Ψυχανάλυση & Δημοκρατία

 In ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΚΕΙΜΕΝΑ, ΚΕΙΜΕΝΑ

Ψυχανάλυση και δημοκρατία

Joel Whitebook

Πηγή: “Der gefesselte Odysseus”, Joel Whitebook, 2009 Campus Verlag, S. 15-29.

Απόσπασμα

Τον Οκτώβριο του 1998 άνοιξε τις πύλες της η βιβλιοθήκη του Κογκρέσου (Library of Congress) για να υποδεχτεί την έκθεση “Sigmund Freud: Conflict and Culture”. Προηγήθηκε μια έντονη δημόσια συζήτηση, η οποία κατόρθωσε να προκαλέσει μια καθυστέρηση στον αρχικό σχεδιασμό, με αποτέλεσμα μια μετάθεση της αρχικής ημερομηνίας έναρξης της έκθεσης. Αυτό είχε να συμβεί, δηλαδή μια τέτοιου μεγέθους αναστάτωση, τουλάχιστον από την εποχή της έκθεσης για τον Τουταγχαμών στο μητροπολιτικό μουσείο της Νέας Υόρκης στην αρχή της δεκαετίας του 70. Ήταν το θέμα, οι συμμετέχοντες και ο ρόλος που διαδραμάτισε ο Τύπος, ο οποίος διψούσε για εντυπώσεις, που δεν μπορούσαν παρά να οδηγήσουν σε αυτές τις εξελίξεις.

Για αρχή ας θυμηθούμε τα γεγονότα: Τον Ιούλιο του 1994 η βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, η οποία έχει στην ιδιοκτησία της την μεγαλύτερη συλλογή με χειρόγραφα του Freud  παγκοσμίως, ανακοίνωσε για τον Μάιο του 1996 μια μεγάλη έκθεση για τον Freud. Μια τέτοια έκθεση μέχρι εκείνη την χρονική στιγμή δεν ήταν εφικτό να πραγματοποιηθεί, μιας και μια σειρά από τεκμήρια δεν μπορούσαν να εκτεθούν εξαιτίας νομικής φύσης περιορισμών που αφορούσαν την σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα σε γιατρό και ασθενείς. Μέσα από μια νέα συμφωνία άρθηκαν οι περιορισμοί και πολλά ντοκουμέντα έγιναν πλέον προσβάσιμα.

Οι αντίπαλοι της προγραμματισμένης έκθεσης προχώρησαν στις 31 Ιουλίου 1995 στην επίθεση τους με ένα γράμμα που απεύθυναν στους υπεύθυνους του Κογκρέσου. Σε αυτό το γράμμα επικαλέστηκαν το φαινομενικά λογικό επιχείρημα πως η έκθεση έπρεπε να είναι σε θέση να αποδώσει με κατάλληλο τρόπο την διαθέσιμη μέχρι εκείνη την στιγμή γνώση καθώς και το συνολικό φάσμα των εξειδικευμένων απόψεων γύρω από την καταστατική αξία της συνεισφοράς του Freud στην ιστορία του πνεύματος. Οι 42 συνυπογράφοντες συστήθηκαν ως επιστήμονες, οι οποίοι είχαν συνεισφέρει σημαντικά με την εργασία τους στην έρευνα σχετικά με τον Freud. Υπογράμμισαν ότι είχαν εργαστεί ‘’ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον’’ καθώς και ότι ‘’δεν τους συνέδεε κάποια κοινή στράτευση υπέρ μιας συγκεκριμένης διδασκαλίας ούτε υπήρχε κάποια κοινή θεσμική συνάφεια – αναφορά ανάμεσα τους’’.

Κάποιοι από αυτούς που υπέγραψαν το κείμενο όπως οι Mikkel Borch-Jacobson, Frank Cioffi, Frederick Crews, Adolf Gruenbaum, Frank Sulloway και Peter Swales θεωρούνται  – αν δούμε το ποιος μιλάει με ποιόν – η αιχμή του δόρατος που στόχευε σε μια αποσυναρμολόγηση του Freud ή ακόμη και ως ‘’αναθεωρητές’’ της ψυχανάλυσης. Ο κινητήριος μοχλός πίσω από αυτό το γράμμα στο Κογκρέσο ήταν ο Peter Swales, ένας ανεξάρτητος και μάλλον αμφιλεγόμενος ιστορικός της πρώιμης περιόδου της ψυχανάλυσης. Ισχυρίστηκε πως η έκθεση δεν ήταν παρά μια εμπορική θέαση του ψυχαναλυτικού κατεστημένου που επιδίωκε να ξαναδώσει στην ψυχανάλυση την χαμένη της λάμψη. Μια δημόσια εικόνα που είχε τσαλακωθεί βαριά και χρειαζόταν γυάλισμα. Σύμφωνα με την άποψη του δεν χρειαζόταν να ξοδέψει κανείς τα χρήματα των φορολογούμενων χρηματοδοτώντας ένα προσχέδιο, το οποίο αναγκαστικά ήταν τόσο μη επιστημονικό όσο και προκατειλημμένο.

Και οι δυο πλευρές χρησιμοποίησαν την ελευθερία της έκφρασης για να υποστηρίξουν τις θέσεις τους. Οι συντάκτες του γράμματος προς το Κογκρέσο ισχυρίστηκαν πως η σύνθεση της έκθεσης δεν ήταν σε θέση να αποδώσει το συνολικό φάσμα των απόψεων γύρω από τον Freud. Και πως ακριβώς για αυτόν το λόγο θεώρησαν πως η πρόθεση των διοργανωτών ήταν να αποσιωπήσουν τον όποιο αντίλογο στις θέσεις τους. Από την άλλη πλευρά οι υποστηρικτές της έκθεσης κατήγγειλαν την δημόσια τοποθέτηση των επικριτών της ως προσπάθεια καταστολής του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης. Λίγο πριν από την δίνη που προκάλεσε η συζήτηση σχετικά με αυτήν την έκθεση προηγήθηκαν άλλες δύο ντροπιαστικές δημόσιες αντιπαραθέσεις με αντικείμενο την κρατική χρηματοδότηση δυο άλλων εκθέσεων: Against Hitler: German Resistance to Nationalsocialism, 1933-1945, η οποία παρουσιάστηκε ως προπαγάνδα χρηματοδοτημένη από την Γερμανία και η έκθεση Enola-Gay, η οποία προσέκρουσε στις αντιστάσεις των οργανώσεων των βετεράνων του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.

