό. Κι έτσι είναι αναπόφευκτο να μη προκληθεί αμφιθυμία, η οποία δε εκδηλώνεται σαν επιθετικότητα και ένταση των διαφορών εντός της ομάδας, με συνέπεια την προβολή αυτών στο εξωτερικό της ομάδας. Ο κόσμος του ναρκισσιστικού καθρεφτίσματος και της καθαρότητας εκδηλώνεται τελικά σαν συμπαγής επιθετική καταδίωξη ενάντια σε ότι απειλεί την ενότητα της ομάδας. Ο ναρκισσισμός αυτός είναι αδύνατο να συνυπάρξει με οποιοδήποτε είδος διαφοράς ή απόκλισης και έχει την τάση σταδιακά να γίνεται όλο και πιο έντονος. Η καθαρότητα μπορεί να κατακτηθεί μόνο και μόνο μέσω αποκλεισμού. Η συμμετοχή σε εξιδανικευμένες καθαρές κοινότητες και η βίαιη καταδίωξη είναι άρα στενά συνυφασμένες και στηρικτικές η μία για την άλλη. Ο Όστοβ (1996) ονόμασε το φαινόμενο αυτό „νοοτροπία πογκρόμ“, ενώ ο Αντόρνο μιλά για „ψυχικό απολυταρχισμό“ (1950).

 

Οράματα ενότητας και φαντασιώσεις συμβιωτικής ένωσης.

Οι σύγχρονες ψυχαναλυτικές έρευνες με ομάδες μας έχουν δείξει πως η ομαδική παλινδρόμηση προχωρεί σαφώς πέρα από το σημείο του οιδιπόδειου και αγγίζει τις πιο βαθιές ναρκισσιστικές ταυτίσεις (Ανζιέ 1975, Μπίον 1961, Λακάν 1981, Κρήγκερ 1975, Μάνυ-Κύρλ 1951). Εφόσον τα μέλη μιας ομάδας παλινδρομώντας ενώνονται συμβιωτικά μ αυτήν, πρόκειται σαφώς για ψευδαισθητική υποκατάσταση του απωλεσθέντος αντικειμένου, της μητέρας δηλαδή της νηπιακής συμβιωτικής φάσης. Η ομαδική φαντασίωση υποκαθιστά με ένα συλλογικό ιδανικό εγώ το ατομικό, γεγονός που επιφέρει μανιακού τύπου ευφορία. Αν το φαινόμενο αυτό συνδυαστεί με την ύπαρξη πραγματικής εξουσίας κι επιπλέον με τη φαντασίωση ανωτερότητας του εαυτού, ο έλεγχος της πραγματικότητας καθώς και οι επιταγές της συνείδησης εκμηδενίζονται, ενώ ταυτόχρονα η αίσθηση του εαυτού διεγείρεται υπέρμετρα λόγω της συμβιωτικής ένωσης με το εθνικό ή ομαδικό αίσθημα εαυτού. Η ερώτηση „ποιός είμαι;“ αντικαθίσταται από την ερώτηση „σε ποιούς ανήκω;“ Για τους ανθρώπους αυτούς ο κόσμος αποτελείται από δύο ξεχωριστά κομμάτια. Στο ένα επικρατεί απόλυτη, μεγαλειώδης συμβιωτική ενότητα, ενώ το άλλο είναι γεμάτο ανταγωνισμούς, εχθρότητα και διαφορετικότητα.
Η ισλαμική αντίληψη της Ούμμα σαν κοινότητας όλων των μουσουλμάνων, είναι το ζωντανότερο παράδειγμα του συμβιωτικού αυτού τρόπου σκέψης για την ενότητα. Από την οπτική των μουσουλμάνων ο κόσμος αποτελείται από συλλογικότητες. Το Ισλάμ αποδέχεται μεν την έννοια της ατομικότητας, πλην όμως μόνο ως ένα ορισμένο σημείο. Η ιδέα του ελεύθερου ατόμου όπως έχει διαμορφωθεί μέσα στο δυτικό πολιτισμό (Τίμπι 1993) λείπει παντελώς στον ισλαμισμό, και αυτό παρά τις εκτενείς μεταναστεύσεις μουσουλμάνων σε δυτικές χώρες. Ο πιστός του Ισλάμ είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένος με την Ούμμα που αποτελεί την κοινότητα όλων των μουσουλμάνων, ενώ η ταυτότητά του αυτή δεν είναι ακυρώσιμη με κανένα τρόπο. Η Ούμμα έχει την μορφή μιας ομογενούς κοινότητας χωρίς διαφορές και κοινωνικά στρώματα. Κι ο δρόμος προς τη Μέκκα λειτουργεί σαν ιδανική συνένωση με την Ούμμα πράγμα που οδηγεί στο ξεπέρασμα της εξατομικευμένης υπόστασης του εγώ: „Τα κύματα ενθουσιασμού και έλξης που σου προσφέρει η κοινότητα σε κάνουν ανάλαφρο. Και δεν αισθάνεσαι τίποτα άλλο από την ύπαρξη της κοινότητας. Γίνεσαι μονομιάς κομμάτι της δημιουργίας του κόσμου. Κι αρχίζεις να γυρίζεις γύρω απ τον ήλιο του ηλιακού συστήματος. Έπειτα γύρω απ το θεό τον ίδιο, ωσότου χάσεις κάθε αίσθημα“ (Άρμστρονγκ 2000, 360). Η κοινότητα της Ούμμα δεν είναι βέβαια καθόλου ομογενής αλλά αντίθετα γεμάτη διαχωρισμούς, διαπληκτισμούς και διαφωνίες. Η ενότητα αποτελεί απλώς φαντασιωσικό όραμα, το οποίο ξετυλίγει τόσο περισσότερες δυνάμεις στα κεφάλια των ανθρώπων όσες καταστροφικές τάσεις και ερεθίσματα έχθρας καταφέρνει να προβάλλει σε εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες εντός του Ισλάμ ή σε απίστους που συνωμοτούν εναντίον του. Αυτό είναι που γεννά το φάντασμα μιας καθαρής και ενιαίας ισλαμικής κοινότητας. Η συμμετοχή σε μια τέτοια συλλογικότητα αποκλείει από την άλλη να δει κανείς τον απειλητικό άλλο ως αυτόνομο άτομο, κι επιτρέπει αποκλειστικά και μόνο να τον βλέπει κανείς ως δράστη του εχθρού που σκοπεύει να καταστρέψει την ομογένεια του εαυτού. Όλες οι σχέσεις με τον έξω κόσμο γίνονται αντιληπτές με μανιχαϊστικό τρόπο. Το όραμα της Ούμμα στέκει στην μια μεριά, ενώ στην άλλη βρίσκεται ο δαιμονικός κόσμος των εχθρών.

