Θεωρίες συνωμοσίας και οι υποστηρικτές τους

 In ΚΕΙΜΕΝΑ

published online 21 October 2020. Forum der Psychoanalyse – Springer Medizin Verlag

Jürgen Körner

Verschwörungstheorie und ihre AnhängerConspiracy theories and their supporters

Abstract

Στην επίκαιρη συζήτηση  – η οποία διεξάγεται με ένταση – σχετικά με το ζήτημα της πανδημίας και των συνεπειών της, συμμετέχουν αρκετοί πολίτες, οι οποίοι εκφράζουν την δυσπιστία τους ενώπιον των διατυπώσεων και ισχυρισμών από πολιτικούς κι επιστήμονες. Οι πολίτες αυτοί ισχυρίζονται ότι ο ιός εξαπλώθηκε από κακεντρεχή άτομα ή εχθρικές δυνάμεις με κακές προθέσεις, στην βάση των οποίων βρίσκονται εγωιστικά συμφέροντα. Τέτοιου είδους θεωρίες συνωμοσίας εξαπλώνονται πάντα, όταν οι άνθρωποι ερχόμενοι αντιμέτωποι με γεγονότα που τους ξαφνιάζουν και τους προκαλούν φόβο – οπότε, καλούνται να τα επεξεργαστούν.

Η δημοσίευση αυτή φιλοδοξεί να δώσει μια σφαιρική εικόνα της ιστορίας των θεωριών συνωμοσίας και να διερευνήσει το ερώτημα ποια πρόσωπα και για ποιους λόγους έχουν την τάση να έλκονται από αυτές τις θεωρίες. Στην βάση μιας ψυχοδυναμικής θεώρησης, πρόκειται για ανθρώπους, οι οποίοι εν μέρει εξαιτίας ασυνείδητων κινήτρων, έχουν την τάση να καταλογίζουν εχθρικές προθέσεις σε άλλους. Οι άνθρωποι αυτοί αισθάνονται ότι πρέπει να αμυνθούν, ακόμη και με την βία. Μέσα από παράλληλες διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα σε συγκρουσιακές ψυχοθεραπευτικές καταστάσεις – αναδύονται μερικές πρώτες προτάσεις για την αντιμετώπιση των οπαδών μιας θεωρίας συνωμοσίας.

[Σ.τ.μ. Η χρήση της λέξης υποστηρικτής θεωριών συνωμοσίας αναφέρεται σε ανθρώπους που εμφορούνται από μια εκτεταμένα άκαμπτη βεβαιότητα ως προς το αληθές της ’’υπόθεσης’’ που υπερασπίζονται. Οι εξωστρεφείς, ρητές διατυπώσεις, η συνολική ένταση πάνω στην διχοτόμηση καλού/κακού, ευνοικού/απειλητικού – φέρουν κάτι από τα πάθη του ζηλωτή μιας ακόμη συντηρητικής πρωτοπορείας κι επαναφέρουν θρησκευτικού τύπου εμπειρίες. Επί του παρόντος οι θεωρίες συνωμοσίας μοιάζει να τέμνουν τον άξονα που ορίζει η γενικευμένη καχυποψία και η διευρυμένη κρίση εμπιστοσύνης.

Ο συγγραφέας αυτής της μονογραφίας παίρνει την σκυτάλη από την αναγνώριση του παρανοειδούς στοιχείου ως μια διάσταση του ανθρώπινου. Μας αφηγείται τι έμαθε από τους παραβατικούς εφήβους που συνεργάστηκε ως ψυχοθεραπευτής τους. Μας μιλάει για τα προβλήματα αυτονομίας και αυτοεκτίμησης κάποιων πελατών του. Όμως τι είναι αυτό που μπορεί να απειλείται στον πολιτισμό μας από την υποτιθέμενη εξάπλωση των θεωριών συνωμοσίας στον πληθυσμό;]

{key words: πρωταρχική εμπιστοσύνη, αμφιβολία, προβολή, παρανοειδές, proactiv, εσωτερισμός, αρχή της πραγματικότητας}

Εκτεταμένο απόσπασμα

Πολλαπλότητα των θεωριών συνωμοσίας 

Η παγκόσμια κρίση που πυροδότησε ο κορωνοιός προκάλεσε μια σειρά από μερικούς παράξενους ισχυρισμούς που αναφέρονται σε αυτόν ή αυτούς που την προκάλεσαν (Nocum and Lamberty 2020). Σύμφωνα με αυτές τις απόψεις, ο Bill Gates πρωτοστάτησε στην δημιουργία του ιού, με σκοπό να μειωθεί παγκοσμίως ο ανθρώπινος πληθυσμός και ταυτόχρονα να κερδοσκοπήσει εκμεταλλευόμενος τους εμβολιασμούς που θα ακολουθήσουν. Με αυτό τον τρόπο δίνεται επίσης η δυνατότητα να εμφυτευτούν στα σώματα μικρό-επεξεργαστές ώστε να ελέγχεται η ανθρωπότητα.

Στους κύκλους του εσωτερισμού (New Age, ανατολικές πρακτικές) κυκλοφορεί ευρέως μια φαντασίωση που υποδηλώνει ότι η πανδημία έχει ως στόχο να συγκαλύψει τις επιδράσεις της 5G τεχνολογίας και πως ο ιός προέκυψε γιατί η άνθρωποι στη Wuhan της Κίνας εκτέθηκαν στις επικίνδυνες συχνότητες που συμβαδίζουν με αυτήν την τεχνολογία. Ο Ιρανός πολιτικός ηγέτης Ayatollah Chamenei διατύπωσε την άποψη πως σε ό,τι αφορά τον ιό, πρόκειται για μια επίθεση με βιολογικά όπλα ενάντια στην χώρα του.
Αυτού του είδους οι υποθέσεις και εικασίες που οδηγούν συχνά στο συμπέρασμα ότι κάποιοι κακοπροαίρετοι άνθρωποι ή ομάδες, προκαλούν με πρόθεση καταστροφικά γεγονότα, τα οποία είναι υπεύθυνα για συνακόλουθες βλάβες στους ανθρώπους – ονομάζονται θεωρίες συνωμοσίας.

Ας θυμηθούμε μερικές:

Α. Η επίθεση στο παγκόσμιο κέντρο εμπορίου (World Trade Center) στις 11/9 το 2001 σκηνοθετήθηκε από την αμερικανική κυβέρνηση, ως πρόσχημα για να επιτεθεί στο Ιράκ και να διασφαλίσει τα αποθέματα πετρελαίου της χώρας για λογαριασμό της.

Β. Οι Ηνωμένες Πολιτείες κατασκεύασαν τον ιό HIV με σκοπό να μειώσουν τον πληθυσμό της Αφρικής.

Γ. Το τσουνάμι στην νοτιοανατολική Ασία τον Δεκέμβρη του 2004 που είχε ως συνέπεια 300.000 νεκρούς προκλήθηκε από μια ατομική βόμβα που πυροδότησαν Εβραίοι και Αμερικανοί. Ως απόδειξη γι αυτόν τον ισχυρισμό προβάλλεται το υποτιθέμενο γεγονός μιας έγκαιρης εγκατάλειψης της χώρας από 40.000 ισραηλινούς τουρίστες.

Δ. Η επιβίβαση του ανθρώπου στο φεγγάρι κινηματογραφήθηκε στην γη και διαδόθηκε ως ψευδές γεγονός από την NASA.

Οι θεωρίες συνωμοσίας δεν προσφέρουν μόνο ένα κίνητρο και μια δικαιολογία για βίαιες πράξεις

που τελούνται από βαριά ψυχικά ασθενείς.  Μια έρευνα του ιδρύματος Friedrich Ebert αποκαλύπτει έναν σημαντικό συσχετισμό ανάμεσα σε θεωρίες συνωμοσίας και την προδιάθεση για βιαιοπραγίες από την πλευρά των υποστηρικτών τους (Zick 2019) Σε αυτόν το συσχετισμό είναι προσανατολισμένη και η παρούσα δημοσίευση:

Για ποιους λόγους προστρέχουν οι άνθρωποι σε θεωρίες συνωμοσίας; Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορούν να γίνουν επικίνδυνοι για άλλους; Και τέλος, ποια μπορεί να είναι η συνεισφορά των κλινικών μας εμπειριών στην απάντηση αυτών των ερωτημάτων; Και σε ποιο βαθμό μας προσφέρουν κάποιες ενδείξεις για δυνατότητες παρέμβασης εκτός του θεραπευτικού πεδίου; 

Ιστορία των θεωριών συνωμοσίας

Ένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικό παράδειγμα για μια πρώιμη και βαρυσήμαντη θεωρία συνωμοσίας προκλήθηκε από την επιδημία πανώλης στην Ευρώπη της περιόδου 1346-1353. Μέσα σε λίγα χρόνια προκάλεσε τον θάνατο 25.000.000 ανθρώπων. Αυτός ο αριθμός αποτελούσε εκείνη την περίοδο το 30% του πληθυσμού. Αυτοί που επιβίωσαν ζούσαν σε μεγάλο φόβο γιατί η αιτία της ασθένειας (μικροβιακή μόλυνση) και οι τρόποι μετάδοσης (δαγκώματα από ψύλλους που έφεραν τα τρωκτικά και μικρό-σταγονίδια που μετέφεραν την μόλυνση από άνθρωπο σε άνθρωπο) – ήταν ακόμη άγνωστοι.

Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα – σημαντικών γεγονότων από συναισθηματική άποψη, πυροδοτούν μέχρι σήμερα θεωρίες συνωμοσίας.

α. Το συμβάν προκαλεί αίσθηση απειλής και φόβου και..

β. Παραμένει ανεξήγητο γιατί οι αιτίες που το προκάλεσαν, αυτοί που το δημιούργησαν, δεν μπορούν να αναγνωριστούν (ταυτοποιηθούν) ως τέτοιοι.

Οι θεωρίες συνωμοσίας αναζητούν τους ενόχους, τις σκοτεινές δυνάμεις, οι οποίες προκαλούν 

δυστυχία για να εξυπηρετήσουν ιδιoτελή συμφέροντα. Στην περίπτωση του μεγάλου λοιμού ενοχοποιήθηκαν περισσότερο από όλους οι Εβραίοι. Ήταν υποτίθεται αυτοί που δηλητηρίαζαν τις πηγές του νερού. Ήταν ύποπτοι γιατί ως ’’περιούσιος’’ λαός, υποτίθεται ότι κατανοούσαν κι αναπαριστούσαν τον εαυτό τους ως κάποιον που επιδιώκει την παγκόσμια κυριαρχία.

Η υπόθεση ότι οι Εβραίοι στον Μεσαίωνα προκάλεσαν τον ‘’μαύρο θάνατο’’ αποτέλεσε στην Ευρώπη μέχρι το ξεκίνημα των Νέων χρόνων, μοναδική περίπτωση εξάπλωσης μιας θεωρίας συνωμοσίας. Η διασπορά αυτής της φαντασίωσης δεν ήταν βέβαια χωρίς συνέπειες. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να διακρίνουμε την καταδίωξη των Εβραίων από αυτή των μαγισσών, η οποία έφτασε στην κορύφωση της στον 16ο και 17ο αιώνα. Χιλιάδες άνθρωποι, στην πλειοψηφία τους γυναίκες, ήταν τα θύματα αυτής της ιστορίας.

Οι μάγισσες, σε αντίθεση με τους αποδέκτες των θεωριών συνωμοσίας, κυνηγήθηκαν ως μεμονωμένα πρόσωπα. Εξυπηρέτησαν ως αποδιοπομπαίοι τράγοι τον εξορκισμό από τα δεινά της μοίρας που χτύπησε πρόσωπα ή οικογένειες.

Αντίθετα, οι θεωρίες συνωμοσίας εναντιώνονται και στοχεύουν (όπως και στο παρελθόν)  – κατά κανόνα – ισχυρούς ανθρώπους ή ομάδες. Από αυτά τα πρόσωπα αναμένεται στο μέλλον να δράσουν κακοπροαίρετα και γι αυτό το λόγο πρέπει να εμποδιστούν στο να πετύχουν τους στόχους τους. Ενδεχομένως να υπάρχει ομοιότητα στα κίνητρα. Όμως στην μια περίπτωση αναδεικνύουν την προτροπή σε έναν τρόπο σκέψης, ενώ στην άλλη πρόκειται για την αναζήτηση ενός αποδιοπομπαίου τράγου ως αποζημίωση για προσωπική κακοτυχία.

Είναι ενδιαφέρον το ότι στην περίοδο του ‘’σκοτεινού Μεσαίωνα’’ υπήρξαν ελάχιστες θεωρίες συνωμοσίας – με εξαίρεση αυτών στην περίοδο της πανώλης. Οι θεωρίες συνωμοσίας εμφανίζονται στο προσκήνιο με την έλευση του Διαφωτισμού. Αυτό είναι ένα εύρημα που θα έπρεπε να μας εκπλήσσει, αναλογιζόμενοι ότι οι άνθρωποι ξεκίνησαν να πιστεύουν ότι τα αινίγματα της φύσης και τα προβλήματα της συνύπαρξης τους – θα μπορούσαν να επιλυθούν με ορθολογικά μέσα.

Όμως αντί αυτού, επέστρεψαν σε πρωτόγονες εξηγήσεις και μονόπλευρους καταλογισμούς, αποδίδοντας εχθρικά κίνητρα πίσω από ανεξήγητα και επιβαρυντικά συμβάντα.

Στο Μεσαίωνα οι φυσικές καταστροφές και οι επιδημίες ερμηνεύονταν περισσότερο ως θεϊκή τιμωρία ή τουλάχιστο ως συνέπεια θεϊκής βούλησης, πράγμα που ήταν αδύνατο να αμφισβητηθεί από τους ανθρώπους.

Στον 11ο αιώνα το οικονομικό/κοινωνικό υπόβαθρο προσδιορίζεται από τον καταμερισμό της εργασίας που συμβαδίζει με τη εκκίνηση ενός ρεύματος εξατομίκευσης. Αυξανόμενη αυτοσυνείδηση και αναστοχασμός οδηγούν σε μια αυτό-κατανόηση του ανθρώπου, ως κάποιου που είναι σε θέση να πράττει και να δημιουργεί την ιστορία του σκεπτόμενος και στην βάση των δικών του προθέσεων.

Το τίμημα γι αυτήν την ελευθερία της πράξης ήταν η διεύρυνση της συνείδησης σε ότι αφορά  την δική του υπευθυνότητα και μαζί με αυτό της ενοχής ενώπιον των συνεπειών των πράξεων του. Οι άνθρωποι σταδιακά δεν επιθυμούν πλέον να πιστεύουν σε συμπτώσεις.

Η προσωπική κακοτυχία οδηγεί αναπόφευκτα στο ερώτημα για το ποιος θα μπορούσε να είναι υπεύθυνος γι αυτήν.

Η αυξανόμενη κατανόηση για την σημασία της πρόθεσης στο ανθρώπινο πράττειν, οδηγεί στην υπόθεση ότι ένα ξαφνικό γεγονός, το οποίο μου προκάλεσε βλάβες – ήταν αποτέλεσμα της επιθυμίας κάποιου άλλου και προκλήθηκε από αυτόν συνειδητά.

Στην εποχή του Διαφωτισμού και ιδιαίτερα όταν επρόκειτο για ανεξήγητα γεγονότα, προέκυψε ένα κενό στην στοιχειοθέτηση και κατανόηση τους. Ποιος το θέλησε; (Σε ποιον χρησιμεύει, ποιος αντλεί πλεονεκτήματα από αυτό;).  Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για επιβαρυντικά γεγονότα όπως επιδημίες, ανομβρία, μικρή σοδειά, καταστάσεις πείνας, πολέμους – οι θρησκευτικές απαντήσεις είναι όλο και λιγότερο επαρκείς ως προς το ξεπέρασμα αυτών των καταστάσεων.

Η απόδοση αυτών των γεγονότων σε μια ανεξήγητη θεϊκή βούληση υποχωρεί, δίνοντας την θέση της σε ξένες σκοτεινές δυνάμεις. Όσο πιο επιβαρυντικά είναι τα γεγονότα, τόσο γίνεται δυσκολότερο να εξηγηθούν ως αποτελέσματα της τύχης:

“ Οι θεοί αποδομήθηκαν. Όμως την θέση τους παίρνουν τώρα κακοί άνδρες ή ανίερες συμμαχίες που αποτελούν δυσοίωνες ομάδες εξουσίας. Για όλα τα δεινά φέρουν αυτοί την ευθύνη γιατί αυτές είναι οι προθέσεις τους. Οι Σοφοί της Σιών, οι καπιταλιστές, τα μονοπώλια και οι ιμπεριαλιστές’’(Popper 1945, 2003 S.112).

Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους στην περίοδο του Διαφωτισμού έλαμψαν οι θεωρίες συνωμοσίας (Butter 2018, S. 143).

                                             Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται

 Με αυτόν τον τρόπο η Τύχη και το Χάος μπορούσαν να αποκλειστούν ως γενεσιουργές αιτίες και ταυτόχρονα να ισχυροποιηθεί η ταυτότητα της ομάδας αναφοράς καθώς και η αναγνώριση των εχθρών.

Ο Karl Popper είναι αυτός που έδωσε στην έννοια ‘‘θεωρία συνωμοσίας’’την σημασία που έχει για εμάς σήμερα. Βλέπει σε αυτήν ένα ’’τυπικό αποτέλεσμα της εκκοσμίκευσης θρησκευτικών δοξασιών’’ (Popper 1945/1992). Γι αυτόν οι θεωρίες συνωμοσίας είναι μια συνέπεια, ένα προϊόν του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε – μια διαλεκτική του αντίφαση. Η εργαλειακή ορθολογικότητα του ανθρώπου κατέστησε δυνατή την αυξανόμενη κυριαρχία του πάνω στο φυσικό περιβάλλον. Όμως απέτυχε να κάνει το ίδιο στην σχέση του με τον εαυτό του προσκρούοντας στο μη υπολογίσιμο της ασυνείδητης φύσης του.