Η δημόσια αντιπαράθεση γύρω από αυτά τα ζητήματα έλαβε χώρα σε μία περίοδο στην οποία οι πολιτισμικοί θεσμοί  έπρεπε να αντιμετωπίσουν περικοπές στους προϋπολογισμούς τους. Η βιβλιοθήκη ακολουθώντας τον σίγουρο δρόμο αποφάσισε να μην ματαιώσει την έκθεση αλλά να την μεταθέσει για το μέλλον επικαλούμενη οικονομικούς λόγους. Ένας ισχυρισμός που προκάλεσε μάλλον αμφιβολίες. Οι διοργανωτές τόνισαν πως δεν άλλαξαν γνώμη εξαιτίας της δημόσιας αντιπαράθεσης. Ωστόσο κάποιοι τόνισαν πως η δημόσια συζήτηση τους οδήγησε στο να δουν κάποια πράγματα με μεγαλύτερη ακρίβεια. Και πως αυτό εν τέλει θα τους οδηγούσε να δουν τα ζητήματα της παρουσίασης με ακόμη μεγαλύτερη επιμέλεια και προσοχή. Οι επικριτές της έκθεσης απέρριψαν την πρόκληση να συμμετάσχουν σε μια συζήτηση στρογγυλής τράπεζας η ακόμη και να παρουσιάσουν την θέση τους με μια βίντεο-παρουσίαση, η οποία θα προβαλλόταν μέσα στην έκθεση. Θεώρησαν μια τέτοια κίνηση ως μια απλή συμβολική χειρονομία. Τελικά τρεις από αυτούς συνέγραψαν ένα κείμενο που θα δημοσιευόταν στον κατάλογο της έκθεσης. Και ένας από τους επικριτές που υπέγραψαν το κείμενο προς το Κογκρέσο, ο Morris Eagle, εκείνη την εποχή πρόεδρος του μεγαλύτερου συλλόγου ψυχαναλυτικά προσανατολισμένων ψυχολόγων της χώρας – συμπεριλήφθηκε στο γνωμοδοτικό συμβούλιο της έκθεσης.

Διαρκής κρίση

Όλοι με τους οποίους συνομίλησα τόνισαν ότι η έκθεση που αφιερώθηκε στον Freud  και η οποία στην συνέχεια, την Άνοιξη του1999, θα μεταφερόταν στο εβραϊκό μουσείο της Νέας Υόρκης – δεν είχε την πρόθεση να υπενθυμίζει μια ημέρα του χρόνου που θα αποτελούσε ορόσημο για την ψυχανάλυση ή τον ιδρυτή της. Θα μπορούσε ωστόσο να λειτουργήσει ως μια διοργάνωση αφιερωμένη στη μνήμη. Ανάμεσα στο 1995 και στο 2000 δίνεται η δυνατότητα για επετειακές εκδηλώσεις ως αναμνήσεις γεγονότων που συνέβησαν πριν από έναν αιώνα. Το 1895 εμφανίζονται οι “Studien über Hysterie” και το αποκορύφωμα έρχεται με την δημοσίευση της ‘’Traumdeutung’’(1899/1900).

Σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει σημαντική διαφωνία σχετικά με το ότι η έκθεση Conflict and Culture λαμβάνει χώρα σε μια χρονική στιγμή, στην οποία το επάγγελμα του ψυχαναλυτή βρίσκεται σε μια βαθιά κρίση, κυρίως στις ΗΠΑ. Αυτό δεν αφορά μόνο τον τρόπο που βλέπει τα πράγματα ένα ευρύτερο κοινό αλλά είναι μια διαπίστωση που κάνουν και οι ίδιοι οι ψυχαναλυτές.

Μπορούμε ωστόσο να πούμε με σχετική βεβαιότητα πως η ψυχανάλυση βρίσκεται σε κρίση ήδη από την γέννηση της. Πολλές μομφές – αναφορικά με την επιστημονική της εγκυρότητα, με την θεραπευτική της αποτελεσματικότητα, με ζητήματα που έχουν να κάνουν με την θεραπεία των γυναικών και των ομοφυλοφίλων – δεν είναι κάτι το καινούριο. Πάραυτα έχει κανείς την αίσθηση πως, στην βάση μιας νέας συνθήκης πολιτισμικών και κοινωνικών-οικονομικών παραμέτρων, η κατάσταση είναι πιο σοβαρή, ίσως χωρίς ελπίδα. Ο προφανέστερος πρακτικός λόγος για την κρίση της ψυχανάλυσης συναρτάται κατά κάποιο τρόπο με το ‘’μερίδιο’’ της στην αγορά της ψυχικής υγείας. Από την εποχή της άνθησης της στην δεκαετία του πενήντα, τότε που έδινε το καθοριστικό παράδειγμα σε όλους τους ψυχιατρικούς τομείς της χώρας, καταλήξαμε σε μια εξαιρετική διεύρυνση εναλλακτικών μορφών ψυχοθεραπείας. Να υπογραμμίσουμε ότι πολλές από αυτές αναπτύχθηκαν από ψυχαναλυτές. Αυτές οι εναλλακτικές θεραπείες ισχυρίζονται πως κατά κανόνα είναι φθηνότερες, απαιτούν λιγότερη προσπάθεια και εν τέλει είναι πιο αποτελεσματικές. Η κατάσταση έχει αλλάξει δραματικά αν αναλογιστούμε πως τις τελευταίες δύο δεκαετίες αυξήθηκε με εκρηκτικό τρόπο η κατανάλωση ψυχοτρόπων φαρμάκων, μια συνθήκη που είναι ανταγωνιστική όχι μόνο για την ψυχανάλυση αλλά και για όλες τις διαλογικές ψυχοθεραπείες. Μια περαιτέρω επιβάρυνση προκύπτει από τις νέες πρακτικές των ασφαλιστικών εταιριών και των υποστηρικτικών θεσμών υγείας. Θεσμοί που και οι ίδιοι είναι εκτεθειμένοι στην άγρια ορθολογικοποίηση των καπιταλιστικών οικονομιών τις τελευταίες δεκαετίες. Οι περισσότερες ασφαλιστικές εταιρίες προτίθενται να εγκρίνουν την χρηματοδότηση μόνο για περιορισμένο αριθμό συνεδριών. Και πολλές ‘’πολιτικές’’ αποκλείουν ρητά όλες τις μορφές ενδοσκοπικών θεραπευτικών πρακτικών. Μια τοποθέτηση που είναι προσανατολισμένη μόνον ως προς το αποτέλεσμα εξαναγκάζει φυσικά τους ασθενείς σε σύντομες ψυχοθεραπείες (συχνά σε συμπεριφορικές θεραπείες) ή στην χρήση ψυχοφαρμάκων. Γιατί είναι φθηνότερα και υποτίθεται περισσότερο αποτελεσματικά από ό,τι μια ψυχαναλυτικά προσανατολισμένη θεραπεία.

Παράλληλα με αυτούς τους πρακτικούς λόγους θα μπορούσαμε να ονομάσουμε γενικότερους πολιτισμικούς παράγοντες που εργάζονται εναντίον της ψυχανάλυσης. Οι αλλαγές που προκλήθηκαν μέσα από την ‘’επανάσταση’’ της κυβέρνησης του Ronald Reagan και την απορύθμιση του καπιταλισμού δεν ευνοούν – λέγοντας το προσεκτικά – τον αυτοστοχασμό. Μετά από ένα σύντομο μεσοδιάστημα την δεκαετία του 1960 δίνεται σήμερα ξανά προτεραιότητα σε εξωτερικές αξίες, δηλαδή το χρήμα, την κοινωνική θέση και το γόητρο. Ακόμη και αυτοί που δεν αποδέχονται αυτές τις αξιολογήσεις, είναι αναγκασμένοι να εργάζονται πολύ περισσότερο ως συνέπεια της νέας κατάστασης στην οικονομία. Η συνολική αίσθηση του χρόνου επηρεάζεται από επιταχυνόμενους ρυθμούς και αδιάκοπη κινητικότητα. Οι άνθρωποι βέβαια δεν διαθέτουν ελεύθερο χρόνο για να σταθούν και να σκεφτούν μόνον εξαιτίας των αυξημένων οικονομικών πιέσεων. Συσκευές φαξ, ηλεκτρονική αλληλογραφία, κινητή τηλεφωνία και CNN συνεισφέρουν στην επιτάχυνση, με αποτέλεσμα να αισθανόμαστε πως ζούμε σε έναν κόσμο όπου όλα μοιάζουν να συμβαίνουν ταυτόχρονα. Δεν υπάρχει πλέον ανάμεσα στα γεγονότα ο χρόνος που είναι απαραίτητος για την διανοητική και ψυχική επεξεργασία των εμπειριών μας.

