Ταμπού και ηρωικοί μύθοι
Ταμπού και ηρωικοί μύθοι – Ιστορικός εθνικοσοσιαλισμός και νεοναζισμός στη σημερινή εποχή
Tabu und Heldenmythen
Του Jan Lohl
Το Aktiv Museum Speiegelgasse της πόλης του Wiesbaden παρουσίασε τον Σεπτέμβριο του 2012 δυο εκθέσεις: Την έκθεση ‘’Θύματα ακροδεξιάς βίας από το1990’’ καθώς και την ‘’απέλαση των εβραίων του Wiesbaden’’. Ο τίτλος που δόθηκε σε αυτές τις δύο εκδηλώσεις που παρουσιάστηκαν ταυτόχρονα από το μουσείο ήταν ‘’70 χρόνια μετά τις απελάσεις’’. Το κοινό πληροφορήθηκε σχετικά με το γεγονός των απελάσεων 780 εβραίων κατοίκων της πόλης που έλαβαν χώρα το 1942. Από αυτούς επιβίωσαν μόνο 10 άνθρωποι.
Πέρα από την αναφορά στο παρελθόν, το κοινό έρχεται αντιμέτωπο με το γεγονός πως οι νεοναζί δολοφονούν ανθρώπους και σήμερα, πράγμα αναμφίβολα τρομακτικό. Στην Γερμανία έχασαν την ζωή τους από το 1990 ως το 2010 τουλάχιστον 166 άνθρωποι. Τα κίνητρα γι αυτούς τους φόνους ήταν ρατσιστικά, αντισημιτικά και συνδεδεμένα με εθνικιστικά αισθήματα. Η παροντική συνθήκη είναι ιδιαίτερα τοξική αν αναλογιστούμε πως πριν από 20 χρόνια εκδηλώθηκε πογκρόμ στο Rostock-Lichtenhagen και το φθινόπωρο του 2011 ανακοινώθηκε από τις αρχές ότι η νεοναζιστική ομάδα ‘’Nationalsozialistischer Untergrund’’ οργάνωσε συστηματικά και πραγματοποίησε τον φόνο 9 μεταναστών και μιας αστυνομικού.
Η ταυτόχρονη παρουσίαση των δύο εκθέσεων του μουσείου έφερε το κοινό αντιμέτωπο όχι μόνον με την επικαιρότητα του εθνικοσοσιαλισμού αλλά κυρίως με ένα ερώτημα το οποίο με έχει απασχολήσει επιστημονικά εδώ και πολύ καιρό: ο νεοναζισμός και ο ιστορικός εθνικοσοσιαλισμός αποτελούν φαινόμενα με διαφορετική προέλευση. Υπάρχει ωστόσο κάτι που τα συνδέει; Σε αυτό το κείμενο θα ήθελα να αντιμετωπίσω το παραπάνω ερώτημα μέσα από μια διαγενεακή προοπτική (transgenerationell). Μα τι είδους προσέγγιση είναι αυτή; Περί τίνος πρόκειται;
Από το τέλος της δεκαετίας του 1960 υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για το γεγονός πως οι ψυχικές συνέπειες που προκάλεσε η καταδίωξη από τους ναζί ξεπερνούν τα στενά όρια των γενεών. Οι επιδράσεις των τραυματισμών των διωκόμενων, κυρίως των εβραίων, που συνέβησαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης , εγγράφονται βαθιά στην ψυχή των επόμενων γενεών κι επηρεάζουν τα συναισθήματα, την σκέψη και τις πράξεις τους.
Τα παιδιά και τα εγγόνια αυτών που επιβίωσαν των στρατοπέδων συγκέντρωσης εμφανίζουν συμπτώματα τα οποία θα περίμενε να βρει κανείς σε ανθρώπους που βίωσαν την καταδίωξη στο ίδιο τους το σώμα.Εν τω μεταξύ σταδιακά μας έρχονται και οι επιστημονικές αποδείξεις σχετικές με τις ειδικότερες συνέπειες του εθνικοσοσιαλισμού στα παιδιά των θυτών ή των συνεργατών τους. Αυτές οι συνέπειες βρίσκονται στον πυρήνα αυτής της δημοσίευσης. Θα ήθελα συνεχίζοντας αυτήν την εργασία να θέσω ως θέμα τα ψυχικά κληροδοτήματα του εθνικοσοσιαλισμού και να καταδείξω την ιδιαίτερη σημασία τους σε ό,τι αφορά την πορεία ενός ψυχικού γίγνεσθαι που οδηγεί στο νεοναζισμό.
Το Κακό βρίσκεται έξω
Στην εποχή του εθνικοσοσιαλισμού ο συνολικός σχεδόν πληθυσμός της Γερμανίας ταυτίστηκε με τον Χίτλερ και τις επιδιώξεις του, πολύ συχνά και με την αντισημιτική του πολιτική. Όμως αμέσως μετά το 1945 οι περισσότεροι δεν ήθελαν ούτε να ακούσουν ούτε να μιλήσουν για αυτό το ζήτημα. Δεν θέλησαν να θυμούνται αυτό το αίσθημα της παντοδυναμίας που μοιράστηκαν ως κομμάτι της ‘’άριας ανώτερης φυλής’’.