Επομένως δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει ότι οι θεωρίες συνωμοσίας που εξαπλώθηκαν τον 18ο αιώνα στην κεντρική Ευρώπη, εναντιώθηκαν σε ομάδες, οι οποίες ακολουθούσαν με αφοσίωση τις ιδέες του Διαφωτισμού: εναντίον των ελευθερό-τεκτόνων, ένα κοσμοπολίτικο και ανθρωπιστικό κίνημα αγγλοσαξονικής προέλευσης και των πεφωτισμένων, μια ένωση ριζοσπαστικών διαφωτιστών, οι οποίοι ακολουθούσαν το ιδεώδες ενός κράτους που εμφορείται από τον ορθό Λόγο και την ηθική (Benz 2019).

Ήδη από το 1786 οι ομάδες αυτές απαγορεύτηκαν λόγω της πίεσης που άσκησε η καθολική εκκλησία. Αν και επίσημα σε καθεστώς απαγόρευσης, οι πεφωτισμένοι (Illuminate) θεωρούνταν ως υπαίτιοι ανατρεπτικών κινημάτων. Τους καταλογίστηκε για παράδειγμα η συνδρομή τους στην γαλλική επανάσταση και ιδιαίτερα στην καθοδήγηση των Ιακωβίνων.

Οι αντισημιτικές θεωρίες συνωμοσίας εξαπλώνονται εκ νέου προς το τέλος του 19ου αιώνα. Ο Hermann Goedsche, συγγραφέας τετριμμένων μυθιστορημάτων, περιγράφει με το ψευδώνυμο

Sir John Rartcliff – στο μυθιστόρημα του Biarritz – μια σκηνή, η οποία διαδραματίζεται νύχτα σε ένα νεκροταφείο στην Πράγα. Το συμβούλιο των Εβραίων που αποτελείται από εκπροσώπους των δώδεκα εβραϊκών φυλών, πραγματοποιεί εκεί μια συνάντηση για να σχεδιάσει τους τρόπους ανάληψης της παγκόσμιας κυριαρχίας. Με δύο τρόπους κυρίως: αφενός με την συγκέντρωση τεράστιων ποσοτήτων χρυσού, αφετέρου ελέγχοντας τον Τύπο. Το ενδιαφέρον στοιχείο εδώ είναι ότι αυτή η εβραϊκή παγκόσμια κυριαρχία προκαλείται με την βοήθεια του φιλελευθερισμού και της 

δημοκρατίας  (Benz 2019).

Σήμερα οι θεωρίες συνωμοσίας υποθέτουν εντελώς το αντίθετο, δηλαδή την δράση πολύ αυταρχικών και αντιδημοκρατικών δυνάμεων.

Το αντισημιτικό κείμενο σχετικά με την υποτιθέμενη συνωμοσία του ανώτατου συμβουλίου των Εβραίων  – τα πρωτόκολλα των σοφών της Σιών – γνώρισε πολλές επανεκδόσεις κι έγινε  επανειλημμένα αντικείμενο λογοκλοπής. Για παράδειγμα τα κείμενα χρησιμοποιήθηκαν ως πρόσχημα από το τσαρικό καθεστώς για την δικαιολόγηση των πογκρόμ και των διώξεων το 1904.  Οι εβραϊκοί πληθυσμοί θεωρήθηκαν – με την βοήθεια αυτού του κειμένου – ως υπεύθυνοι για τις άθλιες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν στη χώρα.

Ο εθνικοσοσιαλιστές προώθησαν εμφατικά την δημοσίευση των πρωτοκόλλων, τα οποία γνώρισαν πολλαπλές επανεκδόσεις. Ο Χίτλερ αναφερόταν συχνά σε αυτά και ο Rosenberg δημοσίευσε το 1923 ’’τα πρωτόκολλα των σοφών της Σιών και η εβραϊκή παγκόσμια πολιτική’’. Το έργο επανεκδόθηκε δέκα φορές μέχρι το 1933. Η πρωτότυπη έκδοση ανακινείται και σήμερα και μέχρι στιγμής έχουμε έξι επανεκδόσεις από τον εκδοτικό οίκο της Λειψίας’’Der Schelm’’.

Στην περίοδο του εθνικοσοσιαλισμού, η πεποίθηση ότι οι Εβραίοι συνωμοτούσαν δεν ήταν μια θεωρία συνωμοσίας μιας μειονότητας, αλλά η επίσημη κρατική ιδεολογία.

Προστάτευσε τον τίμιο έμπορο της Βιέννης

Τα πρωτόκολλα της Σιών παραμένουν μέχρι σήμερα ζωντανά, τα βρίσκουμε για παράδειγμα στη Χάρτα της μουσουλμανικής Χαμάς. Σε πολλά μέρη του μουσουλμανικού κόσμου ισχύουν ως απόδειξη για την επιδίωξη των Εβραίων για παγκόσμια κυριαρχία. Προκαλούν επίσης έντονο ενδιαφέρουν σε κύκλους ’’εσωτερισμού’’ (Esoterik) καθώς και σε ακροδεξιά περιβάλλοντα.

………….

Η προσωπικότητα των υποστηρικτών μιας θεωρίας συνωμοσίας σε μακρό-προοπτική.

Το παράδειγμα με το πρόσφατο σκάνδαλο που αφορά στις εκπομπές καυσαερίων – η χειραγώγηση των τιμών των εκπομπών από την αυτοκινητοβιομηχανία – έδειξε ότι είναι θεμιτός ένας βαθμός δυσπιστίας απέναντι σε ομάδες οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων. Αλλά ποιος είναι ο κατάλληλος βαθμός δυσπιστίας;

Πόσο έχει νόημα η αμφιβολία, ακριβώς στην εποχή μας, στην οποία κατακλυζόμαστε από πληροφορίες. Και σε ποιο σημείο η δυσπιστία περνάει την κόκκινη γραμμή και οδηγείται στην συνωμοσιολογία; Ας σταθούμε στο μεμονωμένο άτομο: Από πότε οδηγεί η τάση αυτού του προσώπου για συνωμοσιολογία, σε μια καθήλωση του σε συγκεκριμένα παρανοϊκά ερμηνευτικά σχήματα ώστε να αποτελεί ενδεχομένως και μια απειλή για άλλους ανθρώπους;

Από την μια πλευρά υπάρχει η ευκολόπιστη στάση κάποιων πολιτών στην Αμερική, οι οποίοι πήραν στα στα σοβαρά την αλλόκοτη πρόταση του προέδρου Τραμ να εμβολιαστούν ή να κάνουν γαργάρες με απολυμαντικά υγρά για να καταπολεμήσουν τον κορωνοιό, με αποτέλεσμα κάποιοι από αυτούς να χάσουν την ζωή τους.

Από την άλλη πλευρά βρίσκουμε αρκετά παραδείγματα μιας υφιστάμενης δυσπιστίας με την οποία πολίτες στην Γερμανία αντιδρούν σε διοικητικές – γραφειοκρατικές ρυθμίσεις.

                          Πως καθορίζουν την σκέψη μας οι θεωρίες συνωμοσίας

Ποιο είναι το κοινό χαρακτηριστικό στην προσωπικότητα των υποστηρικτών μιας θεωρίας συνωμοσίας; Υπάρχουν μερικά σημεία τα οποία ξεπερνούν τις ατομικές ιδιαιτερότητες και διαφορές. Από μία μετά-προοπτική:

Α. Οι υποστηρικτές ενός συνωμοσιολογικού σεναρίου έχουν την τάση να δίνουν σημασία σε άνευ νοήματος διατυπώσεις – περισσότερο από άλλους ανθρώπους.

Β. Τείνουν να μειώνουν την πολυπλοκότητα της κοινωνικής πραγματικότητας και τονίζουν ιδιαίτερα την αντίθεση του Καλού και του Κακού.

Γ. Αναζητούν την εγγύτητα με ανθρώπους που σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο με αυτούς και περιμένουν την αναγνώριση από τους ομοϊδεάτες τους. Αποκόπτονται από τους υπόλοιπους άλλους που σκέφτονται διαφορετικά.

Δ. Μπορούν να αισθάνονται κάποια υπεροχή στο βαθμό που πιστεύουν ότι γνωρίζουν αυτό που οι άλλοι, τα πρόβατα – δεν μπορούν ακόμη να δουν.

Ε. Διασφαλίζουν τις απόκοσμες θεωρήσεις τους, με το να ερμηνεύουν τις ίδιες τις αντιφάσεις ως αποδείξεις.

ΣΤ. Μια κριτική διατύπωση η οποία τους παραπέμπει στην μη δημοφιλία των απόψεων τους, δείχνει να τους κολακεύει. Γιατί αυτοί ως άνθρωποι έχουν προφανώς το θάρρος να κατανοούν και να κολυμπούν ενάντια στο ρεύμα.

Το πόσο διαδεδομένες είναι οι θεωρίες συνωμοσίας στην Γερμανία αποκρυσταλλώνεται  στην έρευνα της Friedrich-Ebert Foundation από το έτος 2018/2019. Σε κάθε περίπτωση 45,7% των ερωτηθέντων πίστευαν ότι ισχυροί, κρυφοί οργανισμοί ασκούν τεράστια επιρροή σε πολιτικές αποφάσεις. Ένα 32,7% πίστευαν ότι πολιτικοί καθώς και άλλες ηγετικές προσωπικότητες δεν είναι παρά μαριονέτες άλλων δυνάμεων που κρύβονται πίσω τους.