…………………..

Η έκθεση για τον Freud πυροδότησε καυτά ερωτήματα που αφορούν τον μεταμοντερνισμό, την πολυπολιτισμικότητα και την σχέση που μπορούμε να έχουμε με το παρελθόν. Μας θύμισε την συζήτηση που έλαβε χώρα στην Ευρώπη για την καταλληλότητα των τρόπων που διαθέτουμε για να θυμόμαστε το Ολοκαύτωμα. Ξεκινώντας από έναν διευρυμένο σκεπτικισμό γύρω από τις έννοιες της αλήθειας και της αντικειμενικότητας καθώς και την έλλειψη συναίνεσης γύρω από τους τρόπους που διαμορφώνεται η συλλογική ταυτότητα – προκύπτει το ερώτημα ποιος έχει την εξουσία να αποφασίζει για την εικόνα της επίσημης ιστοριογραφίας.

…………………….

Τόσο οι ευρωπαϊκές συζητήσεις γύρω από τον ορθή αντιμετώπιση του παρελθόντος όσο και η συζήτηση στην Αμερική σχετικά με τον Freud, προκάλεσαν τόσο έντονα συναισθήματα γιατί και οι δύο συγκρούσεις αγγίζουν λεπτές χορδές της αυτοκατανόησης μας. Η συζήτηση γύρω από τον σωστό τρόπο να θυμόμαστε το Ολοκαύτωμα δεν περιστρέφεται μόνο γύρω από την συμπεριφορά συγκεκριμένων ανθρώπων η κρατών κατά την διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Ούτε εξαντλείται στην αποτίμηση των τρόπων με τους οποίους οφείλουμε να θυμόμαστε. Η συζήτηση αυτή ανοίγει ερωτήματα σε σχέση με τον ευάλωτο χαρακτήρα της αλληλεγγύης και το αδιαμφισβήτητο γεγονός της ανθρώπινης καταστροφικότητας. Το κοινό κατά κανόνα δεν θέλει να του υπενθυμίζουν οι θεσμοί του πολιτισμού τέτοια πράγματα.

Η συζήτηση για τον Freud αποτελεί ίσως με έναν πολύ πιο άμεσο τρόπο μια αντιπαράθεση σχετικά με την ανθρώπινη φύση. Σε αντιδιαστολή με άλλα έμβια είδη που είναι εντελώς προσδιορισμένα από την ενορμητική τους δομή, ο άνθρωπος καθορίζεται σε αποφασιστικό βαθμό από το πως ο ίδιος αναπαριστά τον εαυτό του. Όταν οι ουσιώδεις αναπαραστάσεις, οι σχετικές με εμάς τους ίδιους, αλλάζουν ριζοσπαστικά, δεν θα ήταν υπερβολικό να υποθέσουμε πως μαζί τους αλλάζει και αυτό που είμαστε. Ο Freud – δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα – είχε αυτήν την άποψη. Με το να καταδείξει το βάθος, την έκταση και την εξουσία των ασυνείδητων ψυχικών διαδικασιών καθώς και την πανταχού παρουσία της μεταβίβασης σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις – άλλαξε την παραδοσιακή εικόνα της ανθρώπινης φύσης εκ θεμελίων. Και με αυτόν τον τρόπο άλλαξε επίσης με αποφασιστικό τρόπο αυτό που είμαστε. Αυτή η παραδοχή αποτέλεσε την βάση για μια στοιχειώδη συναίνεση στην οποία μπόρεσαν να συμφωνήσουν οι διοργανωτές αφότου τα πράγματα ηρέμησαν. Έτσι μπόρεσαν να ορίσουν μια νέα ημερομηνία για την έκθεση.

Μπορεί σε κάποιους ‘’το γεγονός Freud’’ να αρέσει ή όχι και κάποιοι θα μπορούσαν να πουν σε τι υφίσταται και σε τι δεν υφίσταται αυτό το γεγονός. Ωστόσο είναι αδύνατον να αρνηθούμε το γεγονός της ανατροπής που προκάλεσε ο Freud αναφορικά με το τι σημαίνει να είμαστε άνθρωποι του 20ου αιώνα. Ακριβώς αυτό είναι που επιθυμούν να αμφισβητήσουν αυτοί που τον κρίνουν. Ο Jonathan Lear το θέτει με τον ακόλουθο τρόπο:

«Ο Freud είναι απλά το πρόσχημα. Αυτό που θέλουν πραγματικά, είναι να επιτεθούν στην ιδέα πως οι άνθρωποι έχουν ασυνείδητα κίνητρα». Στα πιο ευχάριστα αποτελέσματα αυτής της δημόσιας συζήτησης είναι πως ο Jonathan Lear, ψυχαναλυτής και φιλόσοφος, αναδείχθηκε σε έναν εξαιρετικά επιτυχημένο υποστηρικτή της ψυχαναλυτικής θέσης. Από την στιγμή της εμφάνισης στο New York Review of Books το άρθρο του Frederick Crews, στο οποίο ο συγγραφέας εγκωμίασε μια σειρά δεύτερης διαλογής βιβλίων που κριτικάρουν με δριμύτητα τον Freud – ακολούθησε βροχή γραμμάτων που ανταπάντησαν, με κείμενα προερχόμενα από το ψυχαναλυτικό στρατόπεδο. Τα επιχειρήματα που επιστρατεύτηκαν προς υπεράσπιση του Freud δεν ήταν στην πλειοψηφία τους τίποτε περισσότερο από υποφερτά. Κανένας από τους συντάκτες δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στο ύψος των περιστάσεων και να αντισταθμίσει την επίθεση εναντίον του Freud από τους αντίπαλους του. Απλά και μόνο το γεγονός πως ήταν τόσο δύσκολο για τους ψυχαναλυτές να αμυνθούν, μπορούμε να το θεωρήσουμε συμπτωματικό για την κρίση του επαγγέλματος.