Αρνήθηκαν επίσης την ανάμνηση της καθημερινής τρομακτικής εξουσίας που άσκησαν ως κυρίαρχοι ακόμα και μέσα στα χρόνια του πολέμου ενάντια στους καταδιωκόμενους από το καθεστώς, συμπορευόμενοι μαζί του. Οι αναμνήσεις αυτών των γεγονότων όπως και τα εγκλήματα που οδήγησαν στα βουνά από πτώματα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης βρήκαν ελάχιστη πρόσβαση στην συνείδηση και συνακόλουθα έμειναν έξω από την ιστορική διάσταση της προσωπικής βιογραφίας.
Έτσι, η Hanna Arendt διαπιστώνει στην επίσκεψη της στην Γερμανία το 1950 παρατηρώντας τους ανθρώπους – πως κανένας δεν φαίνεται να είχε υπάρξει ως εθνικοσοσιαλιστής. Η Arendt περιγράφει την ψυχική κατάσταση των γερμανών ως μια ιδιόμορφη μίξη ανάμεσα σε άρνηση της πραγματικότητας και μια στάση που υποδηλώνει μια εξαιρετική αποδοχήτης. Σχολιάζει έναν ‘’τυφλό ψυχαναγκασμό’’ των γερμανών που τους οδηγεί να είναι ‘’διαρκώς απασχολημένοι’’( Arendt 1950, S. 35).
Επίσκεψη στη Γερμανία
Αυτή η έντονη δραστηριότητα, η συνεχής απασχόληση συνέβαλε στα τεράστια επιτεύγματα της ανοικοδόμησης και του οικονομικού θαύματος. Όμως ταυτόχρονα έγινε το βασικότερο όπλο τους σε μια πορεία ζωής η οποία εναντιώθηκε στην πραγματικότητα. Όποιος βρίσκεται συνεχώς απασχολημένος με κάτι δεν έχει τον χρόνο να αναρωτηθεί πάνω στην προσωπική του ιστορία.
Η Arendt εντυπωσιάζεται κυρίως από την έλλειψη συναισθημάτων και από το γεγονός πως τους αντιλήφθηκε ως ασυγκίνητους ενώπιον της εποχής των ναζί και τους μαζικούς φόνους που διεπράχθησαν. Η ψυχαναλυτική κατανόηση αυτού του φαινομένου της έλλειψης συγκινήσεων και συναισθημάτων στηρίζεται σε έναν μηχανισμό άμυνας που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε από-πραγματοποίηση του παρελθόντος (Derealisation).
Όποιος από-πραγματοποιεί αυτό το κομμάτι της ζωής του στο οποίο ο ίδιος βρέθηκε κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό, οδηγείται στο να το θεωρήσει κατόπιν εορτής ως μη γενόμενο. Οι ταυτίσεις με τον Χίτλερ και την διδασκαλία του γύρω από τις φυλές και τον λαό του, η αντίληψη των εθνικοσοσιαλιστικών εγκλημάτων και η συμμετοχή σε αυτά εξαφανίζονται από την συνείδηση όπως ένα κακό όνειρο μετά την αφύπνιση.
Ο Χίτλερ, το χιλιόχρονο βασίλειο, τα έξι εκατομμύρια δολοφονημένων εβραίων – όλα μόνον ένα όνειρο; Πολλοί γερμανοί δεν βίωσαν το εθνικοσοσιαλιστικό παρελθόν ως κομμάτι της προσωπικής τους ιστορίας και της ταυτότητας τους. Αλλά ως κάτι που συνάντησε αυτούς και το έθνος τους ερχόμενο από κάπου έξω από αυτούς. Είδαν τους εαυτούς τους ως θύματα αλλότριωνδυνάμεων: αρχικά των κακών εβραίων, στην συνέχεια των κακών ναζί και τελικά των ρώσων. Σε κάθε περίπτωση το κακό τοποθετείται έξω από αυτούς. Αναζητείται ‘’έξω’’ και πρόκειται για μια κακή συνάντηση που συνέβη ερήμην τους.
(Mitscherlich 1967, S. 60)Με αυτόν τον τρόπο εξαφάνισαν εκ των υστέρων τις αμφιβολίες που γεννήθηκαν μέσα τους γύρω από την περίοδο του εθνικοσοσιαλισμού. Αμφιβολίες σχετικές με τα συναισθήματα, το πράττειν και την σκέψη τους εκείνης της περιόδου. Αυτές οι αμφιβολίες θα μπορούσαν να ξυπνήσουν μέσα τους αισθήματα ενοχής και ντροπής. Η Hanna Arendt και στην συνέχεια οι Alexander και Margaret Mitscherlich αντιλήφθηκαν την άμυνα ενώπιον μιας συναισθηματικής, αυτό-στοχαστικής και υπεύθυνης αντιπαράθεσης με την προσωπική ιστορία – ως μια προσπάθεια να κατασταλεί οποιαδήποτε αμφιβολία και να αποφευχθούν αισθήματα ενοχής και ντροπής. Αλλά όχι μονάχα αυτό. Μια κεντρική συνθήκη αυτής της αμυντικής ψυχικής διάταξης ήταν ‘’η ανικανότητα ή ακόμη και η άρνηση του πένθους’’ (Arendt 1950, S. 24).