Οι διαφορές σε ότι αφορά την ηλικιακή κατανομή των ανθρώπων που είναι επιρρεπείς σε θεωρίες συνωμοσίας είναι μάλλον αμελητέες. Όμως αποκτούν κάποια σημασία όταν διερευνούνται οι συσχετισμοί με γνώμονα το επίπεδο εκπαίδευσης. Όσο ανεβαίνει το τυπικό επίπεδο μόρφωσης μειώνεται η συγκατάθεση προς ακροδεξιές και συνωμοσιολογικές στάσεις και απόψεις.
Η υπόθεση ωστόσο ότι η ροπή προς τα συνωμοσιολογικά σενάρια μπορεί να εξηγηθεί μέσω γνωσιακών ελλειμμάτων, δηλαδή ως προσπάθεια να εξηγηθεί μια πολύπλοκη πραγματικότητα με ανεπαρκή μέσα – δεν επαληθεύτηκε ερευνητικά.

Ωστόσο μέσα από τα στοιχεία επιβεβαιώθηκε η υπόθεση ότι οι ακόλουθοι των θεωριών συνωμοσίας προσπαθούν να αντισταθμίσουν ένα βίωμααπώλειας ελέγχου (Zick 2019).

                                        Εύθραυστο κέντρο – εχθρικές καταστάσεις 

Μια θεωρία συνωμοσίας απλουστεύει περίπλοκους συσχετισμούς πραγμάτων ώστε με αυτόν τον τρόπο να χάσουν τα εκτός και πέραν του ελέγχου χαρακτηριστικά τους. ’’Έτσι κατανοούνται εκ νέου ενώ προηγουμένως κυριαρχούσαν μόνο απροσδιόριστοι φόβοι’’ (Spitzer 2015, S. 200).

Πολύ πιο σαφή είναι τα ευρήματα που υποδηλώνουν ότι πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι αισθάνονται να απειλούνται από κοινωνική, πολιτισμική και οικονομική υποβάθμιση ή έκπτωση – αναζητούν ενόχους. Αυτοί καθίστανται υπεύθυνοι για την προσδοκώμενη δυστυχία που διαφαίνεται στον ορίζοντα τους.

Ως προς αυτό είναι αποδεδειγμένο ότι όχι μόνο η πραγματικά βιωμένη εμπειρία μιας κοινωνικής ή οικονομικής  πτώσης αλλά ή επίφοβη προ-κατάληψη αυτής της κατηφόρας – μοιάζει να προκαλεί τις θεωρίες συνωμοσίας. Δεν είναι μια βιωμένη, πραγματική απώλεια ισχύος που ευνοεί την ευαλωτότητα για συνωμοσιολογίες – ’’αλλά η αίσθηση του να είναι κάποιος αδύναμος είτε ο φόβος πως σύντομα θα είναι’’ (Butter 2018, S. 121).

Η τάση να αναπτυχθεί μια θεωρία συνωμοσίας μπορεί επομένως να εξηγηθεί μόνο εν μέρει μέσα από την πραγματικά βιωμένη κοινωνική ή οικονομική κάθοδο και απώλεια ισχύος. Γίνεται πολύ περισσότερο κατανοητή μέσα από το γεγονός ότι οι άνθρωποι ερμηνεύουν την κοινωνική τους θέση – διαφορετικά από ότι προσδοκούν ή ελπίζουν – ως αδύναμη ή/ και από υλικής άποψης απογοητευτική.

Ωστόσο, όπως ισχυρίζεται ο Butter (2018, S. 122), η ροπή των υποστηρικτών του πολιτικού κόμματος ’’Εναλλακτική για την Γερμανία’’ (AfD) προς τις θεωρίες συνωμοσίας δεν μπορεί να εξηγηθεί μέσα από την εμπειρία μιας οικονομικής κατάρρευσης, κι αυτό γιατί η οικονομική θέση των περισσοτέρων από αυτούς δεν διακυβεύεται πραγματικά. Θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε αυτήν την συνθήκη κάνοντας έναν παραλληλισμό με τους Ναζί: Ήταν κυρίως πολίτες της κατώτερης μεσαίας τάξης που πολύ νωρίτερα ψήφισαν το εθνικό-σοσιαλιστικό εργατικό γερμανικό εργατικό κόμμα (NSDAP). Αυτοί ήταν που αισθάνθηκαν απειλή ενώπιον μιας αναμενόμενης υλικής/κοινωνικής πτώσης.

Τα τεκμηριωμένα συμπεράσματα των ερευνών της Friedrich-Ebert Stiftung (Zick 2019), υποδεικνύουν ότι ακροδεξιοί προσανατολισμοί και μια ροπή προς θεωρίες συνωμοσίας είναι πιο εξαπλωμένοι στην ανατολική Γερμανία από ό,τι στην δυτική. Σίγουρα αυτές οι διαφορές δεν μπορούν να εξηγηθούν μέσα από μια μονοσήμαντη αιτιοκρατική προσέγγιση. Πιθανότερο είναι πως ως προς αυτές τις διαφορές, καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν οι διαδικασίες της πρώιμης (οικογενειακό περιβάλλον)  αλλά και της πολιτικής κοινωνικοποίησης.

Ο μεμονωμένος άνθρωπος και η προθυμία του για δράσεις

Τα ερευνητικά αποτελέσματα σχετικά με την εξάπλωση ακροδεξιών και συνωμοσιολογικών στάσεων και την κατανομή τους στα στρώματα του πληθυσμού είναι πολύ χρήσιμα για να είμαστε σε θέση να αναγνωρίζουμε αυτές τις ανησυχητικές εξελίξεις και να μπορούμε να αντιδράσουμε πολιτικά. Όμως δεν μας λένε αρκετά πράγματα που θα ήταν για τον κάθε μοναδικό άνθρωπο 

σημαντικά:

Πως οι άνθρωποι αντιδρούν με τόσο διαφορετικούς τρόπους σε ασαφείς και ίσως επίφοβες καταστάσεις; Κάποιος πιστεύει ίσως σε ’’συμπτώσεις’’, χωρίς να αισθάνεται πως υπάρχει κάτι κρυμμένο πίσω από αυτές. Ενώ ένας άλλος έχει την τάση να τις εξηγεί ως ηθελημένη επίδραση κακοπροαίρετων δυνάμεων. Ένας τρίτος βρίσκεται σε αναμονή κάποιων δεινών που θα επιφέρουν εχθρικές δυνάμεις και διερευνά τον κόσμο για ενδείξεις που θα επιβεβαιώσουν αυτήν την προσδοκία – ώστε να μπορεί κανείς να αμυνθεί ή ακόμη και να εκδικηθεί.

Οι διαφορές ανάμεσα σε αυτές τις περιπτώσεις βρίσκονται στην διαφορετική έκταση της ενεργητικής διαθεσιμότητας για πράξεις, από την πλευρά του μεμονωμένου ανθρώπου. Πρόσωπα που στην περίπτωση μιας κακοτυχίας δεν ρέπουν προς μια θεωρία συνωμοσίας, παραμένουν μάλλον παθητικά και το όλο πράγμα δεν έχει συνέπειες.

Προτιμούν να αντιλαμβάνονται την αρνητική συνθήκη ως σύμπτωση ή παιγνίδι της τύχης. Στην αντίπερα όχθη της διάστασης ’’ετοιμότητα για πράξεις’’ βρίσκονται – συχνά ψυχικά ασθενείς άνθρωποι – οι οποίοι για τους δικούς τους εσωτερικούς λόγους βρίσκονται σε ενεργή αναζήτηση ατόμων, τα οποία υποτίθεται ότι προκαλούν κάποια γεγονότα. Τα γεγονότα αυτά τους προκαλούν ενόχληση κι έτσι τους δίνουν το δικαίωμα (ή ακόμη και τους υποχρεώνουν) να αμυνθούν με επιθετικούς τρόπους.

Ανάμεσα σε αυτούς τους δυο πόλους, δηλαδή ανάμεσα στον παθητικό και τον ενεργητικό (διορατικότητα, σχεδιασμός, στοχoθεσία, επιδραστικότητα), βρίσκονται άλλωστε οι περισσότεροι άνθρωποι. Αυτή η πλειοψηφία δεν έλκεται από θεωρίες συνωμοσίας. Σε περιπτώσεις όμως που απρόσμενα, ξαφνικά λαμβάνουν χώρα γεγονότα τα οποία είναι πολύ επιβαρυντικά σε συναισθηματικό επίπεδο και ταυτόχρονα ανεξήγητα, κάποιοι υποθέτουν ότι ενδέχεται κακοπροαίρετοι άνθρωποι ή ομάδες να βρίσκονται πίσω από αυτά.

Έτσι δείχνουν να μην πιστεύουν στις επίσημες εξηγήσεις των πολιτικών και των επιστημόνων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι εδώ η δολοφονία του John. F. Kennedi, η επίθεση στο World Trade Center (9/11) και η εντελώς πρόσφατη επιδημία Sars II Covid 19.