Όταν τελικά τον Δεκέμβριο του 1995 έκανε την εμφάνιση του στο περιοδικό New Republic το κείμενο του Jonathan Lear με τίτλο «The Shrink is in» ήταν, όπως εύστοχα παρατήρησε η Janet Malcolm, σαν να προκάλεσε έναν αναστεναγμό ανακούφισης από τις γραμμές εκείνων που έβρισκαν τις επιθέσεις ανόητες, δεν μπορούσαν ωστόσο να βρουν τρόπο τις αποκρούσουν. Η ανακούφιση ήταν τόσο μεγάλη που είχε σαν αποτέλεσμα να μοιραστούν φωτοτυπίες του άρθρου στους συναδέλφους κατά την φθινοπωρινή συνάντηση των μελών της αμερικανικής ψυχαναλυτικής ένωσης. «Στην δαιμονισμένη ενασχόληση με τις ανθρώπινες πλευρές του Freud», o Lear διακρίνει «έναν τρόπο διαφυγής από την αντιπαράθεση με αυτό που αποτελεί το διακύβευμα στον Freud»

Και περί τίνος πρόκειται στον Freud; Με το να αναδείξει την ύπαρξη της παιδικής σεξουαλικότητας, το βάθος των ασυνείδητων πνευματικών διαδικασιών και το εύρος της ανθρώπινης αμφισεξουαλικότητας, κατέστρεψε τους παρηγορητικούς μύθους της παιδικής αθωότητας, την ιδέα πως ο άνθρωπος είναι στην ουσία του ένα ον καθορισμένο από την ορθολογικότητα καθώς και την παραδοχή πως η ταυτότητα φύλου αποτελεί μια μονοσήμαντη υπόθεση.

Ας το διατυπώσουμε διαφορετικά: Πίσω από την ενασχόληση με λεπτομέρειες και συχνά πολύ λίγο ενδιαφέρουσες πλευρές της προσωπικής ζωής του Freud, πίσω από την προσπάθεια να δυσφημιστεί ως πρόσωπο, βρίσκεται τις περισσότερες φορές – σύμφωνα με τον Jonathan Lear – η επιδίωξη να αποδυναμωθεί ο ισχυρισμός πως οι άνθρωποι ‘’είναι πολύπλοκοι ψυχολογικοί οργανισμοί οι οποίοι κατασκευάζουν στιβάδες σημασιών που από την μεριά τους βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια της κατανόησης τους’’.

Όταν ρώτησα το Swales σχετικά με αυτό το σημείο, ο οποίος έκανε μια αξιέπαινη προσπάθεια να αποδείξει την ερωτική σχέση του Freud με την αδελφή της γυναίκας του, τότε αυτός αμφισβήτησε επίμονα την ύπαρξη του ψυχαναλυτικού ασυνειδήτου. «Ένα ασυνείδητο με την φροϋδική έννοια δεν υπάρχει πραγματικά», μου είπε. Και συνέχισε λέγοντας πως «στην πραγματικότητα το ασυνείδητο γεννιέται μέσα στην ψυχαναλυτική συνεδρία». Ο Swales επομένως ισχυρίζεται όπως ένας άλλος πολύ γνωστός κριτικός της ψυχανάλυσης, ο Michel Foucault, ότι το ασυνείδητο αποτελεί ένα φαινόμενο ‘’ιατρογένεσης’’.

Μια παρόμοια παράξενη άποψη βρίσκεται στην σχεδόν αποκλειστική συγκέντρωση – από την πλευρά ‘’αναθεωρητικών’’ ιστορικών της επιστήμης και φιλοσόφων – σε πρώιμες διατυπώσεις και παρουσιάσεις κλινικών περιπτώσεων πού έκανε ο ίδιος ο πατέρας της ψυχανάλυσης: Πιστεύουν πως αποδυναμώνοντας αυτές τις εργασίες θα καταφέρουν να υπονομεύσουν την αξιοπιστία της σημερινής ψυχαναλυτικής θεωρίας και πρακτικής. Αυτή η τοποθέτηση βέβαια από την πλευρά τους, παραγνωρίζει το γεγονός πως όχι μόνον ο τομέας συνολικά αλλά και ο ίδιος ο Freud είχε αφήσει πίσω του σε εκτεταμένη κλίμακα τα, αναγκαστικά απλά, σημεία εκκίνησης του. Ο Robert Olds, ένας νεοϋορκέζος ψυχαναλυτής, σε κάποια στιγμή συνέκρινε την κατάσταση του Freud με αυτή ενός γιατρού, ο οποίος έπρεπε να πραγματοποιήσει την πρώτη του επέμβαση σκωληκοειδίτιδας στον ίδιο του τον εαυτό, χωρίς αναισθησία και με την βοήθεια ενός καθρέφτη.

Όπως οι κριτικοί του έτσι και πολλοί ψυχαναλυτές, αν και σιωπηρά, προεξοφλούν μια εξίσωση ανάμεσα στον άνθρωπο Freud και στο έργο του. Φαίνεται κι αυτοί να πιστεύουν πως κάθε υποτίμηση του κύρους του ως προσωπικότητα, κάθε δυσφήμηση των πρώτων του θεωριών και τεχνικών, θέτει εν γένει σε αμφισβήτηση την εγκυρότητα της ψυχανάλυσης. Εδώ βρίσκεται επίσης ένας από τους λόγους για τους οποίους μέσα στην ψυχανάλυση υπάρχει μια ισχυρή τάση να εξιδανικεύεται ο Freud και η επιθυμία να προστατευτεί το έργο του από την κριτική που ασκείται. Μια διαδικασία που μερικές φορές προσδίδει στην ψυχανάλυση την αύρα μιας θρησκευτικής αίρεσης. Υπό αυτήν την έννοια οι γνήσιοι πιστοί και οι ριζοσπαστικοί αντίπαλοι αποτελούν κατοπτρικές απεικονίσεις ο ένας του άλλου, με αποτέλεσμα η ‘’συζήτηση’’ ανάμεσα τους να γίνεται στείρα.

‘Όταν οι ψυχαναλυτές εξιδανικεύουν τον Freud για να αποδείξουν την προσήλωση τους στην ψυχανάλυση, ή τις στιγμές που υπερασπίζονται δογματικά τις παραστάσεις που έχουν γι αυτήν – αντιφάσκουν ως προς τις δικές τους θεμελιώδεις παραδοχές. Όπως πίστευε ο ψυχαναλυτής και θεωρητικός της κοινωνίας Κορνήλιος Καστοριάδης, η ψυχανάλυση αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό κεφάλαιο του ‘’προτάγματος αυτονομίας’’, στο οποίο εμπεριέχεται το δικαίωμα να ‘’αμφισβητηθούν’’ όλες οι υφιστάμενες αξιολογήσεις και πεποιθήσεις. Σε αυτό το πρόταγμα ο Καστοριάδης βλέπει μια από τις θεμελιώδεις και σε υψηλό βαθμό ανταγωνιστικές τάσεις που προσδιορίζουν τις σύγχρονες δημοκρατικές – καπιταλιστικές κοινωνίες. Το ‘’προσχέδιο αυτονομίας ’’γεννήθηκε στην πορεία του 17ου και 18ου αιώνα με τον αγώνα ενάντια στην απολυταρχία και την θρησκεία και το οποίο βρήκε την συνέχεια του στους διάφορους χειραφετητικούς αγώνες της νεωτερικότητας: Στους αγώνες του εργατικού κινήματος, για τα δικαιώματα του ανθρώπου, των φοιτητών, των γυναικών και των ομοφυλοφίλων και των λεσβιών καθώς και στα αντικομουνιστικά κινήματα στο ανατολικό μπλοκ και στις επιδιώξεις της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας. Από την στιγμή που αναλήφθηκε το πρόταγμα της αυτονομίας δεν μπορούσαν πλέον να παραμένουν αλώβητες στην κριτική κανενός είδους ‘’παραστάσεις γύρω από την καταγωγή’’. Ακόμη και όταν αυτές εμφανίζονται καθαγιασμένες διαμέσου μυθικών προγόνων, τον θεό, τους φυσικούς νόμους ή την ιστορική αναγκαιότητα. Ακόμα και αυτές οι επικυρωτικές αρχές που τοποθετούνται εκείθεν του ανθρώπου δεν αναγνωρίζονται πλέον ως νόμιμες. ‘’Ως έντιμοι μικροί αγρότες σε αυτήν τη γη’’, όπως το διατύπωσε ο Freud, πρέπει οι άνδρες και οι γυναίκες να καθορίσουν με αυτόνομο τρόπο τα αξιώματα σύμφωνα με τα οποία επιθυμούν να οργανώσουν την ζωή τους, χωρίς να αναζητήσουν οποιαδήποτε μεταφυσικά ή θεολογικά στηρίγματα. Κι εδώ βρίσκεται μια από τις βαθύτερες σημασίες της δημοκρατίας.