Η ανικανότητα για πένθος
Το πένθος είναι μια συναισθηματική αντίδραση που κατά κανόνα ακολουθεί την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου ή ενός ιδιαίτερα σημαντικού ιδεώδους. Περνώντας μέσα από το πένθος ο συναισθηματικός δεσμός με τα αγαπημένα ‘’αντικείμενα’’ επιλύεται σταδιακά. Για να μπορέσει κανείς να αποδεσμευτεί συγκινησιακά από την ταύτιση του με τον Χίτλερ καθώς και από μια αυτοεικόνα που συνυφαίνεται με τον ‘’ανώτερο άνθρωπο’’ – το πένθος είναι αναγκαίο.
Πράγματι, για να αποδεσμευθεί κανείς σταδιακά από αυτούς τους δεσμούς, οφείλει να θυμηθεί. Όποιος δεν μπορεί να θυμηθεί αλλά αντίθετα αποκόπτεται από την συνείδηση της ιστορίας του – δεν είναι σε θέση να πενθήσει. Η σημαντικότερη γνώση που ανέδειξαν οι MItscherlich είναι το ότι η συναισθηματική αποδέσμευση πολλών γερμανών από τις εθνικοσοσιαλιστικές ταυτίσεις, τα ιδεώδη και τις αντίστοιχες θεωρήσεις του κόσμου – ουσιαστικά δεν συνέβη. Το τρομακτικό σε αυτήν τηνιστορία είναι πως αυτές οι ταυτίσεις όπως και η αίσθηση να ανήκουν σε ένα έθνος που αποτελείται από ‘’κυρίαρχους’’, παρέμειναν ασυνείδητα και ως εκ τούτου ενεργά.
‘’ Κάποτε υπήρξε ακόμη κι ένα τέτοιο βλέμμα’’
Η άμυνα ενάντια στην ενασχόληση με την προσωπική ιστορία καθώς και με τα πρότυπα που συνδέθηκαν με αυτήν, η τάση να αναζητούνται όλα τα δεινά έξω από τον εαυτό και το έθνος που ανήκουμε – είναι κάτι που ανακαλύπτουμε και στις οικογένειες πολλών εθνικοσοσιαλιστών: Αισθήματα ενοχής και ντροπής, πένθος και αμφιβολία σχετικά με τα συναισθήματα, την σκέψη και τις πράξεις κατά την περίοδο του εθνικοσοσιαλισμού, βιώνονται από πολλούς γονείς μέσω της προβολής τους στον ψυχικό κόσμο των παιδιών τους.
Ως κάτι που έχει να κάνει πρωταρχικά με το παιδί και την συμπεριφορά του και όχι με την ιστορία των γονιών του. Στα μάτια τους ενσάρκωναν τα ίδια τα παιδιά τους, εκείνες ακριβώς τις εκδοχές του εθνικοσοσιαλισμού που οι ίδιοι οι γονείς αρνήθηκαν να αντιληφθούν ως μέρος της δικής τους προσωπικής ιστορίας.Μετά το τέλος του πολέμου και της εθνικοσοσιαλιστικής διακυβέρνησης τα πράγματα θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα στενάχωρα για τα παιδιά σε πολλές γερμανικές οικογένειες.
Υπήρξαν σημεία στην ιστορία αυτών των γονιών, τα οποία τα παιδιά όφειλαν να μην αγγίζουν και ακριβώς για αυτό ήταν αναγκασμένα να περιστρέφονται γύρω από αυτά. Οι γονείς αισθάνονταν εύκολα την πρόκληση μέσα από τις ερωτήσεις που τους απεύθυναν και αντιδρούσαν όχι μόνο σιωπώντας, αλλά και με απειλές βίας ή πραγματική βία. Ο Rommelspacher διηγείται για μια οικογένεια στην οποία όταν τα παιδιά διατάρασσαν την οικογενειακή γαλήνη εισέπρατταν λακτίσματα ‘’κάτω από το τραπέζι’’. Μια κόρη διηγείται πως κάποιες στιγμές αρκούσε μόνο ένα βλέμμα για να τα εξαναγκάσει σε μια επιστροφή στην αφοσίωση στους οικογενειακούς κανόνες αντιμετώπισης του παρελθόντος (Rommelspacher 1995, S. 93).
Τα παιδιά αυτά για να προστατευθούν από την επιθετικότητα των γονιών τους και να κερδίσουν την αγάπη τους, ανέπτυξαν ένα αισθητήριο που τα καθοδηγούσε στο πώς όφειλαν να συμπεριφέρονται μέσα στην οικογένεια όταν ετίθετο το ζήτημα της οικογενειακής ιστορίας. Αυτό συνέβαινε ακόμη και όταν τα παιδιά δεν είχαν την παραμικρή ιδέα για το πώς αισθάνθηκαν, τι σκέφτονταν και τι έπραξαν οι γονείς στην περίοδο του εθνικοσοσιαλισμού.