Αυτό το Συνεχές σε ότι αφορά την ετοιμότητα ενός ανθρώπου να περάσει στην πράξη, εκτείνεται από την αμυδρά χαρακτηριστική ροπή κάποιων ατόμων να αντιδράσουν σε μια ασαφή επιβαρυντική κατάσταση, υποθέτοντας την συμμετοχή μιας εχθρικής δύναμης – έως την δραστήρια ενασχόληση και αναζήτηση των υπεύθυνων ομάδων ή ατόμων, οι οποίοι προκαλούν συνειδητά, με πρόθεση, την δυστυχία μας. Παρουσιάζει ενδιαφέρον τόσο για την ψυχοδυναμική προοπτική όσο και για την παιδαγωγική και πολιτική του σημασία σε ότι αφορά τις θεωρίες συνωμοσίας.

Ως προς αυτό το ζήτημα θα αναφέρω μερικά παραδείγματα από ένα συναφές πρακτικό πεδίο. Στην προσπάθεια μας να αναπτύξουμε ένα παιδαγωγικό/ψυχαναλυτικό μεθοδολογικό μοντέλο για την εργασία με παραβατικούς εφήβους (’’Denkzeit’’, Koerner and Friedman 2005), γνωρίσαμε τις πιο διαφορετικές εκδοχές με τις οποίες αυτά τα νεαρά άτομα αντιμετωπίζουν δυνητικά ασαφείς ή απειλητικές κοινωνικές καταστάσεις.

Και εδώ βλέπουμε το εύρος, την έκταση της συμπεριφοράς. Ξεκινώντας από παθητικές, καλοπροαίρετες αντιδράσεις έως την λανθάνουσα προδιάθεση να καταλογιστούν εχθρικές διαθέσεις σε ξένους ή άλλους – ειδικότερα εν μέσω πολύπλοκων συνθηκών. Αυτό μπορεί να κλιμακωθεί σε ενεργητικές προσπάθειες των εφήβων να κατασκευάσουν οι ίδιοι καταστάσεις εντός των οποίων αισθάνονται προσβεβλημένοι ή ότι γίνονται αντικείμενο επίθεσης – με αποτέλεσμα να αντιδράσουν (δυς) ανάλογα.

                                          Χρόνος σκέψης για τους παραβατικούς εφήβους

 Ας υποθέσουμε ότι ένα έφηβος κάθεται σε ένα βαγόνι του Μετρό. Απέναντι του βρίσκεται ένας άλλος νεαρός, ο οποίος τον κοιτάζει επίμονα και κάπως αδιάκριτα. Ο έφηβος μας αισθάνεται την πρόκληση. Ωστόσο αποφασίζει να κατέβει στην επόμενη στάση για να αποφύγει τα χειρότερα. Ένας άλλος νεαρός διηγείται πως όταν βρίσκεται στο τραίνο κοιτάζει τους ανθρώπους γύρω του και, παρατηρώντας την έκφραση των προσώπων των συνεπιβατών του αναρωτιέται, αν διακρίνει σε αυτά μια προκλητικότητα.

Σε μια τέτοια περίπτωση – και ανάλογα με την διάθεση της στιγμής – απευθύνει επιτακτικά και με διάθεση επιβολής το ερώτημα ’’τι κοιτάς ρε;’’ με κίνδυνο να προκαλέσει ένα βίαιο επεισόδιο.

Σε μια ακραία περίπτωση ένας 17χρονος διηγείται πόσο ’’σκατά’’ ένοιωθε  ένα βράδυ ενώ περπατούσε στο δρόμο. Παρατήρησε πως από απέναντι του ερχόταν κάποιος προς το μέρος του, ένας άνθρωπος που δεν γνώριζε. Αισθάνεται πως αυτός ο ξένος τον κοιτάζει με έναν τρόπο σαν να σκέφτεται:

’’ Έρχεται ένας αντικοινωνικός, μια βρωμιά.’’

Εκείνη την στιγμή ο έφηβος επιτίθεται και του ’’χώνει’’μία. Όταν συμβαίνει ένα τέτοιο γεγονός, κάποιες φορές νοιώθει ότι δεν μπορεί να συγκρατήσει τον θυμό του με αποτέλεσμα να μην μπορεί να σταματήσει. Αυτός ο έφηβος έιχε τραβήξει κατ επανάληψη την προσοχή εξαιτίας βίαιων επιθέσεων.

Μεγάλωσε σε μια θλιβερή οικογενειακή συνθήκη και η αποτυχία στο σχολείο ήταν δεδομένη. Τα δόντια του ήταν σε άσχημη κατάσταση και είχε κάποιες δυσκολίες στην ομιλία. Γι αυτούς τους λόγους ο ίδιος είχε υπάρξει θύμα ενδό-σχολικής βίας. Ο νέος άνδρας ήταν πολύ θυμωμένος. Συχνά έβγαινε με φίλους του με σκοπό να βιαιοπραγήσουν εναντίον αλλοδαπών αλλά ο θυμός τους κατευθυνόταν κι εναντίον άλλων, οι οποίοι ήταν με κάποιο τρόπο ’’διαφορετικοί’’: Ομοφυλόφιλοι, ανάπηροι, άστεγοι ή ακόμη και πωλητές παράνομων τσιγάρων στους σταθμούς των τραίνων.

Η ψυχοδυναμική αυτής της περίπτωσης, η προβολική ταύτιση, δεν ήταν δύσκολο να αποκρυπτογραφηθεί στον διάλογο μαζί του. Η φαντασίωση που είχε στον δρόμο σε σχέση με τον άνθρωπο που ερχόταν προς το μέρος του ήταν ότι ο άλλος σκεφτόταν: ’’Τώρα έρχεται η βρωμιά’’. Χωρίς αμφιβολία πρόκειται εδω για μια προβολή. Ο έφηβος θεωρούσε, ένοιωθε τον εαυτό του ως απόρριμμα.

Βέβαια στην πραγματικότητα δεν υπήρχε κάτι σε αυτόν τον ίδιο για το οποίο θα μπορούσε να αισθάνεται περήφανος, εκτός ίσως από το ότι εξαιτίας του θάρρους του όταν επρόκειτο για επικείμενους ξυλοδαρμούς – απολάμβανε κάποιο κύρος στην ομάδα αναφοράς του. Η σκέψη που έκανε ’’είμαι βρώμικος’’ του ήταν κατά κανόνα ασυνείδητη.

Ωστόσο τον πίεζε και για να την ξεφορτωθεί αναζητούσε έναν παραλήπτη στον οποίο καταλόγιζε την αρνητική κρίση που ο ίδιος έκανε – χωρίς να το συνειδητοποιεί – για τον εαυτό του. Με αυτόν τον τρόπο μπορούσε να εναντιωθεί σε αυτήν την ασυνείδητη πεποίθηση του πως ο ίδιος ήταν ’’βρώμικος’’ και να απαλλαγεί από αυτήν.

Στην πραγματικότητα ένοιωθε ανακουφισμένος κάθε φορά μετά από έναν ξυλοδαρμό του ανθρώπου που υποτίθεται ότι τον προσέβαλλε, μερικές φορές και αναβαπτισμένος. Παρόλα αυτά ή καταστροφική σκέψη του ’’είμαι ένα σκουπίδι’’ επέστρεφε εκ νέου στον ίδιο. Η ιστορία αυτού του εφήβου διασαφηνίζει την λειτουργία της προβoλικής ταύτισης. Ωστόσο είναι μια ακραία ιστορία και μάλιστα σε αναφορά με τις εξατομικευμένες διαφορές στην προδιάθεση για περάσματα στην πράξη που αναφέρθηκαν παραπάνω. Αναζητούσε ένθερμα και με συνέπεια κοινωνικά μηνύματα, τα οποία μετέφραζε και κατανοούσε ως απαξιωτικά και ντροπιαστικά γι αυτόν.

Ταυτόχρονα, σε σχέση με τις σκηνές που περιγράψαμε, του ήταν σχεδόν αδιάφορο ποια έκφραση είχε το πρόσωπο του ξένου με τον οποίο βρίσκονταν αντιμέτωποι στο δρόμο. Αν αυτός  χαμογελούσε με εγκαρδιότητα ο έφηβος σκεφτόταν: ’’τώρα αυτός γελάει μαζί μου’’. Αν ο ξένος απέστρεφε το βλέμμα του υπέθετε: ’’αυτός με περιφρονεί’’, και ούτω καθεξής. Ίσως στην περίπτωση ενός φιλικά διακείμενου ξένου να τον προκαλούσε για να δει την προβολή του πραγματοποιημένη.

Είναι ένα πολύ σπάνιο φαινόμενο, ο ’’αποστολέας’’να βρίσκει εξαργυρωμένη την προβολή του ακόμη και όταν ο ’’απέναντι’’ του δεν συμπεριφερθεί όπως αναμένει αυτός που εκπέμπει.  Ο ’’πομπός’’ κατά κανόνα προσπαθεί ενεργητικά να προκαλέσει στον ’’δέκτη’’ την προσδοκώμενη απάντηση, κατά κάποιον τρόπο δελεάζοντας τον. Στην καθημερινότητα αυτό μπορεί να είναι προκλητικό ή ακόμη και σαγηνευτικό. Κατά πάσα πιθανότητα είναι έτσι δύσκολο για τον ’’δέκτη’’ να ξεφύγει από αυτήν την χρησιμοποίηση του από τον ’’πομπό’’.