Ως την άλλη βασική τάση των σύγχρονων κοινωνιών ο Καστοριάδης – του οποίου το έργο σταδιακά κερδίζει την προσοχή που του αξίζει και στις ΗΠΑ – ονόμασε το προσχέδιο μιας απεριόριστης επέκτασης της ‘’ορθολογικής’’ κυριαρχίας. Αυτή η ιστορική προοπτική της οποίας οι ρίζες βρίσκονται επίσης στον 17ο και 18ο αιώνα βασίζεται πάνω στην συγχώνευση της τεχνικής ορθολογικότητας με την εκκίνηση μιας χωρίς φραγμούς καπιταλιστικής οικονομίας. Αν η καπιταλιστική οικονομία προλειαίνει το έδαφος για μια δυναμική μιας δυνητικά απεριόριστης ανάπτυξης, παράλληλα η σύγχρονη επιστήμη θέτοντας ποσοτικά κριτήρια, καθιστά διαθέσιμη μια μορφή της ορθολογικοποίησης, η οποία επιβάλλεται αισθητά σε όλους τους τομείς της ζωής. Από την στιγμή που αυτό το παντοδύναμο ‘’πρόταγμα κυριαρχίας’’ τέθηκε σε λειτουργία, τα πάντα – ύλη και ανθρώπινη φύση, παραδόσεις και άλλες αξίες  – συνεισφέρουν στην ισχυροποίηση του. Και υποτάσσονται στην αύξηση της αποτελεσματικότητας, της παραγωγικότητας και του κέρδους.

Ο Καστοριάδης συναρτά την άνοδο του Μαρξισμού – Λενινισμού με το γεγονός πως το εργατικό κίνημα δεν είδε τον εαυτό του με επάρκεια στην προοπτική της αυτονομίας και της δημοκρατίας. Αντίθετα συμμετείχε στο προσχέδιο κυριαρχίας. Πράγμα που οδήγησε στην κοινή πίστη που μοιράστηκαν ‘’ο καπιταλισμός, ο φιλελευθερισμός αλλά και το κλασσικό επαναστατικό κίνημα’’ πως η τεχνολογική κυριαρχία από μόνη της αποτελεί το κλειδί για την χειραφέτηση και την ευμάρεια των ανθρώπων. Γενικεύοντας θα μπορούσαμε να πούμε πως η πολιτική κατάσταση επί του παρόντος στον δημοκρατικό, καπιταλιστικό κόσμο – καθορίζεται από την αντιπαράθεση αυτών των δύο βασικών τάσεων.

Θεωρητικά θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε την ψυχανάλυση, λαμβάνοντας υπόψη το απίστευτο εύρος των θεμάτων γύρω από τα οποία διερωτάται και προβληματίζεται, από την πλευρά του προτάγματος της αυτονομίας. Δεν υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να μας απαγορευθεί να σκεφτόμαστε με την έννοια του ταμπού, ανεξάρτητα από το αν αυτή η απαγόρευση προέρχεται από ιερείς, μουλάδες, ραβίνους, αξιωματούχους του κόμματος ή ακόμη και δασκάλους της ψυχανάλυσης. Αξιωματικά όλα είναι ανοιχτά στην βάση μιας μη λογοκριμένης έρευνας και αναζήτησης. Ο Καστοριάδης υπογραμμίζει πως το επίτευγμα του Freud, όπως και αυτό του Πλάτωνα, βρίσκεται στο ότι, με έναν μεθοδολογικά ριζοσπαστικό τρόπο, σκέφτηκαν πάνω στο νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης, ακόμη και όταν αυτή η επιδίωξη βρίσκεται στον αντίποδα της γενικότερης αυτοκατανόησης των ανθρώπων. Στην ιδανική εκδοχή της, στην ψυχανάλυση λαμβάνει χώρα μια διαδικασία ανοιχτής διερώτησης, μια διερώτηση που δεν διστάζει να αμφισβητήσει ακόμα και τις πιο αξιαγάπητες υποθέσεις και παραδοχές της ίδιας της ψυχανάλυσης.

Τόσο για τον Κορνήλιο Καστοριάδη όσο και για τον Jonathan Lear η παντοδυναμία αποτελεί το μεγαλύτερο ψυχικό εμπόδιο για την δημοκρατία. Και οι δυο τους επικαλούνται στην επιχειρηματολογία τους την εργασία του Freud “Τοτέμ και Ταμπού’’. Ένα έργο που γενικότερα θεωρείται ίσως το πιο αντιδραστικό έργο του πατέρα της ψυχανάλυσης. Συντηρητικοί ψυχαναλυτές στηρίζονται συχνά σε αυτό το έργο και στον μύθο μιας πρωτόγονης ορδής που υπάρχει μέσα σε αυτό για να καταλήξουν στο συμπέρασμα μιας αναγκαιότητας μιας αυταρχικής κοινωνικής διάταξης καθώς και στο μάταιο της εξέγερσης. Συγκεντρώνουν την προσοχή τους στον φόνο του πατέρα παραβλέποντας την σημασία της συμμαχίας ανάμεσα στα αδέλφια. Μια συμμαχία η οποία εμπεριέχει εν δυνάμει ένα δημοκρατικό μήνυμα. Αντίθετα και οι δύο αυτοί συγγραφείς διαβλέπουν σε αυτήν την συμμαχία την δυνατότητα επίτευξης μιας συνάρτησης ανάμεσα στην δημοκρατία και ταυτόχρονα την αποποίηση της παντοδυναμίας. Από την στιγμή που ο αρχέγονος πατέρας (Urvater), κάτοχος του απεριόριστου δικαιώματος να κατέχει σεξουαλικά όλες τις γυναίκες και να σκοτώνει κατά προτίμηση όλους αυτούς που του εναντιώνονται, απομακρύνεται, κι εδραιώνεται μια συμμαχία (ανάμεσα στους γιούς – αδελφούς) – δεν μπορεί πλέον κανένας να γίνει ξανά ο κάτοχος αυτής της παντοδύναμης θέσης, η οποία έκτοτε παραμένει κενή. Τα αδέλφια θα εξανάγκαζαν αυτόν που θα προσπαθούσε να σφετεριστεί αυτήν την θέση, να μοιραστεί μια κοινή μοίρα με αυτόν τον πατέρα που παραμερίστηκε. Από εδώ και στο εξής οι εκτός κέντρου ισότιμοι πολίτες είναι υποχρεωμένοι να επιλύουν τις συγκρούσεις τους μέσα από την οδό της διαπραγμάτευσης και να συναποφασίζουν. Η ιδιότητα του πολίτη, είναι αυτή που καθορίζει τους κανόνες για την διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων.