Έτσι πολλά παιδιά των θυτών, αυτών που συμπορεύτηκαν και αυτών που παρέμειναν να παρακολουθούν τα εγκλήματα του εθνικοσοσιαλισμού μένοντας αμέτοχοι – ανέπτυξαν δικές τους συναισθηματικές και ηθικές συγκρούσεις γύρω από το εθνικοσοσιαλιστικό παρελθόν, οι οποίες στην πραγματικότητα προέρχονταν από την ιστορία των γονιών τους:Όταν παρά τις προσπάθειες τους να εξαφανίσουν τα ενοχικά και ντροπιαστικά κομμάτια της οικογενειακής ιστορίας, αυτά επανέρχονταν – αισθάνονταν τότε τα ίδια ντροπή κι ενοχή. Από αυτήν την οπτική γίνεται ίσως πιο κατανοητό γιατί αντιλαμβάνονταν τους γονείς τους ως αθώα θύματα του πολέμου και της αιχμαλωσίας και όχι ως πιθανούς θύτες κι ενόχους.
Η έντρομη παράσταση, που συνοδεύεται από αισθήματα ενοχής και ντροπής, πως οι γονείς είναι πιθανό να συμμετείχαν σε βίαιες πράξεις και φόνους, στην καταδίωξη κι εξόντωση των εβραίων – οδηγεί στο να προκύψει σε πολλές οικογένειες ένα συμβόλαιο σιωπής γύρω από αυτές τις στιγμές της οικογενειακής ιστορίας.
Βέβαια τα παιδιά ασυνείδητα διαισθάνονται πως οι γονείς αποσιωπούν πράγματα και κρατούν μυστικά που συνδέονται με τον εθνικοσοσιαλισμό. Τέτοιες διαισθήσεις και φαντασιώσεις μπορεί να εμφανιστούν παραδειγματικά στα όνειρα.
Ο Rosenthal (1997, S. 21) αναφέρεται στον γιο ενός εθνικοσοσιαλιστή, ο όποιος ονειρεύεται από την παιδική του ηλικία κατ’ επανάληψη τον ίδιο εφιάλτη. Ονειρεύεται πως στραγγαλίζεται από άγνωστους άνδρες, οι οποίοι τον προσεγγίζουν αθόρυβα από πίσω χωρίς να τους αντιληφθεί. Ως ενήλικος πια μαθαίνει πως ο πατέρας του ως στρατιώτης της Wehrmacht έφερε μαζί του ένα σύρμα με το οποίο έπνιγε αθόρυβα τα θύματα του πλησιάζοντας τα από πίσω. Αυτός ο άνθρωπος ονειρεύεται κατ’ επανάληψη εκδοχές της ιστορίας του πατέρα του για τις οποίες ο ίδιος ποτέ δεν είχε μιλήσει.
Κάποτε έρχεται η στιγμή που τα παιδιά των εθνικοσοσιαλιστών γίνονται τα ίδια γονείς. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως οι οικογενειακές αφοσιώσεις διαλύονται αυτόματα. Αντίθετα, πολλοί γονείς αυτής της ενδιάμεσης γενιάς φοβούνται πως τα παιδιά θα αναπτύξουν μια σχέση με την οικογενειακή τους ιστορία, στην οποία θα γίνει θέμα το ζήτημα της συμμετοχής και της ενοχής των παππούδων τους στα εθνικοσοσιαλιστικά εγκλήματα. Αυτό είναι κάτι που το φοβούνται οι γονείς γιατί θα μπορούσε να κινητοποιήσει μαζικά άγχη, ενοχές και αισθήματα ντροπής. Για να αποφευχθούν αυτά τα συναισθήματα οι γονείς επιβλέπουν με μεγάλη ακρίβεια την σχέση των παιδιών με τους δικούς τους γονείς και την συνολική οικογενειακή ιστορία που έχει εκτεταμένα αποσιωπηθεί.
Επομένως ασυνείδητα απαιτούν να διαμορφώσουν την σχέση των παιδιών με την προσωπική τους ιστορία με τέτοιο τρόπο ώστε να μην θίγεται το ζήτημα της ενοχής των ανθρώπων της προηγούμενης γενιάς μιας και αυτή η θεματολογία προκαλεί άγχος στους ίδιους. Με αυτόν τον τρόπο τα παιδιά τους αναπτύσσουν ένα αισθητήριο για τουςενδεδειγμένους τρόπους να αντιμετωπίζουν την οικογενειακή ιστορία, φροντίζοντας να μην επιβαρύνουν τόσο τους γονείς τους όσο και τους γονείς αυτών.