Αυτές οι διαδικασίες της προβολικής ταύτισης μας είναι γνωστές από την ψυχοδυναμική ψυχοθεραπεία. Για παράδειγμα μία ασθενής ήταν πεπεισμένη πως ήταν αντικείμενο απόρριψης από όλους και πως ήθελαν να την αποφύγουν. Αυτό κατάφερε να το ’’πραγματοποιήσει’’ στην καθημερινή ζωή, με το να οδηγεί όντως τους περισσότερους ανθρώπους στο να απομακρύνονται από κοντά της.

Στη θεραπεία συμπεριφέρθηκε ήδη από την πρώτη συνάντηση με τέτοια αγένεια και προκλητικότητα, ώστε ο θεραπευτής να έπρεπε να ξεπεράσει τον εαυτό του για να μην την διώξει άμεσα. Αλλά και στις επόμενες συνεδρίες που ακολούθησαν μαζί της, έπρεπε να ξανασυναντήσει την υποψία της, ότι ο ίδιος κατά βάθος θα προτιμούσε να διακόψει την συνεργασία μαζί της. Μια μέρα κατηγόρησε τον θεραπευτή, ερμηνεύοντας τη γλώσσα του σώματος, ότι όταν την χαιρέτησε σκεφτόταν πως ’’ήρθε πάλι αυτή η δύσκολη ασθενής’’. Πράγματι ο θεραπευτής σκέφτηκε κάτι παρόμοιο.

………….

Όντως στο προαναφερθέν παράδειγμα η γυναίκα αυτή δεν αστόχησε στην κρίση της. Ο θεραπευτής θεωρούσε πως αυτός ο άνθρωπος είναι πολύ ’’δύσκολος’’. Οι ασθενείς γνωρίζουν συχνά πάρα πολύ καλά την επίδραση που ασκούν στο κοινωνικό τους περιβάλλον.

Ο θεραπευτής μάλλον θα σχολιάσει το προσχέδιο σχέσης που του προσφέρει αυτή η γυναίκα, την προσπάθεια δηλαδή που κάνει μέσω προβολικής ταύτισης, για να μπορέσει η ίδια να το συνειδητοποιήσει πλήρως. Αλλά και για να της καταστήσει πιο προσιτά τα ασυνείδητα κίνητρα της, εν προκειμένω έναν βαθιά ριζωμένο φόβο εγκατάλειψης.

Στη συνθήκη μια ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας γίνεται επομένως ιδιαίτερα σαφές ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι χρησιμοποιούν ο ένας τον άλλον προβολικά/ταυτιστικά. Αλλά και στην καθημερινή επικοινωνία, οι ατομικές διαφορές βρίσκονται στην ένταση και επιτακτικότητα με την οποία αναζητούν να χρησιμοποιήσουν τον άλλον, καθώς και πόσο δραστήριοι είναι

σε σχέση με αυτήν την επιδίωξη.  

Σε αυτό το σημείο ας επιστρέψουμε στις θεωρίες συνωμοσίας. Ο Αμερικάνος ιστορικός R. Hofstadter εισήγαγε τον όρο ’’paranoid style in American politics’’ και με αυτόν τον τρόπο άσκησε κριτική σε πολιτικούς στην περίοδο του Μακαρθισμού. Ο ίδιος ο McCarthy δοκίμασε να εξηγήσει τον Ιούνιο του 1951 την άκυρη κατάσταση της χώρας του με την ακόλουθη διατύπωση: ’’ that men high in this government are concerting to deliver us to disaster. This must be the product of great conspiracy’’.

Η έννοια ’’paranoid style’’χρησιμοποιήθηκε έκτοτε συχνά για να χαρακτηρίσει τους ακόλουθους μιας θεωρίας συνωμοσίας. Επί του παρόντος ο όρος επανεμφανίστηκε στην συζήτηση γύρω από την προσωπικότητα του Aμερικανού προέδρου. Όμως αυτή η διατύπωση (paranoid style) είναι παραπλανητική, ιδιαίτερα στην περίπτωση που ο όρος χρησιμοποιείται με την αυστηρά ψυχιατρική του σημασία.

Υπάρχουν βέβαια πράγματι περιπτώσεις για τις οποίες η κλινική έννοια της παράνοιας μοιάζει να είναι κατάλληλη να τις χαρακτηρίσει (Nocun and Lamberty 2020). Όμως δεν είναι κάθε υποστηρικτής μιας θεωρίας συνωμοσίας παρανοϊκός. Οι συγγραφείς αυτοί περιγράφουν τις διαφορές με τον ακόλουθο τρόπο:

’’ Ενώ οι παρανοϊκοί πιστεύουν ότι πρακτικά κάθε άνθρωπος μπορεί να τους καταδιώκει, οι συνωμοσιολόγοι πιστεύουν ότι μια χούφτα άνθρωποι επιβουλεύονται τους πάντες’’.

Αναμφίβολα μόνο λίγοι υποστηρικτές ενός συνωμοσιολογικού σεναρίου είναι παρανοϊκοί με την ψυχιατρική έννοια. Η πλειοψηφία τους όμως βρίσκεται στο συνεχές (Continuum) που αναφέραμε και μάλιστα στο επίπεδο που βρίσκεται κοντά στον ενεργητικό/δραστήριο πόλο. Αυτό σημαίνει πως έχουν την τάση να αναζητούν εχθρικoύς υπαίτιους για μια υποτιθέμενη ή αναμενόμενη κακοτυχία.

Κι εμείς; Ακόμη κι αν πιστεύουμε ότι μάλλον ανήκουμε στην ομάδα των ’’παθητικών’’, δηλαδή στους καλοπροαίρετους ανθρώπους, δεν είμαστε στην καθημερινή ζωή ελεύθεροι από τον πειρασμό να χρησιμοποιήσουμε με προβολικό τρόπο άλλους ανθρώπους. Όπως για παράδειγμα όταν εναποθέτουμε σε άλλους μέσω προβολών τα δικά μας αισθήματα ενοχής. Ως προς αυτό ένα κοινότοπο παράδειγμα από την καθημερινότητα:

’’Οδηγούμε με το αυτοκίνητο προς ένα σημαντικό ραντεβού, αναχωρήσαμε όμως με καθυστέρηση και γι αυτό βιαζόμαστε. Όμως κολλάμε στην κίνηση του αυτοκινητόδρομου κι εκνευριζόμαστε. Μετά από λίγο η κίνηση ευτυχώς αραιώνει. Αυτό που δεν υπολογίσαμε ήταν ότι πολύ άνθρωποι θα βρίσκονταν στο δρόμο. Θα μας ήταν πιο εύκολο αν κάποιος ’’ηλίθιος’’ είχε μείνει σταματημένος στο δρόμο με το σαραβαλάκι του. Γιατί τότε αυτός θα είχε προκαλέσει την αργοπορία. Ο θυμός μας γι αυτόν θα μας ανακούφιζε, ενδεχομένως να μας από-ενοχοποιούσε για το ότι εμείς οι ίδιοι σε κάθε περίπτωση καθυστερήσαμε με δική μας ευθύνη.’’

Η έννοια της προβολής (Projection), μας εξοικειώνει με την ιδέα ότι πρόκειται για απεικονίσεις – όπως μια διαφάνεια προβάλλεται στον τοίχο – επομένως για μια πολύ μονόπλευρη διαδικασία. Στην ψυχοδυναμική κατανόηση οι προβολές δεν είναι κάτι που κατευθύνεται κάπου, όπως ένα μπουκάλι με ένα μήνυμα στον ωκεανό, το οποίο ρίξαμε χωρίς να αναζητούμε έναν παραλήπτη. Οι προβολές αναζητούν μια διεύθυνση. Κατευθύνονται πάντα προς κάποιον, σε πραγματικά ή φαντασιακά πρόσωπα. 

Κλινική εμπειρία και παιδαγωγική πράξη

Στην καθημερινή ψυχοθεραπευτική πρακτική είναι δύσκολο για τον θεραπευτή να ξεφύγει από την χρησιμοποίηση του που επιτελείται μέσω της προβολικής ταύτισης. Αυτό συμβαίνει γιατί το αλληλεπιδραστικό κομμάτι της μεταβίβασης μπορεί να επιδρά ως χειραγώγηση ενώ παράλληλα μπορεί να είναι πολύ σαγηνευτικό.

Μια ασθενής για παράδειγμα εξιδανίκευε τον θεραπευτή της και τον προέτρεπε να της δίνει όλο και πιο εύστοχες ερμηνείες στην πορεία της θεραπείας. Ο θεραπευτής ένοιωθε κολακευμένος, ωστόσο συνειδητοποιούσε πως η ασθενής του είχε δίκιο. Πράγματι στην συγκεκριμένη χρονική στιγμή είχε κάποιες καλές ιδέες και κάπως έτσι το θεραπευτικό ζεύγος πραγματοποίησε ’’υψηλές πτήσεις’’που στηρίζονταν σε αμοιβαίες χρήσεις, δηλαδή προβολικές ταυτίσεις.