Θα ήταν απλοϊκό να πιστεύουμε πως θα μπορούσαμε να εξάγουμε άμεσα από την ψυχανάλυση ένα δημοκρατικό ή κάποιο άλλο πολιτικό πρόγραμμα. Ωστόσο θα μπορούσαμε να κρατήσουμε την τοποθέτηση πως ο πειρασμός του ολοκληρωτισμού βρίσκεται μέσα στην παρόρμηση να ξανακατασκευάσουμε την παντοδυναμία σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο. Η ψυχανάλυση υπενθυμίζει εμφατικά τους κινδύνους της παντοδυναμίας και με αυτόν τον τρόπο μετριάζει το αίσθημα του μεγαλείου κατασκευάζοντας ‘’μια κάποια ταπεινότητα’’ ενώπιον του ανορθολογικού στοιχείου – όπως το διατυπώνει ο Lear. Για αυτόν τον λόγο η ψυχανάλυση είναι απαραίτητη ως προς την ευδοκίμηση ενός αληθινά δημοκρατικού πολιτισμού.

Η αναγνώριση του ανορθολογικού στοιχείου στον άνθρωπο συνδέει την ψυχανάλυση με διαφορετικούς σύγχρονους τύπους κριτικής του διαφωτισμού. Ενώ όμως αυτές οι μορφές κριτικής ‘’τιμωρούν το ιδεώδες της δημοκρατίας με περιφρόνηση’’, αυτό η ψυχανάλυση δεν το συμμερίζεται. Ο Lear αναγνωρίζει στον Freud μια μοναδική σύνθεση της ρομαντικής σκέψης και του διαφωτισμού. Ο Freud αναπτύσσει – όπως τον διαβάζει ο Lear – έναν δρόμο, ‘’στον οποίο παίρνουμε στα σοβαρά την ανορθολογική φύση του ανθρώπου συμμετέχοντας στο ιδεώδες της δημοκρατίας’’. Και πράγματι η ψυχανάλυση θα μπορούσε να συνεισφέρει διαμέσου της ενεργής αντιπαράθεσης της με το ανορθολογικό στοιχείο και την επεξεργασία του, στην χάραξη ενός δρόμου εμβάθυνσης της οπτικής μας για την δημοκρατία. ‘Όπως παρατηρεί ο W. H. Auden στα σχόλια του για τον Freud, τα ‘’δημιουργήματα’’ της νύχτας θα μπορούσαν ‘’να υπηρετούν τον διαφωτισμό’’. Και τότε θα ήταν επίσης εφικτό να ξεπεραστούν οι περιορισμοί στους οποίους υπόκεινται τόσο η μεταμοντέρνα απόρριψη του δημοκρατικού ιδεώδους, όσο και η τυπολατρικά προσανατολισμένη, φιλελεύθερη υπεράσπιση του.

Παρά την χρήση της έννοιας ‘’ψυχαναλυτική τεχνική’’, η ψυχανάλυση δεν είναι ένα τεχνικό εγχείρημα. Σε άλλες κλινικές πρακτικές πέραν της ψυχανάλυσης ο θεραπευτής έχει μια ακριβή παράσταση γι αυτό που είναι ψυχικά υγιές και προσπαθεί μέσα από την εξειδικευμένη γνώση του να εφαρμόσει στην θεραπευτική σχέση την αντίληψη που έχει για το φυσιολογικό. Ο ασθενής εδώ, είναι στην ουσία παθητικός αποδέκτης της θεραπευτικής φροντίδας.

Σε αντίθεση ως προς αυτό, στην ψυχανάλυση ο στόχος βρίσκεται στην μέγιστη δυνατή διεύρυνση του δυναμικού αυτονομίας του ασθενούς. Η κλασσική ψυχανάλυση ακόμη και στο πρόσφατο παρελθόν δέχθηκε επιθέσεις θεωρούμενη ως ‘’ψυχολογία του ενός ατόμου’’. Ωστόσο η κατάκτηση του στόχου που προαναφέρθηκε (αυτονομία) απαιτεί την ενεργητικότητα και των δύο πλευρών. Εργάζονται μαζί για να αυξήσουν την ενεργητικότητα και την αυτονομία του ενός και όχι για να εντατικοποιήσουν την φροντίδα του θεραπευτή για τον παθητικό ασθενή. Το ‘’αδύνατο’’ ταλέντο του θεραπευτή ή της θεραπεύτριας βρίσκεται κατά τον Καστοριάδη – όμοια με έναν καλό δάσκαλο ή δασκάλα – στην ικανότητα τους ‘’να αναπτύξουν με τέτοιο τρόπο την εγγενή δραστηριότητα του υποκειμένου ώστε το ίδιο να είναι σε θέση να αποκομίζει τα οφέλη από αυτήν’’.

Ο Lear ήταν σε θέση να αντιπαρέλθει με επιτυχία τις κριτικές ενάντια στον Freud γιατί είπε τα πράγματα με το όνομα τους: Χαρακτήρισε την ψυχανάλυση ως την ‘’πρώτη θεραπεία η οποία επιδιώκει την ελευθερία και όχι κάποια παράσταση ευτυχίας’’.  Στην ανάλυση πρόκειται για την παροχή βοήθειας στον ασθενή ώστε αυτός να είναι σε θέση να προχωρήσει σε ένα επαρκές επίπεδο αυτονομίας. Μετά από αυτό ο ασθενής θα είναι σε θέση να προσδιορίσει την δική του εκδοχή για την ευτυχία. Μια τέτοια στάση απαιτεί – όπως το διατύπωσε ο πρόσφατα χαμένος θεωρητικός της ψυχανάλυσης Hans Loewald – «μια αντικειμενικότητα και ουδετερότητα, η οποία στην ουσία της στοιχειοθετείται από την αγάπη και τον σεβασμό για το άτομο και την ανάπτυξη του».