Έτσι πολλά εγγόνια εκκινώντας από αυτό το υπόβαθρο κατασκευάζουν μια εικόνα της οικογενειακής ιστορίας στην οποία δοκιμάζουν να απαλλάξουν τους παππούδες τους από οποιαδήποτε εγγύτητα με τα εγκλήματα, τον αποκλεισμό καθώς και την εξόντωση που διεπράχθησαν από αυτήν την γενιά. Μια έρευνα (Walzer et al. 2002) έδειξε πως τα εγγόνια μεταμορφώνουν με τέτοιο τρόπο τις οικογενειακές αφηγήσεις, ώστε κάθε υπόνοια και κάθε αμφιβολία γύρω από το ενδεχόμενο οι προπάτορες τους να συμμετείχαν σε εγκληματικές πράξεις ή και φόνους, να παραβλέπονται και να εξαφανίζονται. Τα εγγόνια αυτά σε καμία περίπτωση δεν βιώνουν τους γονείς των γονιών τους ως πεπεισμένους εθνικοσοσιαλιστές, φονικούς στρατιώτες και αντισημίτες. Περισσότερο τους αντιμετωπίζουν ως θύματα του πολέμου ή ενός παντοδύναμου συστήματος. Συμβαίνει επίσης πως τα παιδιά αναζητούν θραύσματα αφηγήσεων που να υποδηλώνουν πως στην πραγματικότητα οι παππούδες θέλησαν να κάνουν καλές πράξεις και προτιμούν να τους βλέπουν ως κρυφούς ήρωες της καθημερινής αντίστασης που εναντιώθηκαν στον εθνικοσοσιαλισμό.
Πολλά από τα εγγόνια μοιάζουν να μην θέλουν να ακούσουν καμία συζήτηση που μνημονεύει την συμμετοχή των παππούδων τους στα εγκλήματα ή ακόμη και την απλή γνώση τους για τα γεγονότα αυτής της περιόδου. Θα μπορούσε να πει κανείς πως ενδιαφέρονται να διασφαλίσουν μια θετική συναισθηματική συνέχεια ανάμεσα στις τρεις γενιές – ώστε με αυτόν τον τρόπο να ανταποκριθούν πλήρως ως εντολοδόχοι του ασυνείδητου αιτήματος των γονέων τους. Βέβαια αισθάνονται με μεγάλη ακρίβεια πως υπάρχουν πράγματα συνανήκοντα στην οικογενειακή ιστορία για τα οποία καλό είναι κανείς να μην ρωτάει και ακόμη καλύτερα να μην συζητάει γι αυτά.
Τα εγγόνια συχνά διαισθάνονται ασυνείδητα πως η οικογενειακή ιστορία κρύβει μυστικά τα οποία έχουν να κάνουν με βία και φόνο με θύτες και ενοχή: Ήταν άραγε η γιαγιά ενθουσιασμένη από τις εθνικοσοσιαλιστικές ιδέες; Τι ακριβώς έκανε ο παππούς εκείνη την εποχή; Γνώριζαν μήπως προσωπικά εβραίους και πως τους συμπεριφέρθηκαν; Πολλά παιδιά προσπαθούν συνεχώς να καθησυχάσουν τους φόβους τους γύρω από αυτά τα ζητήματα και τις φαντασιώσεις που τους προκαλούν, θεωρώντας πως δεν υπάρχει κανένα υπόστρωμα πραγματικότητας που να δικαιολογεί την ανησυχία τους.
Ακριβώς σε αυτό το σημείο εκδηλώνεται η άρνηση των ενδείξεων της πραγματικότητας. Το γεγονός δηλαδή πως οι πρόγονοι τους ήταν βέβαια στην πλειοψηφία τους εθνικοσοσιαλιστές, συνοδοιπόροι, δράστες ή και μάρτυρες των εγκλημάτων του εθνικοσοσιαλισμού – συνδέεται με μια πλευρά της κοινωνικοποίησης εντός των νεοναζιστικών ομάδων.
‘’Adolf Hitler, ο Θεός μου’’
Αποφασιστικής σημασίας για να γίνει κάποιος νεοναζί είναι η επαφή με μια νεοναζιστική ομάδα, με μια δεξιά παρέα φίλων, ή ακόμη και με μια μονάδα αυτόνομων εθνικιστών. Η επαφή ενός νεαρού ατόμου με μια τέτοια ομάδα κατασκευάζεται πρωταρχικά σε ένα προ-πολιτικό τομέα. Το ενδιαφέρον των νεαρών ατόμων μοιάζει να έλκεται από μια συναρπαστική συναδελφική ζωή (κατανάλωση αλκοόλ από κοινού, μουσικές εκδηλώσεις δεξιών συγκροτημάτων, νεοναζιστικές συγκεντρώσεις). Από την στιγμή που έρχονται σε επαφή με τέτοιες ομάδες ξεδιπλώνονται διαδικασίες ομαδικής ψυχολογίας οι οποίες δεσμεύουν τα άτομα συναισθηματικά με αυτές. Χαρακτηριστικό για αυτές τις διαδικασίες είναι η διαμόρφωση μιας στάσης αντιπαλότητας απέναντι στον εξωτερικό κόσμο όπου οι εικόνες των εχθρών (εβραίοι, ξένοι, αριστεροί, άστεγοι, ομοφυλόφιλοι κλπ) βιώνονται με αυξανόμενη ένταση.
Ταυτόχρονα τα μέλη των ομάδων αναπτύσσουν μια εικόνα για τον εαυτό τους που τους κατασκευάζει ως θύματα αυτών των εχθρών. Φτάνουν να πιστεύουν πως πρέπει να υπερασπιστούν την γερμανική λαϊκή κοινότητα μέσα από υποτιθέμενες αμυντικές δράσεις.