Κάθε δυσαρμονία, κάθε πρόβλημα και κάθε λάθος, δεν οφείλονται στις πράξεις του ατόμου παρά αποδίδονται στις σατανικές μηχανορραφίες της δύσης καθώς και στις ραδιουργίες των εβραίων που έχουν γίνει καθεστώς. Ο μουσουλμάνος που σκέπτεται με διαφορετικό τρόπο εύκολα θα κατηγορηθεί για προδοσία. Η συνωμοτικού τύπου σκέψη είναι ευρέως διαδεδομένη στον αραβικό κόσμο. Το σενάριο δε αυτό θεωρείται ότι αποτελεί μέρος του πανάρχαιου προγράμματος που ξεκινά με τις σταυροφορίες για να επιφέρει στη συνέχεια την κατάλυση του χαλιφάτου και τη διάσπαση της ενότητας κράτους και θρησκείας, τείνοντας να καταστρέψει την ισλαμική θρησκεία και κουλτούρα. Όπως έδειξε ο Μπάσαμ Τίμπιτ, οι θεωρίες περί συνωμοτικού σχεδίου δρουν με ριζικά ρητορικά μέσα που „δεν έχουν σκοπό την επικοινωνία ή τη διάδοση γνώσης αλλά αποσκοπούν αποκλειστικά και μόνο να ενισχύσουν ψυχολογικά και ρητορικά την άμυνα απέναντι στη σαφή αντίθεση που υπάρχει μεταξύ του έξω κόσμου και της μη ρεαλιστικής αντίληψης γι αυτόν“ (Τίμπι 1993, 43).
Έτσι ο ισλαμικός φονταμενταλισμός συγκροτεί κλειστό θρησκευτικό απολυταρχικό σύστημα, που κυβερνάται από φαντασιωσικά σενάρια, τα οποία τροφοδοτούν τις ασυνείδητες φαντασιώσεις. Η φαντασιωσική κοινότητα εξιδανικεύεται για να θωρακιστεί έναντι κάθε είδους πραγματικότητας. Για να κατακτηθεί στο τέλος η αρμονία και η ειρήνη απαιτείται η καταδίκη κι ολική καταστροφή του δυτικού, σάπιου πολιτισμού. Ήταν γνωστό ανέκαθεν ότι η εξιδανίκευση και η τρομοκρατία αποτελούν αλληλένδετα φαινόμενα.