Δυστυχώς πολλοί αναλυτές αποδέχονται τα κριτήρια που προδιαγράφονται από το εθνικό ινστιτούτο για την ψυχική υγεία και τις ασφαλιστικές εταιρίες και τα οποία ισχυρίζονται πως η ψυχανάλυση είναι εξίσου αποτελεσματική με το ίδιο τρόπο που είναι άλλες μορφές θεραπείας ή η θεραπεία με ψυχοφάρμακα. Την γραφειοκρατία δεν την αφορά η αυτονομία αλλά η αποτελεσματικότητα και τα αποτελέσματα. Η προσπάθεια για αυτονομία είναι μια έντονα πολυέξοδη, ακριβή και μη κερδοφόρα υπόθεση. Ως προς αυτό ο Lear παρατηρεί:

«Είναι λάθος να πιστεύουμε πως η ψυχανάλυση και το Projac (Ladoz) είναι μόνον δύο διαφορετικά μέσα για την επίτευξη ενός κοινού σκοπού». Όταν οι ψυχαναλυτές αποδέχονται τα παραπάνω κριτήρια παραιτούνται από το πρόταγμα της αυτονομίας και οδεύουν προς την ήττα επιλέγοντας την πλευρά του ‘’προτάγματος της κυριαρχίας’’. Η ανάπτυξη ψυχοτρόπων φαρμάκων τα οποία κατέχουν μια αδιαμφισβήτητη θέση στον τομέα της άμεσης ανακούφισης από τον πόνο, αποτελούν αναμφίβολα ένα αποφασιστικό βήμα προόδου σε ότι αφορά την κυριάρχηση πάνω στην ανθρώπινη φύση. Όταν όμως οι ψυχαναλυτές δεν αντιστέκονται  και δεν αμύνονται με σφοδρότητα στις υπαγορευμένες από την γραφειοκρατία προϋποθέσεις, τότε δεν θα χάσουν μόνο αυτόν τον αγώνα αλλά και την ψυχή τους.

Η παροντική εχθρότητα κατά της ψυχανάλυσης δεν έχει μόνον εξωτερικές αιτίες. Το φροϋδικό κατεστημένο στις ΗΠΑ είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνο για πολλά αρνητικά που καταλογίζονται στην ψυχανάλυση. Οι πρώτοι ευρωπαίοι ψυχαναλυτές ήταν – όπως το διατύπωσε η Anna Freud – ‘’αντισυμβατικοί’’, ήταν αυτοί που αμφέβαλλαν, άνθρωποι που δεν συμβιβάζονταν με τα όρια της γνώσης, παράξενοι και ονειροπόλοι. Γνώριζαν τι σημαίνει να υποφέρει κανείς από την νεύρωση μέσα από την δική τους εμπειρία. Η μεταφύτευση της ψυχανάλυσης στις ΗΠΑ όμως, παρήγαγε μια νέα υποκατηγορία του Homo psychoanalyticus. Διαμέσου της ενσωμάτωσης της ανάλυσης στον τομέα της ιατρικής και την μετατροπή της σε ένα κανονικό επάγγελμα, το γόητρο της άγγιξε στην δεκαετία του 50 και του 60 το υψηλότερο σημείο του. Εκείνη την χρονική στιγμή ανέλαβαν το τιμόνι ‘’οι νηφάλιοι’’, αυτοί ‘’που ήταν καλά προετοιμασμένοι’’, εκείνοι ‘’που υπήρξαν αρκετά επιμελείς’’ και αυτοί που ‘’θέλησαν να βελτιώσουν τα επαγγελματικά τους επιτεύγματα’’. Με αυτόν τον τρόπο οι αναλυτές κατάφεραν να γίνουν μέλη μιας συμπαγούς πλειοψηφίας – στην οποία ο ιδρυτής της ψυχανάλυσης δεν θα ήθελε να ανήκει.

Πολύ συχνά η δημοφιλής κουλτούρα (popular culture) έφτιαξε μια καρικατούρα του σχιζοειδούς και σε νευρική υπερένταση ψυχαναλυτή των δεκαετιών του 50 και του 60. Ταυτόχρονα από άλλες πλευρές ασκήθηκε κριτική στον συντηρητισμό της μεταπολεμικής ψυχανάλυσης. Σε ότι αφορά αυτό το ζήτημα δεν θα ήθελα να μπω σε λεπτομέρειες αλλά κρατάω μόνο την διαπίστωση πως αυτή η συγκεκριμένη μορφή ψυχανάλυσης ήταν πολύ άκαμπτη για να είναι σε θέση να δώσει απαντήσεις σχετικές με τις πολιτισμικές μεταβολές. Η παροντική κρίση δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση αποτέλεσμα αυτής της αποτυχίας. Με την αντιαυταρχική στροφή της δεκαετίας του 60 δεν μπορούσε να γίνει πλέον αποδεκτή η αυταρχικότητα, η αλαζονεία και η στενομυαλιά – χαρακτηριστικά στοιχεία ενός μεγάλου τμήματος της αμερικανικής ψυχανάλυσης – ούτε στους υποψήφιους για εκπαίδευση αναλυτές ούτε στους ασθενείς και ούτε στην κοινή γνώμη. Όταν η οργανωμένη ψυχανάλυση το αναγνώρισε, είχε ήδη χάσει ένα μεγάλο μέρος από το κύρος της.

………………………….

Αναθεωρήσεις

Η εξάπλωση του γυναικείου κινήματος και η σύνδεση του με τα κινήματα των ομοφυλοφίλων και των λεσβιών, αποτέλεσε μέχρι εκείνη την χρονική στιγμή την μεγαλύτερη πρόκληση για την ψυχανάλυση και εκείνη την κρίσιμη εξέλιξη που οδήγησε στην πτώση των μετοχών της. Η στάση του Freud γύρω από το ζήτημα της γυναικείας ψυχολογίας και σεξουαλικότητας βρίθει από αντιφάσεις. Σήμερα είναι πλέον αδιαμφισβήτητο γεγονός πως οι αντιλήψεις του γύρω από τις γυναίκες αποτελεί το κομμάτι εκείνο του έργου του που το διαπερνούν περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο συμβατικές προκαταλήψεις. Με το να θέσει όμως στον εαυτό του το ρηξικέλευθο πρόβλημα της ‘’επιστημονικής’’ διερεύνησης της σεξουαλικότητας, δηλαδή μιας αναζήτησης πέραν των κοινωνικών στερεοτύπων – ήρθε σε ρήξη με την βικτωριανή κουλτούρα της εποχής του και άνοιξε τον δρόμο για τα σεξουαλικά κινήματα χειραφέτησης του 20ου αιώνα. Ως pater familias του 19ου αιώνα δεν ήταν βέβαια σε θέση να ζήσει στο πνεύμα του προβλήματος που ο ίδιος έθεσε στον εαυτό του.

Παρά και πέρα από τις προβληματικές του διατυπώσεις σχετικά με τις γυναίκες που βρίσκουμε μέσα στο έργο του, έθεσε σε λειτουργία μια διαδικασία η οποία οδήγησε άλλους συγγραφείς να προχωρήσουν πέρα από τις δικές του αμφίβολες προσπάθειες. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως ο σύγχρονος φεμινισμός μπορεί να ιδωθεί ως αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας. Στα τελευταία είκοσι χρόνια οδηγηθήκαμε σε  μια νέα και δημιουργική ανταλλαγή ανάμεσα σε φεμινισμό και ψυχανάλυση. Μια δημόσια συζήτηση και αντιπαράθεση που αναζωπυρώθηκε κυρίως μέσα από την πρόκληση που αντιπροσωπεύει ο φεμινισμός για την κλασσική ψυχανάλυση και στον τρόπο που αυτή βλέπει την γυναικεία ψυχολογία. Κι ενώ ο Freud μπήκε ακόμη μια φορά στο μικροσκόπιο με αυθαίρετα ιδεολογικό τρόπο – μερικές από τις σημαντικότερες φεμινίστριες είναι και οι ίδιες ψυχαναλύτριες. Έρχονται στο νου μου οι Jessica Benjamin, Nancy Chodorow και η Elisabeth Young-Breuhl.

