ΕΠΙΜΕΤΡΟ

 In ΚΕΙΜΕΝΑ, ΚΛΑΣΣΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Η επιστημονική σημασία της φροϋδικής εργασίας
«Τρεις Πραγματείες για τη Θεωρία Της Σεξουαλικότητας» [1]

Του Sandor Ferenczi 

Οι Τρεις πραγματείες μας δείχνουν για πρώτη φορά τον αναλυτή Freud σε συνθετική εργασία. Ο συγγραφέας προσπαθεί εδώ να συγκεντρώσει με έναν τέτοιο τρόπο το ανυπολόγιστα πλούσιο εμπειρικό υλικό, το οποίο αποκτήθηκε μέσα από την αναλυτική εξέταση τόσων ψυχών. Το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας για κατηγοριοποίηση και ανάπτυξη συσχετισμών είναι η διασαφήνιση ενός μεγάλου τομέα της διδασκαλίας, η ψυχολογία της σεξουαλικής ζωής.

Το γεγονός ότι επέλεξε συγκεκριμένα τη σεξουαλικότητα ως αντικείμενο για την πρώτη του σύνθεση ήταν συνέπεια της φύσης του υλικού που είχε στη διάθεση του για παρατήρηση. Ανέλυσε ασθενείς με νευρώσεις και ψυχώσεις και ανακάλυψε σταθερά ως βασική αιτία για αυτές τις παθήσεις μια διαταραχή της σεξουαλικής ζωής. Έρευνες προσκείμενες στην ανάλυση τον έπεισαν ότι η σεξουαλικότητα παίζει έναν πιο εκτεταμένο και πιο πολύπλευρο ρόλο από ό,τι κανείς μπορούσε να θεωρήσει δυνατόν μέχρι τότε. Αυτό συνέβαινε στο βαθμό που αξιολογείτο μόνο ο εμφανής ερωτισμός και το ασυνείδητο παρέμενε άγνωστο. Αποδεικνυόταν όμως σιγά-σιγά  ότι, παρόλο που η σεξουαλικότητα ήταν αντικείμενο μιας μεγάλης βιβλιογραφίας, σε σχέση με τη σημασία της παρέμενε ένα έντονα παραμελημένο κεφάλαιο της ανθρώπινης γνώσης.

Αξίζει σε κάθε περίπτωση, επομένως, να γίνει αντικείμενο μιας έρευνας που ξεκινά από καινούρια σημεία αναφοράς.

Είναι περισσότερο η απληστία των μορφωμένων παρά η απλότητα τους που οδηγεί τον Freud να καταδείξει στα τελευταία του συμπεράσματα

τις ατέλειες αυτής της προσπάθειας. Ο μαθητής που αποκτά χωρίς αγώνα και προσπάθεια τις καινούριες γνώσεις και προοπτικές, δε βλέπει τις ατέλειες αλλά τα πλεονεκτήματα του έργου και συμβουλεύει τον συγγραφέα και τον εαυτό του να ακολουθήσει τη γαλλική παροιμία: «je vaux peu quand je me considere et beaucoyp quand je me compare» (αξίζω λίγο όταν θεωρώ τον εαυτό μου και πολύ όταν τον συγκρίνω με άλλους).

Όποιος συγκρίνει τον πλούτο του υλικού των πραγματειών και την εκπληκτική καινοτομία των απόψεών τους με τον τρόπο που άλλα έργα διαπραγματεύονται τη σεξουαλικότητα, δεν θα αντιδράσει με δυσαρέσκεια αλλά θα αισθανθεί, διαβάζοντας, θαυμασμό και σεβασμό. Θα αναγνωρίσει με ευγνωμοσύνη πως η θεωρία της libido, της οποίας τα προβλήματα δεν τέθηκαν ως ερευνητικό πρόγραμμα ποτέ πριν τον Freud, θεμελιώνεται μέσα από τη δραστηριότητα ενός ανθρώπου κι εν μέρει διευρύνεται ακόμη και όταν δεν ολοκληρώνεται πλήρως. Δεν χρωστάμε αυτή την επιτυχία, καθώς και τα επιτεύγματα της φροϋδικής ψυχιατρικής έρευνας, μόνο στο οξυδερκές μάτι ενός συγγραφέα, αλλά και στη συνεπή εφαρμογή από τη μεριά του μιας ερευνητικής μεθόδου και στην τήρηση συγκεκριμένων επιστημονικών αναφορών.