Ένας νεαρός νεοναζί περιγράφει την ένταξη του στην ακροδεξιά σκηνή την δεκαετία του 1990 με τον ακόλουθο τρόπο: «Από την στιγμή που γίνεται κανείς μέλος της ομάδας αυτό σημαίνει πως όχι μόνον πρέπει να ντύνεται αντίστοιχα, αλλά και να ακολουθεί τατελετουργικά, τις λατρευτικές τους πράξεις και τις πρακτικές τους.
Πράγμα που σημαίνει να σκέφτεται όπως τα μέλη της ομάδας και να μιλά, να εκφράζεται με τους ίδιους τρόπους . Γίνεται κομμάτι τους, αναδύεται ο ίδιος μέσα από το κίνημα και συγχωνεύεται με την ομάδα αναφοράς. Εδώ ανήκει η άρνηση του ολοκαυτώματος καθώς και η πίστη σε μια ανωτερότητα του εαυτού» ( Rommelspacher 2006, S. 30).
Σε ένα άλλο σημείο ο ίδιος νεαρός αναφέρει πως: ‘’ Ήταν σαν ένα ενέσιμο ναρκωτικό, δεν υπήρχε τίποτα άλλο που να έχει σημασία πια, κάτι για το οποίο θα μπορούσα να ενθουσιαστώ. Ο εθνικισμός έγινε η θρησκεία μου, ο Χίτλερ ο θεός μου… Για τον καθημερινό πολιτικό παλμό δεν φρόντιζα μόνος μου αλλά και ο περίγυρος μου… ακόμη και οι παλιές φιλίες εξανεμίστηκαν, χάθηκαν τα ίχνη… γρήγορα χάθηκε η αναφορά στην κοινωνία, η σχέση με τους εντελώς απλούς ανθρώπους’’.
Πέρα από τις εκστατικές στιγμές των διαδικασιών ενσωμάτωσης των μελών και της στεγανοποίησης προς τα έξω – οι αναφορές και οι συσχετισμοί με τον εθνικοσοσιαλισμό αναδύονται αμέσως. Ένας νεαρός νεοναζί το διατυπώνει με τον ακόλουθο τρόπο:
‘’Στο πέρασμα του χρόνου ο Χίτλερ έγινε ένας θεός για μένα. Είναι πάνω από όλα και τον καθένα… Κάθε πρωί όταν ξυπνάω κοιτάζω την εικόνα του και ορκίζομαι να ζήσω πιστός στο ρητό ‘’ένας λαός ένα βασίλειο, ένας αρχηγός… Αυτό σημαίνει πάνω από όλα πως οφείλω να σκέφτομαι αν αυτά που κάνω θα άρεσαν στον Χίτλερ… Συχνά μου έρχεται η ιδέα πόσο όμορφα θα ήταν αν ο Φύρερ ζούσε ακόμη… Θα ήταν περήφανος για μένα’’. Για την διαδικασία που οδηγεί κάποιον να αισθάνεται πως ανήκει σε μια νεοναζιστική ομάδα – ο συσχετισμός με το παρελθόν είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Είναι πάντα οι ιστορικές αναφορές, οι οποίες ‘’δένουν’’ τα νεαρά άτομα συναισθηματικά με την ομάδα αναφοράς τους.
Η μικρή μας Γερμανία ενάντια στον υπόλοιπο κόσμοΟ πυρήνας αυτών των ιστορικών αναφορών είναι η διάψευση του εγκληματικού χαρακτήρα του ‘τρίτου Ράιχ’. Στις νεοναζιστικές ομάδες τίθενται εκτός λειτουργίας εκείνεςακριβώς οι πολιτισμικές αξίες και κοινωνικοί κανόνες που θα καθιστούσαν δυνατό να μιλήσει κανείς για τις πράξεις των εθνικοσοσιαλιστών ως εγκλήματα που αναζητούν τιμωρία και θέτουν ως αντικείμενο σκέψης την ενοχή. Επομένως ως μια πρώτη εκδοχή της σχέσης των νεοναζί με την ιστορία (τους) είναι η αδυνατότητα να εμφανιστούν οι γερμανοί ως εγκληματικοί δράστες.
Ο προεδρεύων του, εν τω μεταξύ, απαγορευμένου γερμανικού εθνικού κόμματος το διατύπωσε σε μία σύναξη των φίλων και μελών με τον ακόλουθο τρόπο: ’’Στο Άουσβιτς δεν οδηγήθηκε κανένας σε θάλαμο αερίων… δυστυχώς’’. Βέβαια ο αρνητής του Άουσβιτς ξεσκεπάστηκε αμέσως ως ψεύτης και πιθανός δολοφόνος την στιγμή που ανυψώνοντας τα χέρια ούρλιαξε: ‘’Αυτά τα χέρια θα ανοίξουν ξανά την στρόφιγγα του γκαζιού’’.