Σε ότι αφορά τις θεωρίες συνωμοσίας και τους υποστηρικτές τους, το ενδιαφέρον μας έλκεται από αυτού του είδους τις προβολικές ταυτίσεις, με την βοήθεια των οποίων ένα άτομο καταλογίζει εχθρικές προθέσεις σε κάποιο πρόσωπο ή σε μια ομάδα ανθρώπων. Από την κλινική πρακτική μπορούμε να θυμηθούμε αυτήν την γυναίκα που προκαλούσε τον θεραπευτή της, γιατί ήταν εκ των προτέρων πεπεισμένη ότι αυτός θα την απέρριπτε και θα αποφάσιζε να διακόψει την συνεργασία τους.

Ένα ερώτημα είναι πως αντιμετωπίζουμε στην ψυχοδυναμική ψυχοθεραπεία αυτού του είδους τις συχνά επιτυχημένες προσπάθειες μιας αρνητικής προβολικής ταύτισης; Πως θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε την τάση αυτών των ανθρώπων να χρησιμοποιούν τον θεραπευτή τους με αυτόν τον τρόπο; Και τι θα μπορούσαμε να μάθουμε από την ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία ως προς τις δυνατότητες αντιμετώπισης των συνωμοσιολόγων;

Η βεβαιότητα με την οποία η ασθενής πίστευε ότι όλοι την απορρίπτουν, βασιζόταν σε πολύ πρώιμες παιδικές της εμπειρίες. ’’ Έμαθε’’ ότι η γέννηση της σε μια ήδη πολύτεκνη οικογένεια ήταν ένα ’’ατύχημα’’ και ότι η μητέρα της ’’κανονικά’’ θα όφειλε να υποβληθεί σε άμβλωση όταν ήταν έγκυος.

Ως παιδί άκουγε συχνά την προειδοποίηση ότι θα μπορούσε να μεταφερθεί σε ίδρυμα, αν συνέχιζε να ενοχλεί τους γονείς με την συμπεριφορά της. Έτσι από μικρή διαμόρφωσε μια αρνητική αυτό-εικόνα, ήταν σίγουρη ότι δεν της άξιζε να αγαπηθεί κι έμαθε σταδιακά να παίρνει την επιβεβαίωση αυτής της προοπτικής – στις σχέσεις που δημιουργούσε στο περιβάλλον της.

Η προσδοκία της απόρριψης δεν προέρχεται μόνο από αρνητικές πρώιμες εμπειρίες τέτοιου τύπου. 

Μια άλλη γυναίκα ενώ αγαπήθηκε έντονα από την μητέρα της – σε μονογονεική οικογένεια – παράλληλα κρατήθηκε σε καθεστώς εξάρτησης από αυτήν. Έτσι η γυναίκα αυτή ανέπτυξε ένα ανασφαλές πρότυπο δεσμού/σχέσης και μπορούσε να φανταστεί την συντροφικότητα μόνον σαν κάτι το συμβιωτικό που χαρακτηρίζεται από στενή και αμοιβαία εξάρτηση. Έτσι ζούσε σε μεγάλο φόβο να εγκαταλειφθεί από τον σύντροφο της, πράγμα που την οδηγούσε να τον υποβάλλει κατ επανάληψη σε δοκιμασίες – μέχρι που στο τέλος υπέβαλλε την παραίτηση του και την εγκατέλειψε.

Τα δυο παραδείγματα διασαφηνίζουν πως η ροπή προς διαρκείς προβολικές ταυτίσεις προκαλείται από πολύ πρώιμες αρνητικές εμπειρίες στην παιδική ηλικία. Σε αυτές τις περιπτώσεις αυτό που απουσιάζει, είναι ένα ασφαλές πρότυπο δέσμευσης. Αυτό θα ήταν σε θέση να καταστήσει έναν άνθρωπο ικανό να (αυτό)καθησυχάζεται, στηριζόμενος στην εμπιστοσύνη που κατασκευάζεται από ένα εσωτερικό αντικείμενο.

Η συνέπεια αυτής της έλλειψης είναι μια περιορισμένη ανοχή απέναντι στα συναισθήματα καθώς και στην ικανότητα διαχείριση τους. Μόνο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις έχουν τα μεμονωμένα τραυματικά βιώματα τέτοιου είδους επιδράσεις.

Θα έπρεπε άραγε να σκεφτούμε το ενδεχόμενο μιας διαρκούς δυσαρέσκειας, συνυφασμένης με την οικονομική/κοινωνική κατάσταση ενός ανθρώπου, ως παράγοντα πρόκλησης αποτυχιών σε ψυχικό επίπεδο;  

Σε ποιο βαθμό θα μπορούσαν οι γνώσεις που αποκτήθηκαν μέσα από την κλινική εργασία, να μας βοηθήσουν στην συναναστροφή με υποστηρικτές συνωμοσιολογικών σεναρίων εντός παιδαγωγικών/πολιτικών πλαισίων;

Αρχικά υποθέτουμε ότι πρόσωπα που έχουν την τάση να έλκονται ενθουσιωδώς από τις θεωρίες συνωμοσίας, δοκιμάζουν να προκαλέσουν καταστάσεις εντός των οποίων αισθάνονται ότι δέχονται επιθέσεις ή ότι κάποιοι τους συμπεριφέρονται εχθρικά. Αυτού του τύπου οι προδιαθέσεις δεν γεννιούνται στην βάση μεμονωμένων εμπειριών προσβολής ή διάφορων  απογοητεύσεων.

Αν πλησιάσουμε αυτήν την προκατάληψη από ψυχοδυναμική σκοπιά, συναντάμε μάλλον μια αναπτυξιακή διαταραχή ή οποία εγκαινιάστηκε στις απαρχές της ψυχικής ζωής και ιστορίας αυτών των ανθρώπων.

…  Σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση οφείλουμε να διερευνήσουμε σε ποιο βαθμό πρώιμες και μη ευνοϊκές εμπειρίες κοινωνικοποίησης, προετοίμασαν το έδαφος για τέτοιου είδους τάσεις. Μια πολιτική στρατηγική που θα επιδίωκε να δράσει ενάντια στην εξάπλωση των θεωριών συνωμοσίας, θα όφειλε να μην περιοριστεί στις προσπάθειες βελτίωσης των υλικών όρων της ζωής σε διευρυμένα τμήματα του πληθυσμού – όπως για παράδειγμα την διασφάλιση του ελάχιστα εγγυημένου εισοδήματος.

Πιθανότερα να είναι πιο αποτελεσματική η συνέχιση της εξέλιξης και της επεξεργασίας των προτύπων της πρώιμης κοινωνικοποίησης αλλά και των θεσμών πολιτικής κοινωνικοποίησης. Παράλληλα οφείλουμε να λαμβάνουμε υπόψη μας τα ζητήματα προσαρμογής που θέτει ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο και πολυσήμαντο περιβάλλον.

Τι μαθαίνουμε τελικά από την κλινική εργασία για την αντιμετώπιση υποστηρικτών μιας θεωρίας συνωμοσίας; Πως μπορούμε να διαμορφώσουμε τα κοινωνικά/παιδαγωγικά προγράμματα στην εργασία στο σύστημα σωφρονισμού, στην βοήθεια για τους νέους – ώστε να ανταποκρίνονται και στις πιθανές παρεμβάσεις σε άτομα που είναι ευάλωτα στην συνωμοσιολογία. Ως προς αυτά τα ερωτήματα προτείνω τις ακόλουθες απαντήσεις από ψυχοδυναμική/ψυχαναλυτική σκοπιά.

Μια προϋπόθεση για την επιτυχία μιας παιδαγωγικής εργασίας είναι η επίτευξη μιας προσωπικής σχέσης με τον πελάτη. Η εμπειρία από την συνεργασία με αντικοινωνικούς εφήβους έδειξε με σαφήνεια ότι η διαπροσωπική σχέση είναι πιο αποτελεσματική από ό,τι η εργασία σε ομάδα.

Αυτό συμβαίνει γιατί πολύ συχνά οι συμμετέχοντες σε μια ομάδα προσαρμόζονται πιο εύκολα στο να ακολουθούν μια παιδαγωγικά επιθυμητή γλώσσα, σε ένα μύχιο όμως επίπεδο αλληλό-κατανοούνται σε ότι αφορά τις αποκλίνουσες νόρμες που ακολουθούν. Ακριβώς γι αυτό το λόγο μια παιδαγωγική ομάδα εργασίας με τους θεωρητικούς της συνωμοσίας δεν έχει πιθανότατα καμία επίδραση.

Πως θα μπορούσε ένας παιδαγωγός προσανατολισμένος στην ψυχανάλυση να διαμορφώσει τις συνομιλίες του με τους ακόλουθους των θεωριών συνωμοσίας; Οι προσπάθειες μεταστροφής τους μέσα από πληροφορίες και επιχειρήματα έχει μικρά περιθώρια επιτυχίας. Το αντίθετο είναι μάλλον αυτό που επιτυγχάνεται με αυτόν τον τρόπο.

Ο αντίλογος μπορεί να θεωρηθεί ως επικύρωση. Σε αυτό το σημείο αναδύεται στον υποστηρικτή ή αίσθηση πως ακριβώς εξαιτίας της αντίρρησης ’’εδώ κάτι τρέχει’’. Προτιμά να φαντάζεται τον εαυτό του ως κάτοχο μιας (ακόμη) κρυμμένης γνώσης. Αυτοί που δεν γνωρίζουν είναι ’’πρόβατα’’ που δεν έχουν ιδέα. 