Η ψυχαναλυτική ερευνητική μέθοδος, ο με όλη τη σημασία της λέξεως ελεύθερος συνειρμός, έφερε στην επιφάνεια ένα μέχρι τότε παντελώς άγνωστο ασυνείδητο βαθύτερο στρώμα του ψυχισμού. Η αυστηρότητα και καθολικότητα με την οποία η ψυχανάλυση εφαρμόζει το βασικό αξίωμα της ψυχικής αιτιότητας και την εξελικτική της σκέψη κατέστησε δυνατή τη γόνιμη επιστημονική αξιοποίηση του νέου υλικού.

Στον τρόπο εργασίας χρωστάμε την εκπληκτικά μεγάλη αυτή πρόοδο. Η ψυχιατρική ήταν πριν τον  Freud μια συλλογή σπάνιων φαινομένων, παράξενων και στερημένων νοήματος νοσολογικών μορφών. Την επιστήμη της σεξουαλικότητας αποτελούσαν περιγραφικές ομαδοποιήσεις απεχθών αποκλίσεων. Η ψυχανάλυση, πιστή πάντα στην αιτιοκρατία και στην ιδέα της εξέλιξης, δεν υποχώρησε μπροστά στην υποχρέωση να αναλύσει και να κάνει κατανοητά ακόμα και εκείνα τα ψυχικά περιεχόμενα που έμεναν παραμελημένα γιατί τραυματίζουν την λογική, την ηθική και την αισθητική. Ξεπερνώντας τον εαυτός της, αμείφθηκε πλούσια. Στο μη-νόημα που παρήγαγαν οι ψυχικά άρρωστοι, αναγνώρισε οντογενετικές και φυλογενετικές αρχέγονες δυνάμεις της ανθρώπινης ψυχής, εκείνο το υπέδαφος που θρέφει όλες τις πολιτιστικές επιδιώξεις και μετουσιώσεις. Κατόρθωσε να αποδείξει -ιδιαίτερα σε αυτές τις τρεις πραγματείες –  ότι ο μοναδικός δρόμος για να κατανοούμε την κανονική σεξουαλική ζωή περνάει από τις σεξουαλικές διαστροφές.

Ελπίζω ότι κάποτε δεν θα ακούγεται σαν υπερβολή αυτό που θα πω για τη σημασία των Τριών πραγματειών. Δεν διστάζω να τους προγράψω ιστορική σημασία για την επιστήμη.

“Σκοπός μου ήταν να μάθω πόση γνώση για την βιολογία της ανθρώπινης σεξουαλικής ζωής μπορεί να κερδηθεί με τα μέσα της ψυχολογικής διερεύνησης”, εξηγεί ο συγγραφέας στον πρόλογο των πραγματειών του. Αυτή η προσπάθεια που ακούγεται τόσο σεμνά σημαίνει, αν την παρατηρήσουμε με ακρίβεια, την ανατροπή όλων των παραδόσεων.

 

Μέχρι τότε δεν είχε ακόμη κανείς σκεφτεί την πιθανότητα πως μια ψυχολογική μέθοδος, και μάλιστα ενδοσκοπικής αυτοπαρατήρησης, θα μπορούσε να βοηθήσει στην εξήγηση ενός βιολογικού προβλήματος.

Θα πρέπει να ανατρέξουμε πολύ πίσω αν θέλουμε να αξιολογήσουμε κατάλληλα τη σημασία του εγχειρήματος. Θα πρέπει να θυμηθούμε ότι η επιστήμη στις απαρχές της υπήρξε ανιμιστική και ανθρωποκεντρική.

Ο άνθρωπος εξελάμβανε ως μέτρο για το συνολικό γίγνεσθαι του κόσμου τις ψυχικές λειτουργίες. Ήταν μια μεγάλη πρόοδος, όταν αυτή η κοσμοθεωρία, προς την οποία στην αστρονομία αντιστοιχούσε το γεωκεντρικό σύστημα του Πτολεμαίου, αντικαταστάθηκε από την θετική-επιστημονική, κοπερνίκεια, θα μπορούσε να πει κανείς, αντίληψη. Το γεγονός αυτό αφαίρεσε από τον άνθρωπο την προσδιοριστική του σημασία και του υπέδειξε την ταπεινή θέση του, αυτή ενός μηχανισμού ανάμεσα σε αναρίθμητους άλλους. Αυτή η οπτική περιείχε άρρητα μέσα της την ιδέα πως τόσο οι σωματικές όσο και οι ψυχικές λειτουργίες του ανθρώπου είναι αποτελέσματα μηχανισμών. Αυτό έγινε στη σιωπή, γιατί μέχρι σήμερα οι θετικές επιστήμες ικανοποιούνται με αυτή την εντελώς γενική θέση χωρίς να αφιερώνουν την παραμικρή ματιά στην φύση των ψυχικών μηχανισμών. Έκρυψαν την ιδική τους άγνοια καλύπτοντας τα κενά της γνώσης με το να δίνουν φαινομενικές εξηγήσεις δανειζόμενες φράσεις από τη φυσική και τη φυσιολογία.