Μια δεύτερη εκδοχή της σχέσης των νεοναζί με την ιστορία τους βρίσκεται σε μια αντιστροφή της σχέσης θύτη/θύματος. Ισχυρίζονται πως – στην πραγματικότητα – τα πάντα είναι διαφορετικά από ό,τι φαίνονται. Μόνο φαινομενικά οι θύτες υπήρξαν θύτες και τα θύματα τα αληθινά θύματα. Οι θύτες, σύμφωνα με αυτή την ανάγνωση, βρέθηκαν εκτεθειμένοι σε μια τρομακτική απειλή που την οργάνωσαν τα θύματα. Οι Άλλοι, οι εβραίοι, οι ρώσοι, οι σύμμαχοι απείλησαν κι επιτέθηκαν στον γερμανικό λαό και ως εκ τούτου η γερμανική λαϊκή κοινότητα έπρεπε να αμυνθεί.
Η περίοδος του εθνικοσοσιαλισμού επανερμηνεύεται ως μια ηρωική εποχή αγώνων κατά την διάρκεια της οποίας ή λαϊκή κοινότητα των γερμανών υπεραμύνθηκε με σώμα και ψυχή στην επίθεση που δέχτηκε. Ένας νεαρός ναζί βρήκε αυτήν την διατύπωση απόλυτα μαγευτική. «Η μικρή μας Γερμανία ενάντια στον υπόλοιπο κόσμο που την επιβουλεύτηκε».Η αντιστροφή των ρόλων θύτη/θύματος έχει μετατοπιστεί μέχρι το παρόν μας:
Τα μέλη των νεοναζιστικών ομάδων βιώνουν τους εαυτούς τους ως θύματα. Νοιώθουν ότι κατηγορούνται για εγκλήματα που ‘’υποτίθεται’’ πως διέπραξαν οι πρόγονοι τους. Τους εβραίους τους αντιλαμβάνονται ως ενσάρκωση ενός κατηγορητηρίου που απευθύνεται στους γερμανούς και με το οποίο τους φέρνουν διαρκώς αντιμέτωπους με σκοπό να τους εκμεταλλευθούν. Οι παραστάσεις που δομούν την ακροδεξιά ιστορική συνείδηση συμπυκνώνουν την γερμανική ιστορία σε ένα διαρκή αγώνα υπεράσπισης του ‘’γερμανικού λαού’’. Ο λαός αυτός περιβάλλεται από εχθρούς, κυρίως από εβραίους, οιοποίοι από την εποχή του εθνικοσοσιαλισμού μέχρι και σήμερα τον συκοφαντούν, τον απειλούν και του επιτίθενται.
Για μένα ήταν ένας ήρωας
Ιδιαίτερα σημαντικές για την διαμεσολάβηση αυτών των μεροληπτικών ιστορικών αναφορών, είναι οι διηγήσεις των συγγενών από την απερχόμενη γενιά. Από την εποχή που αυτοί οι άνθρωποι έδρασαν ως στρατιώτες της Wehrmacht, ως στελέχη της εθνικοσοσιαλιστικής κυβέρνησης, ως νεολαίοι στο κόμμα του Χίτλερ κλπ. Στις εκδηλώσεις των νεοναζιστικών οργανώσεων η γενιά αυτή βέβαια αγιογραφείται. Εξίσου σημαντικές είναι οι μετά-αφηγήσεις σχετικών με τα βιώματα αυτής της γενιάς από νεώτερους νεοναζί. Ένα στέλεχος μιας νεοναζιστικής οργάνωσης με μεγάλη επιρροή αναφέρεται κατά την διάρκεια μιας εκδήλωσης για τον ‘’ηρωικό αγώνα’’ των γερμανικών στρατευμάτων σε ιερό έδαφος.
Πόλεμος εξόντωσης – Εγκλήματα της Wehrmacht
Οι παρόντες στην εκδήλωση νεοναζί ακούν με δέος τις τοποθετήσεις του ομιλητή σχετικά με τις υποτιθέμενες ηρωικές πράξεις των SS. Οι οποίοι, και αυτό είναι το κεντρικό νόημα της εισήγησης, αγωνίστηκαν για να προστατέψουν πολίτες, παιδιά και γυναίκες από τον κόκκινο στρατό. «Μόνο στο θάρρος μεμονωμένων ανδρών και καθοδηγητών οφείλουμε το γεγονός πως δεν προκλήθηκε αμέσως γενική κατάρρευση» (Speit 2004, S. 17).
Τέτοιου είδους προσωπικές αναφορές και προφορικές παραδόσεις συνεισφέρουν στην εξέλιξη και σταθεροποίηση νεοναζιστικών προσανατολισμών. Δίνουν την δυνατότητα στους νεοναζί να διατυπώνουν στα πλαίσια μιας προσωπικής αφήγησης την λανθασμένηπαράσταση ενός γερμανικού αμυντικού αγώνα και να την συνδέουν με συγκεκριμένα πρόσωπα με σάρκα και οστά. Ακριβώς αυτές οι αισθητηριακές εμπειρίες έχουν τεράστια σημασία. Έτσι ένας ενθουσιασμένος νεαρός νεοναζί διηγείται:
’’Υπάρχει κάτι που παλιότερα δεν γνώριζα. Σχετικά με ηλικιωμένους ανθρώπους που βέβαια εκείνη την εποχή ήταν ακόμη νέοι. Δεν θα το πιστέψετε αλλά κάποιοι από αυτούς έχουν κατά κάποιο τρόπο καλές αναμνήσεις από εκείνη την εποχή. Ακόμη και από τον πόλεμο. Πρακτικά θα έλεγα πως έχουν μια εθνικιστική/πατριωτική γνώμη σε κάθε περίπτωση. Υπάρχουν ακόμη και σήμερα – εγώ δεν τους έβλεπα ενώ ήταν γύρω μου. Και τι κίνητρο για μένα – αν με κάποιο τρόπο εκείνη η εποχή τους άρεσε αυτό σημαίνει πως δεν θα ήταν και τόσο άσχημα’’ (Rommelspacher 2006, S. 44).