Μέχρι πρόσφατα ο τρόπος με τον οποίο η αμερικανική ψυχαναλυτική ένωση συμπεριφέρθηκε στους ομοφυλόφιλους ήταν φρικτός. Ομοφυλόφιλοι συνάδελφοι αντιμετωπίστηκαν σαν παρείσακτοι και στην βάση της υποτιθέμενης ‘’χαρακτηρολογικής’’ τους διαταραχής αποκλείονταν από τους ψυχαναλυτικούς εκπαιδευτικούς θεσμούς. Ομοφυλόφιλοι ασθενείς ταξινομήθηκαν στην σφαίρα της παθολογίας με βάση την σεξουαλικής τους προτίμηση. Ως προς και αυτό το θέμα βρίσκουμε στον Freud αντιφατικές τοποθετήσεις. Από την μια πλευρά υπάρχει το διάσημο του γράμμα που έστειλε σε μια μητέρα η οποία ανησυχούσε για τον ομοφυλόφιλο γιο της. Ένα εντυπωσιακά για εκείνη την εποχή φωτισμένο και προοδευτικό κείμενο. Ο Freud ανακοινώνει σε αυτήν την μητέρα πως το να είσαι ομοφυλόφιλος δεν αποτελεί κάποιο μειονέκτημα καθώς και πως διάσημοι άνδρες στην ιστορία υπήρξαν ομοφυλόφιλοι. Ωστόσο θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει την θεωρία του σχετικά με την ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη, η οποία καταλήγει  στην (ετεροφυλόφιλη) γενετήσια φάση, για να δικαιώσει μια κανονιστική προσέγγιση και με αυτόν τον τρόπο να μετατρέψει την εξελικτική θεώρηση της ψυχανάλυσης σε ένα εργαλείο της συμβατικής ηθικής. Μέχρι πρότινος η αμερικανική ψυχαναλυτική ένωση έκανε αυτό ακριβώς. Για χρόνια έβλεπαν στις σεξουαλικές προτιμήσεις των ομοφυλόφιλων ένα πρόβλημα που έπρεπε να γιατρέψουν. Το 1992 όμως η ένωση πήρε αποστάσεις δημόσια από τον κοινωνικό αποκλεισμό των ομοφυλοφίλων και προσπάθησε με αξιοσημείωτο τρόπο να ομολογήσει προηγούμενα λάθη της και να τα διορθώσει (επανορθώσει). Όπως και το ζήτημα της ψυχολογίας της γυναίκας, η σημασία της ομοφυλοφιλίας για την ψυχανάλυση αποτελεί σήμερα ένα αντικείμενο ζωτικών και χωρίς επιφυλάξεις διεξαγόμενων αντιπαραθέσεων. Παραμένει βέβαια ανοικτό να δούμε αν θα γίνει εφικτό να αναθεωρηθεί η εικόνα της ψυχανάλυσης ως προπύργιο ομοφοβικής προκατάληψης.

Από την δεκαετία του 60 βιώνουμε μια μαζική κριτική της ψυχανάλυσης προερχόμενη από την πλευρά του θετικιστικού επιστημονικού μοντέλου. Πέρα από μερικές εξαιρέσεις διαπιστώνουμε μια παραίτηση από την δυνατότητα μιας αυστηρά επιστημονικής υπεράσπισης της ψυχανάλυσης. Η ψυχανάλυση δεν μπόρεσε – πράγμα που εν μέρει συναρτάται με την εχθρότητα του Freud έναντι της φιλοσοφίας – να επιτύχει κάποια άλλη μεθοδολογική αυτοπαρουσίαση. Όπως και σε πολλούς άλλους τομείς η απόρριψη του θετικισμού οδήγησε σε έναν συγκεχυμένο ερμηνευτικό ή μετανεωτερικό σχετικισμό. Ακόμη και στην περίπτωση που αυτές οι προσεγγίσεις μοιάζουν ίσως πιο ανθρώπινες, είναι επιβαρυμένες με θεωρητικές δυσκολίες. Όπως και στην περίπτωση άλλων κρίσεων, η σημερινή αναστάτωση στον τομέα της ψυχανάλυσης εμπεριέχει κάποιες εξελικτικές δυνατότητες. Η δίνη, μαζί με άλλους λόγους, είναι το αποτέλεσμα της κατάρρευσης ενός για μεγάλο διάστημα έγκυρου και σχετικά παγιωμένου διανοητικού κι επαγγελματικού παραδείγματος. Η κυρίαρχη σύγχυση φέρει μέσα της την ευκαιρία να τα ξανασκεφτούμε όλα εκ νέου. Έτσι ο Fred Pine, ένας έγκριτος βετεράνος της ψυχαναλυτικής σκηνής, δηλώνει πως δεν υπήρξαν σοβαρές συζητήσεις γύρω από θεμελιώδη ζητήματα από την δεκαετία του 20 και μετά. Η ψυχανάλυση έχει ανάγκη από μια θαρραλέα διανοητική στάση για να κερδίσει εκ νέου την ζωτικότητα της και να ξεπεράσει δημιουργικά την κρίση της.

Αν επιθυμεί να προσελκύσει τα καλύτερα μυαλά των μελλοντικών γενεών οφείλει να τοποθετηθεί  ξεκάθαρα στο πλευρό των χειραφετητικών κινημάτων της νεωτερικότητας. Πρέπει επίσης να αποσυνδεθεί από τα σημεία αναφοράς  ‘’αξιοσέβαστων’’ αρχών όπως του πατέρα και του δικαστή, της οικογένειας και του νόμου – μη θέτοντας τον εαυτό της στην υπηρεσία της τάξης, της αυθεντίας και της τιμωρίας (Derrida).

Σε σχέση με την κλινική της πρακτική οι ψυχαναλυτές οφείλουν να μην βλέπουν πλέον αυτό που κάνουν ως μια ανάμεσα σε άλλες θεραπευτική παρέμβαση, αλλά να επιμείνουν στο ότι έχουν να προσφέρουν κάτι μοναδικό. Δηλαδή αυτονομία. Επίσης πρέπει να παραιτηθούν από τις μεθοδολογικές προσπάθειες που κάνουν να συλλαμβάνουν και να νομιμοποιούν την επιστήμη τους, μεταφράζοντας την σε έννοιες άλλων τομέων, κυρίως αυτών της φυσικής και της ιατρικής. Αντίθετα η ψυχανάλυση πρέπει να διακινδυνεύσει την εξήγηση και δικαίωση της ως ένα θεωρητικό και πρακτικό εγχείρημα sui generis (μοναδικό). Το οποίο συνδέει στοιχεία των θετικών επιστημών, της φιλοσοφίας, της ιατρικής, της θρησκείας και των παραδοσιακών θεραπευτικών μεθόδων. Μόνον τότε θα μπορέσει ο δεύτερος αιώνας της ύπαρξης της να γίνει τόσο δημιουργικός όσο ο πρώτος.

 

Απόδοση από την γερμανική γλώσσα, Σκαρπίδης Κώστας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