Η ψυχανάλυση έριξε πρώτη την ακτίνα φωτός που διαλεύκανε τους μηχανισμούς της ψυχής. Βοηθούμενη από αυτήν, μπόρεσε η ψυχολογία να κατακτήσει ακόμα και τέτοια στρώματα του ψυχισμού, τα οποία διαφεύγουν της άμεσης εμπειρίας. Τόλμησε να μπει στην εξονυχιστική έρευνα των νόμων της ασυνείδητης δραστηριότητας. Το επόμενο βήμα πραγματοποιείται ακριβώς σε αυτές τις πραγματείες: ένα κομμάτι ενορμητικής ζωής γίνεται πιο προσιτό στην κατανόηση μας μέσα από την υποστασιοποίηση συγκεκριμένων μηχανισμών που δρουν στην ψυχή. Ποιος ξέρει αν θα προλάβουμε να ζήσουμε το τελευταίο βήμα, την αξιοποίηση των γνώσεων περί ψυχικών μηχανισμών στο κατεξοχήν οργανικό και ανόργανο γίγνεσθαι.

Στο βαθμό που ο Freud μέσα από την ψυχαναλυτική εμπειρία προσπαθεί να επιλύσει προβλήματα κατά πρώτον της σεξουαλικής δραστηριότητας και κατά δεύτερον της βιολογίας, επιστρέφει τρόπον τινά στη μεθοδολογία της παλιάς, ανιμιστικής επιστήμης. Όμως ο ψυχαναλυτής δεν διαπράττει το σφάλμα του κάθε απλοϊκού ανιμισμού. Ο απλοϊκός ανιμισμός μεταβιβάζει en bloc (συλλήβδην), χωρίς ανάλυση, τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ψυχής στα αντικείμενα της φύσης. Αντιθέτως, η ψυχανάλυση αναλύει προηγουμένως την ψυχική δραστηριότητα του ανθρώπου, φτάνει μέχρι τα άκρα ακολουθώντας αυτή τη διαδικασία, μέχρι το σημείο όπου η ψυχή ακουμπά το σώμα, μέχρι τις ενορμήσεις – απελευθερώνοντας έτσι την ψυχολογία από τον ανθρωποκεντρισμό, και μόνο τότε αποτολμά να αξιοποιήσει τον αποκαθαρμένο πλέον, ανιμισμό. Η πρώτη φορά που έγινε προσπάθεια για κάτι τέτοιο συμπίπτει με την επιστημονική πρακτική του Freud στις Τρεις πραγματείες. Θα πρέπει να επαναλάβω ότι το δρόμο προς αυτές τις μεγάλες προοπτικές άνοιξε όχι μια κενή θεωρητικολογία, αλλά μια επιμελής παρατήρηση και έρευνα των μέχρι τότε ολωσδιόλου παραμελημένων ψυχικών ιδιομορφιών και παρεκτροπών της σεξουαλικότητας. Ο συγγραφέας δεν ικανοποιείται με το να παραπέμψει σε αυτές με σύντομες σημειώσεις, αλλά βιάζεται να επιστρέφει στα γεγονότα, στις μεμονωμένες περιπτώσεις, ώστε να μη χάνει την αίσθηση της πραγματικότητας και συγχρόνως να δημιουργεί μια πιο σίγουρη και ευρεία βάση για τη θεωρία. Ο μαθητής, όμως, στον οποίο αυτές οι γνώσεις χρησιμεύουν για να κάνει πιο καλά τη δουλειά του, έχει την ευκαιρία να βυθιστεί στην παρατήρηση αυτών των προοπτικών και να αφυπνίσει  την προσοχή των άλλων, η οποία σε διαφορετική περίπτωση, ενδεχομένως να μην ελκυόταν από αυτό το ορόσημο για την επιστήμη, που αποτελούν οι Τρείς πραγματείες του Freud.

Μετάφραση από τα Γερμανικά | Κωνσταντίνος Σκαρπίδης

[1]  ο Ferenczi έγραψε αυτό το κείμενο το 1915, για την Τρίτη έκδοση της ουγγρικής μετάφρασης, την οποία έκανε ο ίδιος.