Ίσως να είναι πιο αποτελεσματικό να δοκιμάσει κανείς να εξηγήσει στον οπαδό της θεωρίας συνωμοσίας ότι ο ίδιος με ένταση αναμένει την επίδραση εχθρικών δυνάμεων και πως ενδεχομένως με κάποιο τρόπο συνεισφέρει στην εκπλήρωση αυτών των προσδοκιών. Αυτού του τύπου η ερμηνεία δίνεται για να του δείξει πως δεν αναμένει στωικά και παθητικά αυτή την κατάληξη της μοίρας αλλά και πως ο ίδιος είναι ιδιαίτερα δραστήριος στην χάραξη αυτού του πεπρωμένου.

Σε συνέχεια αυτού θα είχε σίγουρα νόημα να αναδειχθούν οι ’’θετικές’’ επιδράσεις που έχει η πίστη σε μια θεωρία συνωμοσίας γι αυτόν που την ακολουθεί. Ο κόσμος εμφανίζεται πιο διαφανής, δεν μας φέρνει αντιμέτωπους με αινίγματα. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να πιστεύει κανείς ότι γνωρίζει ’’τι παίζεται’’.

Στην ψυχοδυναμική θεραπεία δεν ερμηνεύουμε ενάντια στους μηχανισμούς άμυνας του συνομιλητή μας, αλλά δοκιμάζουμε να έρθουμε στην θέση του, αναγνωρίζοντας πραγματικά τις στάσεις του, ως προσπάθεια επίλυσης κάποιων ζητημάτων που αντιμετωπίζει.

Ως προς αυτό ένα παράδειγμα:

Αντί να πούμε σε κάποιον, ’’Αποφεύγετε τις δεσμεύσεις’’, μάλλον είναι πιο βοηθητικό να πούμε, ’’μου φαίνεται ότι προσπαθείτε πολύ να μην χάσετε την ανεξαρτησία σας.’’ Γιατί όταν μιλάμε με αυτόν τον τρόπο σε έναν άνθρωπο, θα αισθανθεί ότι τον παίρνουμε στα σοβαρά και θα μπορέσει ίσως  να σκεφτεί με ενδιαφέρον για ποιο λόγο του είναι τόσο η σημαντική η ανεξαρτησία του.

Με παρόμοιο τρόπο σε μια υποτιθέμενη παιδαγωγική δράση με συμμετέχοντες οπαδούς θεωριών συνωμοσίας μάλλον είναι προτιμότερο να αποφύγουμε μια διατύπωση του τύπου:’’διαχωρίζετε τους ανθρώπους σε πολύ καλούς και πολύ κακούς’’. Πιο αποδεκτή θα ήταν μια ερμηνεία που υποδηλώνει την σχεσιακή διάσταση και την σημασία της για αυτόν που την ακούει’’. Μάλλον είναι καλύτερα να ειπωθεί εναλλακτικά ως προς την πρώτη πρόταση: ’’Θα εμπιστευόσαστε ίσως περισσότερους ανθρώπους, αυτό θα σας ήταν πιο ευχάριστο, από αυτό που κάνετε τώρα. Σε αυτήν την περίπτωση όμως φοβόσαστε ότι θα απογοητευθείτε πικρά.’’ 

Ο κυριότερος λόγος για τον οποίο προτιμάμε την συνεργασία ενός προς έναν στην ψυχοδυναμική ή παιδαγωγική προσέγγιση (σε αντιδιαστολή με την εργασία σε ομάδες) έχει να κάνει με την βεβαιότητα μας, ότι τα σχεσιακά προσχέδια των πελατών μας – και οι θεωρίες συνωμοσίας αποτελούν τέτοια προσχέδια – μπορούν να γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας  και να μετασχηματιστούν μόνο όταν γίνουν αντιληπτά και έρθουν στην γλώσσα. Αυτό επιτυγχάνεται εντός μιας δυαδικής σχέσης που βιώνεται με επαρκή εμπιστοσύνη.

Στην ψυχαναλυτική θεραπεία η εργασία στην μεταβίβαση (Koerner 2014) είναι αυτό που επιτρέπει στον αναλυόμενο όχι μόνο να γνωρίσει τα σχεσιακά του μοντέλα αλλά να δοκιμάσει κι εναλλακτικές δυνατότητες ως προς αυτά. Σε ένα ψυχοδυναμικό/παιδαγωγικό πλαίσιο με οπαδούς θεωριών συνωμοσίας μπορούμε να αναζητήσουμε παρόμοιες δυνατότητες.

Αρχικά μπορούμε να ενθαρρύνουμε τους συμμετέχοντες να τοποθετηθούν ως προς αυτό που καταλαβαίνουν ότι διαδραματίζεται ανάμεσα μας. Ίσως σε μια ευνοϊκή συγκυρία να ακούσουμε από κάποιον ότι ανήκουμε πραγματικά στην κατηγορία πρόβατα, τα οποία δεν κατανοούν τι πραγματικά συμβαίνει στον κόσμο. Αντίθετα θα ήταν επιβαρυντικό να υποθέσει ότι κι εμείς είμαστε κάποιοι που συνωμοτούν εναντίον του και τον επιβουλεύονται.

Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι ο πελάτης μας είναι σε θέση να κατονομάσει με λέξεις το σχεσιακό του πρότυπο, το οποίο είναι μάλλον στον ίδιο – εκτεταμένα ασυνείδητο. Όπως και στην ψυχαναλυτική θεραπεία, για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τους τρόπους με τους οποίους ο απέναντι μας κατανοεί και μορφοποιεί την σχέση του μαζί μας – εξαρτόμαστε συχνά από την κατανόηση των δικών μας αντιδράσεων, της δικής μας αντί-μεταβίβασης:

Αισθανόμαστε ότι μας συμπεριφέρονται υποτιμητικά γιατί ανήκουμε στα πειθήνια πρόβατα; Ή μας κάνει εντύπωση το ότι αντιμετωπίζουμε με ιδιαίτερη προσοχή τον συνομιλητή μας, σαν να θέλουμε να του καταστήσουμε σαφές ότι δεν έχει να φοβηθεί τίποτα από εμάς; Όταν κατανοήσουμε την κατάσταση μέσα μας, μπορούμε να προσπαθήσουμε να σχολιάσουμε το προσχέδιο σχέσης του πελάτη μας.

Ακολουθεί ένα παράδειγμα από την εργασία με έναν παραβατικό έφηβο:

Ένας νεαρός άνδρας μπαίνει στο γραφείο μου και συμπεριφέρεται χαλαρά, σχεδόν βαριεστημένα. Κάθε λίγο πίνει μια γουλιά από το αναψυκτικό που έχει φέρει μαζί του και δείχνει να μην ενδιαφέρεται γι αυτό που συμβαίνει ενώ κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Αισθάνομαι την περιφρόνηση κι εκνευρίζομαι. Μετά από αυτό, του απευθύνομαι: ’’ Σκέφτεστε ότι τώρα βρίσκεστε με έναν από αυτούς τους γέρους παιδαγωγούς, οι οποίοι το μόνο που ξέρουν είναι να κατακρίνουν τους άλλους – αλλά στην πραγματικότητα δεν έχουν ιδέα τι σημαίνει εφηβεία.’’ Ο έφηβος χαμογελά και μου λέει: ’’Ακριβώς.’’

Καταλάβαμε δηλαδή ο ένας τον άλλον και εφεξής η δουλειά μας μπορούσε να συνεχιστεί.

Όπως ανέφερα παραπάνω δεν έχει κανένα νόημα ένας απλός αντίλογος όταν πρόκειται για προσχέδια και τρόπους σχέσης. Κερδίζουμε όμως κάτι όταν ο συνομιλητής μας κατανοήσει ότι είναι αυτός που διαμορφώνει την σχέση μας και μάλιστα όχι γιατί εμείς είμαστε αυτό που είμαστε, αλλά γιατί αυτός έτσι επιθυμεί να το φαντάζεται.

Πως θα μπορούσε στις συζητήσεις με ένα υποστηρικτή θεωριών συνωμοσίας να λάβει χώρα μια συνθήκη ρήξης κι επανόρθωσης; Προϋπόθεση γι αυτό θα ήταν μια επαρκώς σταθερή σχέση μαζί του, εντός της οποίας θα μπορούσε κανείς να διακινδυνέψει να συγκρουστεί.

Ας υποθέσουμε ότι ο απέναντι μας, μας προσμετρά στους δυνητικούς εχθρούς του. Παραμένει έτσι δύσπιστος και προσπαθεί με προκλητικές διατυπώσεις να προκαλέσει σε εμάς μια απάντηση, ή οποία τελικά θα επιβεβαιώσει την αρχική υποψία του. Ακριβώς αυτή τη στιγμή μπορούμε να του απαντήσουμε: ’’Πιθανώς γνωρίζετε πόσο έντονα με προκαλείτε και ώρες ώρες μου είναι δύσκολο να σας ακούσω με ενδιαφέρον. Νομίζω όμως ότι θέλετε να ανακαλύψετε τι είδος ανθρώπου πραγματικά είμαι.’’

Απόδοση από την γερμανική γλώσσα,

Κώστας Σκαρπίδης