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι στις εθνικοσοσιαλιστικές ομάδες διαμεσολαβούνται δοξαστικές αφηγήσεις και εικόνες με ένα συγκεκριμένο τρόπο που απευθύνεται στις αισθήσεις. Σε αυτές τις αναπαραστάσεις σχετικές με την γενιά του πολέμου οι παππούδες παρουσιάζονται ως αγωνιστές και ως ηρωικές φιγούρες της Γερμανίας. Αγωνίστηκαν υποτίθεται εναντίον των εχθρών του γερμανικού λαού και προσέφεραν μοναδικές υπηρεσίες στην πατρίδα. Αυτές οι μεροληπτικές ιστορίες περί ηρωικών πράξεων από εθνικοσοσιαλιστές κατά την διάρκεια του ‘’αμυντικού’’ τους αγώνα – δίνουν την δυνατότητα στους νεοναζί να βιώνουν συνειδητά και να εκφράζουν ανοιχτά τις φαντασιώσεις τους σχετικές με τους παππούδες (γιαγιάδες) τους.
Σε αυτές τις φαντασιώσεις, οι πρόγονοι αναδεικνύονται ως πεπεισμένοι εθνικοσοσιαλιστές. Πράγμα εντελώς διαφορετικό από αυτό που έζησαν μέσα στις οικογένειες τους ως παιδιά όπου το θέμα ήταν ταμπού (απαγορευμένο για την σκέψη και την ομιλία). Με αυτόν τον τρόπο γίνονται ορατά τα ασυνείδητα τμήματα της οικογενειακής ιστορίας τους. Έτσι στις νεοναζιστικές ομάδες γίνεται εφικτό να διατυπωθεί ρητά – πέραν της ηθικής διάστασης – πως η περασμένη γενιά αποτελείτο από πεπεισμένους εθνικοσοσιαλιστές, δράστες και δολοφονικούς στρατιώτες της Wehrmacht. Και πως ακριβώς για αυτό το λόγο ταιριάζουν ως πρότυπα. Οι στενοί συγγενείς από το παρελθόν δεν προκαλούν τρόμο όπως αυτό συνήθως
συμβαίνει σε πολλές γερμανικές οικογένειες αλλά εξιδανικεύονται ως αθώοι αγωνιστές και ήρωες. Ένας νεοναζί μας μιλάει για τον παππού του:
‘’Ο παππούς τραυματίστηκε σοβαρά από μια χειροβομβίδα στην Ρωσία… Οι εικόνες με τις στρατιωτικές στολές, τα μετάλλια τιμής, οι εξιστορήσεις με εντυπωσίασαν. Ο παππούς ήταν για μένα ένας ήρωας… Ένας ζωντανός ήρωας όχι κάποιος από την τηλεόραση ή από κάποιο περιοδικό comic ‘’ (Rommelspacher 2006, S. 29).
Επομένως μπορούμε να ισχυριστούμε πως οι νεαροί νεοναζί φτιάχνουν εκ των υστέρων μέσα στις ομάδες τους πρότυπα με τα οποία μπορούν να ταυτίζονται. Πράγμα που οργανώνει τον δεξιό προσανατολισμό τους μέσα στην οικογένεια. Η εσωτερική αυτή αναγκαιότητα τους οδηγεί στο να καταφεύγουν ακριβώς στις αποσιωπημένες εκδοχές και μυστικά της οικογενειακής σχέσης με το εθνικοσοσιαλιστικό παρελθόν.
Στον βαθμό που αγιογραφούν τους παππούδες τους ως ήρωες για την πατρίδα και αναγνωρίζουν εκ νέου τους εαυτούς τους μέσα από αυτούς – διαμορφώνουν την πεποίθηση πως οι ίδιοι είναι συνεχιστές, ένα κομμάτι αυτού του εθνικού αγώνα στον οποίο πολέμησαν οι πρόγονοι τους. Το ίδιο πράγμα ίσχυε και για τους δολοφόνους της εθνικοσοσιαλιστικής αντίστασης (μετά την κατάρρευση της Γερμανίας):
‘’Οι δράστες … αγωνίστηκαν για έναν νέο εθνικοσοσιαλισμό. Δολοφονούσαν πια για το τέταρτο Ράιχ ‘’ (Funke 2011).
Απόδοση από την γερμανική γλώσσα, Σκαρπίδης Κώστας