salafismus
  1. Συμπέρασμα

Με το κείμενο αυτό προσπάθησα να αναδείξω τη σχέση μεταξύ μορφών θρησκευτικής κοινότητας και βίας. Η σχέση αυτή προκαλείται από ασυνείδητα φαντασιωσικά σενάρια, τα οποία ενεργοποιούνται από τα οράματα του θρησκευτικού φονταμενταλισμού. Προσπάθησα να διασαφηνίσω το τρόπο με τον οποίο η εγγενής σχέση των ναρκισσιστικών ιδεών περί καθαρότητας, ενότητας κι ισότητας, χρησιμοποιεί σκληρότατη βία για να μπορέσει να προκαλέσει τη φαντασίωση μιας προαμφιθυμικής ναρκισσιστικής ιδανικής συνθήκης. Ο άλλος ή ο εκτός ομάδας, αναγκαστικά βρίσκεται στη θέση του άπιστου, του εισβολέα και ταραχοποιού, πράγμα που είναι αναγκαίο τόσο για την προβολή, όσο και για την καταδίωξη με σκοπό να διατηρηθεί η φαντασιωσική ιδανική συνθήκη. Ο πόθος για μια τέτοιου τύπου ναρκισσιστική προαμφιθυμική ιδανική συνθήκη συχνά προκαλείται σε περιόδους κρίσεων και ενίοτε κυριεύει κάποιες ομάδες. Ο κίνδυνος στις περιπτώσεις αυτές συνίσταται ιδίως στο γεγονός ότι τέτοιου τύπου ιδεολογικές προθέσεις και φαντασιώσεις είναι πιθανό να εξαπολύσουν επιθετικό δυναμικό τεραστίων καταστροφικών διαστάσεων. Ωστόσο η καθαρότητα δεν μπορεί να ευσταθεί εξ ιδίων αλλά απαιτεί την εκάστοτε ύπαρξη του όχι και τόσο καθαρού. Οι φαντασιώσεις εκκαθαρισμού έχουν την τάση να εντείνονται και να ριζοσπαστικοποιούνται ολοένα καθώς και να συνυφαίνονται με παρανοϊκή επεξεργασία, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε όλο και μεγαλύτερη βιαιότητα με σκοπό τον αποκλεισμό και την καταστροφή. Στο τέλος η επανάσταση τρώει τα παιδιά της ως γνωστό. Αυτή είναι η μία πιθανή λύση. Η άλλη συνίσταται στο γεγονός ότι ένα τέτοιου τύπου απολυταρχικό σύστημα δεν είναι δυνατό να απορροφήσει ολόκληρο τον κόσμο, διότι όσο κι αν η κοινότητα θωρακιστεί δεν είναι δυνατό να εξαλειφτεί εντελώς κάθε τι διαφορετικό. Η ολοκλήρωση της από ψυχολογικής απόψεως φονταμενταλιστικής αυτής διαδικασίας δεν είναι εφικτή. Ταυτόχρονα δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο της ατομικής συνειδητοποίησης και της προθυμίας για διαπραγμάτευση.

 

Μετεγγραφή, διορθώσεις κειμένου – Σκαρπίδης Κώστας.

tumblr_nrwkferLg41t2j5mao1_1280
AVPs145_large
kb_ab

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